Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει καμία σχέση με τον μαοϊσμό. Παρ’ όλα αυτά στην οικονομική πολιτική δείχνει να θέλει να κάνει πράξη το παλιό σύνθημα της Πολιτιστικής Επανάστασης που ήθελε «την πολιτική στο τιμόνι».
Με αυτόν τον τρόπο ο Μάο και οι υποστηρικτές του περιέγραφαν την αντίληψή του για την οικονομία όπου οι πολιτικοί στόχοι για τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων έπρεπε να έχουν σαφή προτεραιότητα έναντι των στόχων που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη και τις απαιτήσεις των τεχνοκρατών.
Προφανώς και στην περίπτωση του Τούρκου προέδρου δεν μιλάμε για κάποια ανάλογης κλίμακας προσπάθεια μετασχηματισμού. Όμως, βλέπουμε την ίδια πεποίθηση ότι οι αποφάσεις για την οικονομία είναι σε τελική ανάλυση πολιτικές και ότι τον τελευταίο λόγο δεν πρέπει να τον έχουν οι τεχνοκράτες, αλλά οι πολιτικοί, με βάση αυτό που εκτιμούν ότι είναι αναγκαίο, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να είναι απλώς η αναζήτηση διαμόρφωσης στον βραχύ χρόνο ενός θετικού πολιτικού κλίματος.
Η βαθύτερη κρίση της τουρκικής οικονομίας
Ο Ερντογάν στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα μιας διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης και έχτισε την εικόνα του πάνω σε αυτή τη διαμόρφωση ενός ορισμένου οικονομικού δυναμισμού. Και φαινομενικά η Τουρκία σε όλη την περίοδο μετά την κρίση του 2008 κατάφερε να επιδείξει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και στην πανδημία η συρρίκνωση ήταν μικρότερη από αυτή που αντιμετώπισαν άλλες χώρες. Το δημόσιο χρέος της αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, όμως παραμένει χαμηλότερο από αυτό άλλων αναπτυγμένων χωρών. Η χώρα είναι μεγάλη, η εσωτερική της αγορά έχει βάθος και διατηρεί καλές οικονομικές σχέσεις όχι μόνο με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και με χώρες όπως π.χ. το Αζερμπαϊτζάν.
Όμως, πέρα από αυτά τα δεδομένα υπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, το ίδιο το «αναπτυξιακό μείγμα» της Τουρκίας είναι αντιφατικό. Η υπερανάπτυξη κλάδων όπως οι κατασκευές ή η αυξανόμενη σημασία των υπηρεσιών όπως του τουρισμού είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται, όμως υπάρχει πάντα και ο υψηλός βαθμός υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα και μεγάλο εξωτερικό ιδιωτικό χρέος της Τουρκίας. Το ποσοστό συμμετοχής του εργατικού δυναμικού είναι χαμηλό και αυτή τη στιγμή ακόμη και η επίσημη στατιστική αρχή της Τουρκίας παραδέχτηκε ότι το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο αυτού που ανακοινώνεται δημοσίως.
Με αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Τουρκία σήμερα οδεύει προς μια ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική, την ώρα που το θέμα του χρέους γίνεται ολοένα και πιο σημαντικό. Μεγάλο μέρους του ιδιωτικού δανεισμού, τόσο επιχειρήσεων όσο και νοικοκυριών, είναι σε ξένο συνάλλαγμα και αυτό σημαίνει ότι αύξηση του πληθωρισμού και υποχώρηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας σημαίνει και αύξηση του κόστους αποπληρωμής του τουρκικού ιδιωτικού χρέους.
Όλες αυτές οι αντιφάσεις στην Τουρκία αποτυπώνονται σε δύο βασικές τάσεις. Η μία είναι η διαρκής τάση για την αύξηση του πληθωρισμού και η άλλη είναι το διαρκές ενδεχόμενο πτωτικής κίνησης της λίρας. Και οι δύο τάσεις στην Τουρκία ξυπνούν ιδιαίτερα αρνητικές αναμνήσεις προηγούμενων περιόδων οικονομικής κρίσης.
Η πτωτική τάση της τουρκικής λίρας από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, δεν αντανακλούσε μόνο θεμελιώδη δεδομένα της Τουρκίας όπως π.χ. αυτά που αφορούν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και μια γενικότερες τάσεις ως προς τις κινήσεις κεφαλαίων από περιφερειακές προς μητροπολιτικές αγορές. Στην Τουρκία τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα με το πρόβλημα που αφορά τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Εδώ τα πράγματα είναι περίπλοκα. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της ίδιας της κεντρικής τράπεζας είναι χαμηλά, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες υποστήριξης του εθνικού νομίσματος, και η κεντρική τράπεζα κατεξοχήν καταφεύγει στα μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα των ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων ως αποτέλεσμα του δανεισμού σε ξένο συνάλλαγμα, πράγμα που μεταφράζεται σε συναλλαγματικά swap για τη στήριξη του νομίσματος.
Οι διαρκείς παρεμβάσεις του Ερντογάν
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση που επιδεινώθηκε ιδιαίτερα το 2018, η πολιτική του Ερντογάν ήταν η αποφυγή παρεμβάσεων που μπορεί να φάνταζαν συνετές από νομισματική και δημοσιονομική πλευρά αλλά ακύρωναν την προσπάθειά του να τονώσει την αναπτυξιακή δυναμική.
Και αυτό γιατί η «φυσιολογική» αντίδραση σε μια οικονομία που εμφανίζει ταυτόχρονα αύξηση του πληθωρισμού και υποχώρηση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος θα ήταν η αύξηση των επιτοκίων βάσης από την κεντρική τράπεζα, σε μια προσπάθεια ταυτόχρονα να συγκρατήσει τις πληθωριστικές τάσεις στην οικονομία και να αυξήσει τη ζήτηση για τίτλους στο εθνικό νόμισμα.
Όμως, κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τη διακηρυγμένη πολιτική επιλογή να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά, ακόμη και σε επίπεδα κάτω του πληθωρισμού, σε μια προσπάθεια να μην αυξηθεί το κόστος δανεισμού στο εσωτερικό της τουρκικής οικονομίας και άρα να διατηρηθεί μια αναπτυξιακή δυναμική, να τονωθεί δυνητικά η απασχόληση και κυρίως να μη διαταραχθεί η κοινωνική συμμαχία του Ερντογάν με επιχειρηματικά συμφέροντα, μεγάλα, μεσαία και μικρά. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο σε μια περίοδο όπου η τουρκική οικονομία υφίσταται τις επιπτώσεις της πανδημίας, είναι πιθανό και φέτος τα έσοδα από τον τουρισμό να είναι περιορισμένα και ο Ερντογάν βρίσκεται στο στόχαστρο ενός ευρέως φάσματος μορφών δυσαρέσκειας.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει τις διαρκείς παλινωδίες τα τελευταία χρόνια σε σχέση με την οικονομική πολιτική, που αποτυπώνονται και στις συχνές αλλαγές διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Τον Νοέμβριο του 2020 με την τουρκική λίρα να έχει υποχωρήσει σημαντικά σε όλη τη διάρκεια από τον Ιανουάριο του 2020, ο Ερντογάν απέπεμψε τον Μουράτ Ουϊσάλ διοικητή της κεντρικής τράπεζας από τον Ιούλιο του 2019 και στη θέση του τοποθέτησε τον Νατσί Αγκμπάλ, πρώην υπουργό Οικονομικών.
Ο ερχομός του Αγμπάλ, όπως και η αποπομπή του προεδρικού γαμπρού Μπεράτ Αλμπαϊράκ θεωρήθηκε ότι αποτελούσε προσπάθεια κατευνασμού των αγορών, μέσα από μια επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής αύξησης των επιτοκίων. Μάλιστα, είχε ερμηνευθεί και ως τμήμα μιας συνολικότερης «δυτικής» στροφής της Τουρκίας, την επαύριον της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές.
Ο Αγκμπάλ όντως έκανε αυτό που αναμενόταν, αυξάνοντας αθροιστικά το βασικό επιτόκιο κατά 875 μονάδες βάσης, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης 200 μονάδων πρόσφατα σε μια προσπάθεια να ανακοπεί ο πληθωρισμός που αυτή τη στιγμή τρέχει με 15,61%.
Μόνο που αυτές οι επιλογές έρχονταν σε σύγκρουση με την επιμονή του Ερντογάν να διαμορφώσει συνθήκη «αναπτυξιακής δυναμικής» με κάθε κόστος στον ορίζοντα και των κρίσιμων εκλογών του 2023.
Αυτό οδήγησε στην αποπομπή του Αγκμπάλ και την αντικατάστασή του από τον Σαχάπ Καβτζίογλου, κομματικά προερχόμενου από το κυβερνών AKP.
Η αντίδραση των αγορών
Η είδηση προκάλεσε την αντίδραση των αγορών, όπως ήταν αναμενόμενο. Τόσο ο διάχυτος φόβος ότι η τουρκική κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μια πιο χαλαρή οικονομική πολιτική, την ώρα που οι επενδυτές πόνταραν και σε νέα προσπάθεια αύξησης των επιτοκίων, όσο και η επιθυμία να «δοκιμάσουν» τη νέα ηγεσία και την κυβέρνηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν, οδήγησε σε μια μαζική επίθεση στη λίρα που αρχικά φάνηκε να υποχωρεί έως 16% τις 8,39 λίρες ανά δολάριο και πολύ κοντά στο ιστορικό χαμηλό των 8,58 λιρών ανά δολάριο του περασμένου Νοεμβρίου, πριν η υποχώρηση μετριαστεί κοντά στο -8% και σχετικά κοντά στο «ψυχολογικό» όριο των 8 λιρών ανά δολάριο, με το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης επίσης έχει μεγάλες απώλειες και το δείκτη BIST100 να υποχωρεί κατά -9,79%.
Η τουρκική κυβέρνηση θα αντιδράσει τόσο με δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Λουτφί Ελβάν που επέμεινε ότι η Τουρκία δεν θα υπαναχωρήσει από το μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς και ότι παραμένει στόχος της η αποφασιστική μείωση του πληθωρισμού, αλλά και του νέου διοικητή της κεντρικής τράπεζας που υπογράμμισε ότι στόχος παραμένει η μόνιμη μείωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, αρκετοί υπογραμμίζουν ότι ο Καβτζίογλου έχει υπάρξει επικριτικός απέναντι στην πολιτική του προκατόχου του.
Το στοίχημα (και το ρίσκο του Ερντογάν)
Είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν κατεξοχήν κινείται με βάση τον πολιτικό υπολογισμό του. Θέλει να διατηρήσει μια εικόνα σχετικά φτηνού δανεισμού και να αξιοποιήσει την δανειακή επέκταση ως μέσο για να διαμορφώσει αναπτυξιακή δυναμική μέχρι και το 2023, ελπίζοντας και στο συνολικότερο διεθνές οικονομικό κλίμα και την ανάκαμψη που όλοι περιμένουν μετά το τέλος της πανδημίας. Με αυτό τον τρόπο έχει κινηθεί μέχρι τώρα και δεν φαίνεται να θέλει να αλλάξει πορεία, ελπίζοντας ότι με επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την συνέχιση των ίδιων τεχνικών για τη στήριξη του εθνικού νομίσματος όταν πράγματα θα φτάνουν σε οριακό σημείο.
Μόνο που όλη αυτή η κίνηση, που δεν αντιμετωπίζει τις πιο δομικές αντιφάσεις της τουρκικής οικονομίας και του «αναπτυξιακού υποδείγματος» που διαμορφώθηκε στην εποχή Ερντογάν, απλώς μεταφέρει στο χρόνο τα προβλήματα και καθιστά την τουρκική οικονομία ευάλωτη απέναντι σε κρισιακές δυναμικές που κάποια στιγμή θα φτάσουν σε ένα οριακό σημείο και όπου τα περιθώρια χειρισμών, όπως αυτοί που έχουν αποτυπωθεί μέχρι τώρα, θα είναι ριζικά περιορισμένα. Και τότε ο Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα όρια του ίδιου του αφηγήματος.