Το ανακοίνωσε ο ίδιος ο Κωστής Χατζηδάκης, με συνέντευξή του την περασμένη Κυριακή, ότι πρόκειται να θεσπιστεί η εμπλοκή ιδιωτών, δικηγόρων και λογιστών, στην έκδοση συντάξεων, αφού ο υπάρχων κρατικός μηχανισμός είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε αμέσως, μέσω της Μαριλίζας της Ξενογιαννακοπούλου. Ακούσαμε τις γνωστές και τετριμμένες καταγγελίες περί ιδιωτικοποίησης του Δημοσίου, που καταλήγουν ως συνήθως στο αίτημα για περισσότερο και ακριβότερο κράτος, λες και τα λεφτά φυτρώνουν στα δένδρα.
Για την Αριστερά που εκπροσωπεί η πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, δεν έχει σημασία αν το κόστος της προτεινόμενης λύσης (αβέρτα προσλήψεις) υπερβαίνει το κόστος του προβλήματος. Είναι η λογική της ανάπτυξης μέσω των μαζικών προσλήψεων, δηλαδή της ανάπτυξης μέσω των καθαριστριών, διότι για να πετύχεις τη μαζικότητα αναγκαστικά χαμηλώνεις τα κριτήρια. Τα επίχειρα αυτής της λογικής, όπως εφαρμόσθηκε στην πολιτική της Υγείας τόσα χρόνια, είναι που πληρώνει σήμερα η Πολιτεία, όταν αναγκάζεται να επιστρατεύσει γιατρούς από τον ιδιωτικό τομέα.
Στην πραγματικότητα, η λύση την οποία ανακοίνωσε ο Χατζηδάκης είναι, κατά κάποιο τρόπο, η παράκαμψη του Δημοσίου μέσω διόδων του ιδωτικού τομέα και, οπωσδήποτε, συνεπάγεται ένα κόστος για τον ασφαλισμένο, αφού τον δικηγόρο ή τον λογιστή οφείλεις να τους πληρώσεις. Είναι, δηλαδή, όπως με την Παιδεία ή την Υγεία: πληρώνεις τον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό μέσω των φόρων σου, αλλά ταυτοχρόνως πληρώνεις και τον ιδιωτικό τομέα, που έρχεται να καλύψει τις ελλείψεις του κράτους, είτε πρόκειται για την εκμάθηση ξένων γλωσσών είτε για θέματα υγείας.
Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, σημασία έχει να γίνει η δουλειά. Αν η εμπλοκή δικηγόρων και λογιστών θα διευκολύνει τη διαδικασία, μακάρι κι ας κοστίζει. Αν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί εκεί όπου αποτυγχάνει ο Δημόσιος, χαλάλι – υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η φορολογία θα μειώνεται αντιστοίχως. Ο ρόλος του στην περίπτωση αυτή είναι βοηθητικός και όχι παρασιτικός, όπως τον συκοφαντεί η Αριστερά.
ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ
Επανέρχομαι στο χθεσινό θέμα, για την επιγραφή της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, διότι νεότερες πληροφορίες μου περιέρχονται, που επιβεβαιώνουν ότι η μορφή της επιγραφής (το όνομα του δωρητή πάνω από εκείνο της πινακοθήκης) είναι πράγματι έργο ΣΥΡΙΖΑ. Η σύμβαση της δωρεάς έγινε το 2017, μεταξύ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και της Εθνικής Πινακοθήκης, η δε μελέτη σήμανσης (δηλαδή, που μπαίνουν οι επιγραφές, τι λένε, ποια μορφή έχουν κ.λπ.) έγινε το 2018. Επομένως, οι υπουργοί Πολιτισμού της περιόδου εκείνης οπωσδήποτε είχαν γνώση του θέματος ή, εν πάση περιπτώσει, όφειλαν να έχουν.
Δεν πειράζει καθόλου, όμως – μη σας πω κιόλας ότι είναι καλύτερα έτσι. Η επιγραφή όπως είναι σήμερα, με το όνομα του δωρητή να δεσπόζει στην κορυφή και της πινακοθήκης σεμνά και ταπεινά από κάτω, είναι το τέλειο μνημείο της ανθρώπινης δουλοπρέπειας έναντι του πλούτου και της δύναμής του. Ιδίως δε όταν προέρχεται από μια αριστερή κυβέρνηση, που απεχθανόταν μεν τον καπιταλισμό, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιδείξει τον σεβασμό της στους καπιταλιστές. Υπό το πρίσμα αυτό, το λες και έργο τέχνης – γιατί όχι;
ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ
Ο βουλευτής Κ. Μπογδάνος είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ένας Βαρουφάκης της ΝΔ – σε έκδοση, βέβαια, πολύ πιο οικονομική και μετρημένη, χωρίς έξτρα, δερμάτινα καθίσματα κ.λπ. Τον καιρό αυτό νοσεί με κορωνοϊό. Βιώνει, δηλαδή, το σκληρό τίμημα της αγάπης του κόσμου, διότι όπως εξήγησε του τον μετέδωσε θαυμαστής του: «Ηρθε ένας άνθρωπος πάνω μου επιθετικά να με αγκαλιάσει, να με ασπαστεί. Είναι η αγάπη του κόσμου». Τον Μπογδάνο, σημειωτέον, ποτέ δεν τον φιλείς. Απλώς τον ασπάζεσαι μετά του δέοντος σεβασμού. Ατυχώς για τον βουλευτή, ο θαυμαστής του ούτε τον δέοντα σεβασμό επέδειξε ούτε «είχε πάρει πολύ στα σοβαρά το θέμα με τον κορωνοϊό», όπως είπε ο ίδιος ο βουλευτής. Τι πιο φυσικό, όμως, αφού επρόκειτο για λάτρη του Μπογδάνου;