Τον τελευταίο καιρό διεξάγεται ευρύς δημόσιος διάλογος για τον θεσμό της συνεπιμέλειας των τέκνων μετά τον χωρισμό των γονέων τους (κυρίως λόγω διαζυγίου, λύσης συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης). Αφορμή η πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης να μεταβάλει το ισχύον δίκαιο και να αναβαθμίσει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό των γονέων από απλή δυνατότητα του δικαστηρίου σε κανόνα προεπιλογής (default rule), που θα ισχύει αυτομάτως και θα έχει καταρχήν το προβάδισμα έναντι οιασδήποτε άλλης σχετικής διευθέτησης. Στον δημόσιο διάλογο καθιερώθηκε εν προκειμένω ο όρος συνεπιμέλεια, που σημαίνει, κατά βάσιν, συναπόφαση των γονέων για όλα τα ζητήματα που αφορούν την ανατροφή του τέκνου. Στο πλαίσιο αυτό έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Ενώ αρχικά δημιουργήθηκε η εντύπωση κάποιας μάχης μεταξύ των φύλων, στην πορεία φαίνεται ότι η συζήτηση επικεντρώθηκε, με νηφαλιότητα, στα ουσιαστικά εκατέρωθεν επιχειρήματα. Από την πλευρά μου θα ήθελα να εστιάσω στα ακόλουθα δύο σημεία:
Α. Η γνώμη των ειδικών μετράει: Στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου, αλλά και της τεχνικής νομικής διαβούλευσης επί των διαφόρων σχεδίων του υπουργείου Δικαιοσύνης τέθηκαν εκθέσεις και πορίσματα εκπροσώπων κυρίως της επιστήμης της ψυχολογίας. Και ορθώς έγινε αυτό. Στην προσπάθεια ενός εγγύτερου προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου – μιας αόριστης νομικής έννοιας κομβικής σημασίας για το ζήτημα της συνεπιμέλειας – οι απόψεις επιστημονικών φορέων, όπως προεχόντως της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ), έχουν μεγάλη σημασία. Προφανώς και δεν θα προσδιορίσουν αυτές το κατ’ ιδίαν περιεχόμενο της νομικής ρύθμισης, αλλά μπορούν να υποδείξουν τη γενική κατεύθυνση προς την οποία θα ήταν καλό να κινηθεί ο νομοθέτης. Οι νομικοί και τα δικαστήρια δεν τα ξέρουμε όλα και πρέπει πάντοτε να τείνουμε ευήκοον ους στις γνώμες των ειδικών, ιδίως όταν επιχειρούμε να ρυθμίσουμε τόσο ευαίσθητα ζητήματα, όπως αυτά της συνεπιμέλειας ή της επικοινωνίας των γονέων με το τέκνο τους.
Εν προκειμένω, σειρά σοβαρών επιστημονικών ερευνών (βλ. ενδεικτ. το από 10.07.20 κείμενο της ΕΛΨΕ, https://elpse.com/wp-content/uploads/2020/07/ELPSE-KEIMENO-GIA-TH-SYNEPIMELEIA.pdf) υπογραμμίζουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της συνεπιμέλειας, όχι μόνον στην ανάπτυξη του τέκνου αλλά και στις σχέσεις των γονέων μεταξύ τους. Η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης του τέκνου και με τους δύο γονείς θεωρείται βασικό στοιχείο για τη συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας και την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Για την επιτυχία της συνεπιμέλειας, βεβαίως, θα απαιτείται κατά κανόνα κάποιο minimum συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ των γονέων.
Β. Μήπως να περιμένουμε καλύτερα μια αλλαγή στάσης από τα δικαστήρια; Οσοι αντιτίθενται στην αναβάθμιση της συνεπιμέλειας σε νομοθετικό κανόνα προεπιλογής θεωρούν ότι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να ρυθμιστεί εκ του νόμου και in abstracto. Δεν παραγνωρίζουν μεν ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι άδικη η μέχρι σήμερα στάση των δικαστηρίων, που σε ποσοστά άνω του 90% αναθέτουν την επιμέλεια των τέκνων αποκλειστικά στις μητέρες. Επισημαίνουν, όμως, ότι συνεπιμέλεια μπορεί να αποφασιστεί από τα δικαστήρια και υπό το ισχύον δίκαιο, εφόσον οι ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας διευθέτησης. Ετσι, οι επικριτές της προτεινόμενης νομοθετικής επέμβασης υποστηρίζουν ότι η όποια ατυχής στάση των δικαστηρίων δεν αντιμετωπίζεται νομοθετικά, αλλά με μεταστροφή της νομολογίας: συνιστούν, κατ’ ουσίαν, να περιμένουμε από τα δικαστήρια να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις.
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Πρωτίστως γιατί μου φαίνεται ότι υποτιμά την παιδαγωγική-κατευθυντήρια λειτουργία της σχεδιαζόμενης νομοθετικής επέμβασης. Η επέμβαση αυτή μπορεί να επιφέρει αλλαγή παραδείγματος, μεταβάλλοντας την κουλτούρα των γονέων, αλλά και των δικαστών. Ακόμη και αν υποθέσει κανείς ότι στην πράξη οι αδικίες είναι περιορισμένες (πλήττοντας τους πατέρες που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους, και όχι ασφαλώς τους αδιάφορους ή τους κακοποιητές), δεν μπορεί να τις παραβλέψει και να τις αφήσει να συνεχίζονται, με την ελπίδα απλώς ότι τα δικαστήρια θα δουν ενδεχομένως τα πράγματα διαφορετικά στο μέλλον. Σε αρκετές περιπτώσεις τα πράγματα δεν αλλάζουν μόνα τους. Χρειάζεται η πειθώ του νομοθέτη. Η σχεδιαζόμενη δε εδώ νομοθετική μεταβολή δεν συνιστά κάποια άνωθεν αναγκαστική επιβολή, αλλά μια παρέμβαση ήπιου-ενδοτικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στο να παρωθήσει τους γονείς προς μία κατεύθυνση που υπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του τέκνου – πρόκειται, ουσιαστικά, για μια μορφή nudging, κατά την αμερικανική ορολογία. Αν οι γονείς δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τη νομοθετική προεπιλογή της συνεπιμέλειας, είναι ελεύθεροι είτε να διαμορφώσουν οι ίδιοι διαφορετικά το σχετικό καθεστώς είτε, εφόσον διαφωνούν μεταξύ τους, να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, όπου και θα ληφθούν υπόψη όλες οι ειδικές περιστάσεις.
Τα ίδια με παραπάνω ισχύουν, λίγο-πολύ, και για το εισαγόμενο (μαχητό) τεκμήριο του 1/3 αναφορικά με τον χρόνο επικοινωνίας που δικαιούται ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο. Και το τεκμήριο αυτό συνάδει με πορίσματα σύγχρονων μελετών, που προσδιορίζουν τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο επικοινωνίας του μη έχοντος την επιμέλεια γονέα με το παιδί στο 35% του χρόνου του – και πάλι για το καλό του τελευταίου. Υπενθυμίζεται δε εδώ ότι ένα κάπως παρόμοιο (μαχητό) τεκμήριο 1/3 έχει θεσπιστεί ήδη από το 1983 για την αξίωση «συμμετοχής στα αποκτήματα» μετά τη λύση του γάμου (άρ. 1400 Αστικού Κώδικα). Το τεκμήριο αυτό ήταν επίσης σύμφωνο με σχετικές έρευνες, εισήχθη δε κυρίως προκειμένου να προστατευτεί αποτελεσματικά η συμβολή του οικονομικά ασθενέστερου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου κατά την έγγαμη συμβίωση. Το τεκμήριο αυτό αναγνωρίζεται πλέον ως μία επιτυχημένη και δίκαιη νομοθετική ρύθμιση.
Γενικότερα, η παιδαγωγική-κατευθυντήρια λειτουργία που μπορεί να επιτελέσουν τέτοιοι κανόνες προεπιλογής δεν είναι διόλου αμελητέα. Εισάγουν ένα νομοθετικό πρότυπο που αποτελεί ισχυρό σημείο αναφοράς-αφετηρίας για τα εμπλεκόμενα μέρη ή τα δικαστήρια, από το οποίο ωστόσο εκείνα μπορούν να αποστούν.
Εν κατακλείδι, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για τη συνεπιμέλεια κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως μετά την απάλειψη κάποιων αμφιλεγόμενων όρων που υπήρχαν σε προηγούμενα σχέδια (βλ. λ.χ. «γονεϊκή αποξένωση»). Περιθώρια για επιμέρους βελτιώσεις σαφώς και υπάρχουν. Το σημαντικό είναι ότι, σε γενικές γραμμές, οι σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις ακολουθούν τα πορίσματα σύγχρονων επιστημονικών ερευνών καθώς και σύγχρονα διεθνή πρότυπα, έχοντας ως πρωταρχικό γνώμονα την προστασία του συμφέροντος του παιδιού. Με την ηνιοχητική τους λειτουργία μπορεί σταδιακά να συμφιλιώσουν τους Κράμερ, πρωτίστως για το καλό των παιδιών.