Οι σπουδές και οι έρευνές της στην ιστορία περιλαμβάνουν τον μακρύ 19ο αιώνα. Η περίοδος δεν ταυτίζεται ημερολογιακά με τον 19ο αιώνα, αλλά ξεκινά με τη Γαλλική Επανάσταση και τελειώνει γύρω στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από την οθόνη του υπολογιστή της, καθισμένη στο γραφείο της Πρυτανείας του Παντείου Πανεπιστημίου, η καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας εξηγεί πως μέσα από τα βιβλία της αυτό που προσπαθεί να δείξει είναι ότι η ελληνική ιστορία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν μείνει απομονωμένη. «Πρέπει οπωσδήποτε να τη δεις μέσα στο ευρωπαϊκό και στο παγκόσμιο πλαίσιο. Η ιστορία είναι μια πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών που συμβαίνει παράλληλα.
Γι’ αυτό και με ενδιαφέρει επίσης πώς διδάσκεται η σχολική κυρίως ιστορία ταυτόχρονα σε πολλές χώρες. Γιατί δεν μπορείς να ασχοληθείς ούτε με την ελληνική ιστορία χωρίς την ιστορία και των άλλων βαλκανικών χωρών. Το ότι υπάρχει ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ομογενοποιημένη η ιστορία για να ταιριάζει σε όλα. Μπορείς να διαλέξεις την οπτική σου γωνία, να είναι η οπτική της παγκόσμιας ιστορίας, της περιφερειακής ιστορίας, π.χ. της Μεσογείου. Η προσέγγιση της μεγάλης διάρκειας, των μεγάλων γεωγραφικών περιφερειών, μας είναι χρήσιμη γιατί νομίζω πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις ιστορικές εξελίξεις αν μείνουμε στις μικρές λεπτομέρειες ή σε μία πενταετία. Είναι σημαντικό να έχουμε τη μεγάλη εικόνα είτε στον χώρο είτε στο χρονικό ανάπτυγμα. Γι’ αυτό σε όλα μου τα βιβλία βλέπω την ιστορία σε βάθος εκατό χρόνων και πάνω».
Παρά τη μακρόχρονη κρίση, οι έλληνες ιστορικοί συνέχισαν την έρευνά τους;
Η κρίση μπορεί να γίνει και εμπόδιο και ευκαιρία. Ειδικά για επιστήμες όπως η δική μας που διαμορφώνουν τα ερωτήματά τους με βάση την παρούσα εμπειρία, μια εμπειρία κρίσης μπορεί να λειτουργήσει ως ερέθισμα για να αναπτύξεις πρωτότυπες ιδέες και έρευνες. Επιπλέον, η ιστορία δεν χρειάζεται ακριβό και απαιτητικό τεχνολογικά εξοπλισμό και οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάνει μοναχικές έρευνες, με τις επιστημονικές μονογραφίες περισσότερο ως προσωπική επιθυμία, παρά για να ανταποκριθούμε σε επιταγές ερευνητικών προγραμμάτων. Νομίζω λοιπόν ότι δεν ήταν μόνο αρνητική η συγκυρία της κρίσης. Ηταν και θετική, καθώς υπήρξαν νέα αντικείμενα και ερωτήματα. Για παράδειγμα, η ιστορία της πανδημίας, η ιστορία των οικονομικών κρίσεων, τα νέα ερευνητικά προγράμματα με αφορμή την επετειακή συγκυρία των 200 χρόνων από το 1821. Είμαι αισιόδοξη παρόλο που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες πιέζονται από μια επιχειρηματολογία που λέει ότι θα πρέπει η επιστήμη που καλλιεργείται στο πανεπιστήμιο να συνδέεται οπωσδήποτε με την αγορά εργασίας.
Ωστόσο, η αναζήτηση της ιστορικής γνώσης έχει μεγαλώσει ανάμεσα στο ευρύτερο κοινό και το εντοπίζουμε στις πωλήσεις των βιβλίων, αλλά και στις τηλεοπτικές συζητήσεις πολιτικού κυρίως χαρακτήρα, όπου προκύπτουν παρεξηγήσεις έως και πολιτισμικές διαμάχες.
Θα πρέπει να διαχωρίσουμε τη χρήση της ιστορικής γνώσης στον δημόσιο λόγο, η οποία συχνά εργαλειοποιείται. Δηλαδή οι ιστορικές αναφορές χρησιμοποιούνται καθαρά εργαλειακά και βασίζονται στη διαστρέβλωση. Δεν είναι ορθά τα ιστορικά παραδείγματα των οποίων γίνεται η επίκληση στον δημόσιο λόγο, κυρίως από τους πολιτικούς ή τους δημοσιογράφους. Η επίκληση αυτή εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς για το παρόν, όπως η διαμόρφωση γνώμης. Η άλλη όψη είναι πράγματι το ενδιαφέρον των ανθρώπων να ανακαλύψουν την ιστορία τους, την ιστορία της οικογένειάς τους, του τόπου τους, των προγόνων τους, αλλά σε μικροεπίπεδο. Αυτό είναι μια παράδοση παλιά, ήδη από τον 19ο αιώνα, με τους τοπικούς λόγιους, τους ιστοριοδίφες οι οποίοι συνδυάζουν την ιστορική με τη λαογραφική έρευνα και γράφουν την ιστορία του τόπου τους. Το ζήτημα είναι πως ικανοποιείται η επιθυμία των ανθρώπων για ιστορική γνώση. Στη σημερινή συγκυρία παίζει αυτόν τον ρόλο, αρκετά αμφιλεγόμενο, κατά τη γνώμη μου, το Διαδίκτυο. Εδώ μπορεί ο καθένας να πέσει σε έναν ωκεανό πληροφοριών χωρίς φίλτρο. Αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο.
Πώς συγκροτήσατε στο βιβλίο σας «Φουστανέλες και χλαμύδες» το εύρημά σας για την εθνική ταυτότητα μέσα από αναπαραστάσεις και εικόνες συγκεκριμένων ενδυματολογικών συμβόλων;
Προέρχονται από προσωπικές εμπειρίες που πάνε πίσω στο δημοτικό σχολείο, από τα βιώματα των εθνικών εορτών, τις παρελάσεις. Προσωπικά είχα παίξει στη θεατρική παράσταση του σχολείου τη Μικρή Σουλιώτισσα, είχα λάβει μέρος σε παρελάσεις, είχα παρακολουθήσει επετειακούς λόγους κ.λπ. Είναι ένα οικείο σύμπαν, από το οποίο μας είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθούμε και να το δούμε ερευνητικά. Αυτό μου ερέθισε το ενδιαφέρον και αυτό λέω και στους φοιτητές μου: να αναρωτιόμαστε για το αυτονόητο. Αυτό που εκλαμβάνουμε ως δεδομένο είναι αυτό από το οποίο πρέπει να ξεκινάμε για να αναστοχαζόμαστε είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Από πολύ παλιά με ενδιέφεραν ζητήματα εθνικής ταυτότητας, ιστορικής γνώσης, συλλογικής μνήμης. Είχα πάντα την απορία πώς αντέχουν αυτοί οι μύθοι στην ιστορική έρευνα, η οποία είναι προσβάσιμη σε αρχεία, βιβλία, άρθρα που παρουσιάζουν τα ιστορικά δεδομένα. Παρ’ όλα ταύτα, αυτά που ζήσαμε στην παιδική μας ηλικία είναι πολύ ισχυρά. Είναι σαν το μη ορθολογικό να αντιστέκεται στο ορθολογικό. Αυτή η ανορθολογική πλευρά της ιστορικής γνώσης που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην εικόνα και όχι στο κείμενο ήταν η αφετηρία για να δω αυτό το θέμα. Προσπαθώ να δω με τι αποσκευές έρχονται τα παιδιά από τη σχολική εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο κι επειδή ξέρω και το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων βλέπω μια απόσταση. Διαπιστώνω ότι διαμορφώνουν μια ιστορική συνείδηση που δεν εξαρτάται από τη γνώση που έλαβαν μέσα από το σχολικό βιβλίο και τις παραδόσεις, αλλά από ένα άλλο σύμπαν. Το οποίο διαμορφώνεται από τελετές, εικόνες και αναπαραστάσεις. Είναι τα πορτρέτα των ηρώων που έχουμε στη σχολική αίθουσα, οι ταινίες όπως ο «Παπαφλέσσας» που κάθε χρόνο προβάλλεται σταθερά στην ελληνική τηλεόραση. Δεν έχουν λοιπόν όλοι τα εργαλεία για να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι σε αυτές τις εικόνες. Υπάρχει μια πίστη που δεν διασαλεύεται, δεν υπονομεύεται από την επιστημονική και ακαδημαϊκή γνώση που θα λάβουν.
Υπάρχει δηλαδή ένα ιερό όριο το οποίο η επιστήμη της ιστορίας δεν υπερβαίνει για να τους μεταφέρει ως νέα πληροφορία και γνώση;
Στην ιστορία υπάρχει μια προσκόλληση που ό,τι και να κάνει η επιστήμη η πεποίθηση δεν αλλάζει. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει λόγω της σύνδεσης της ιστορίας με την ταυτότητα. Η εκκίνησή μου ήταν οι εικόνες, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του Αμπι Βάρμπουργκ. Οταν μιλάμε για εικόνες της εποχής την οποία μελετώ, οι περισσότερες είναι εικόνες από την ιστορία της τέχνης. Κυρίως είναι ελαιογραφίες, λιθογραφίες, έργα δημόσιας γλυπτικής, τα οποία λειτουργούν ως πολιτισμικά αντικείμενα και συνθέτουν μια ευρωπαϊκή πολιτισμική ιστορία. Εν προκειμένω και της Ελλάδας. Στο μέτρο που μπορούσα να τα εντοπίσω για το διάστημα 1821-1930, γιατί η Ελλάδα δεν έχει τα οργανωμένα αρχεία που έχουν άλλες χώρες. Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Ενώ υπάρχει μεγάλη ρητορεία για το πόσο σημαντική και μεγάλη είναι η ιστορία μας, στην πράξη είμαστε απόλυτα αδιάφοροι για τη συντήρηση της μνήμης. Για να μην πω ότι έχουμε συμβάλει πολύ συνειδητά στην καταστροφή όλων των καταλοίπων της ιστορίας, από τα μνημεία έως τα αρχεία. Πολύτιμα αρχεία σαπίζουν σε υπόγεια και εμείς οι ιστορικοί έχει χρειαστεί να κάνουμε τον τυμβωρύχο για να τα ανασύρουμε.
Πέσατε σε κάποιο πολύτιμο αρχείο;
Η βασική αρχειακή συλλογή είναι από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το καινούργιο είναι ο τρόπος προσέγγισης μιας ήδη γνωστής συλλογής. Με άλλο ερώτημα. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στο αρχείο της περιόδου του Οθωνα, όπου ανακάλυψα πληροφορίες τις οποίες ο προηγούμενος ερευνητής δεν είχε εντοπίσει. Η Νέα Ιστορία, όπως λέμε, έδωσε αξία στα ασήμαντα αρχεία. Οχι μόνο στη φωνή των μεγάλων προσωπικοτήτων. Υπάρχει πλούτος και από τους αφανείς.
Πώς περνά η εθνική ταυτότητα μέσα από τη φουστανέλα;
Σε μια κοινωνική ιστορία του ενδύματος βλέπει κάποιος ότι ο τρόπος που ένα μέλος της κοινωνίας ντύνεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, αμέσως δηλώνει την κοινωνική του τάξη. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970 ήταν αδιανόητο να παρευρεθείς σε επίσημο δείπνο με τζην παντελόνι και τισέρτ. Σήμερα όμως δεν θα παρεξηγηθεί ένας πολύ πλούσιος αν εμφανιστεί με αυτό το ένδυμα και αθλητικά παπούτσια ακόμη και στην όπερα. Αυτό δείχνει μια εξέλιξη στον τρόπο που το ένδυμα δηλώνει κοινωνική ταυτότητα. Στον 19ο αιώνα αυτό που μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι η αριστοκρατία προβάλλει την ταυτότητά της μέσα από το περιττό. Δηλαδή, το μπαστούνι δεν το κρατούν οι ανάπηροι, αλλά θεωρείται αριστοκρατικό αξεσουάρ. Με ενδιέφερε λοιπόν κατά πόσο το ένδυμα δηλώνει ιστορική ταυτότητα. Ενα τέτοιο ένδυμα ήταν η φουστανέλα και ήθελα να δω πώς εξελίχθηκε. Ξεκινά από καθημερινό ένδυμα μιας μερίδας του ελληνικού πληθυσμού και μουσειοποιείται. Δηλαδή, παύει να λειτουργεί ως χρηστικό ένδυμα και γίνεται το ένδυμα των τελετών και των καρτ ποστάλ για τουρίστες. Αυτή η μετάβαση του ενδύματος για μένα είναι αποκαλυπτική αυτής της πορείας των αναπαραστάσεων σχετικά με την εθνική ταυτότητα. Παράλληλα βλέπει κανείς ότι το ένδυμα της Αμαλίας – για το οποίο νομίζουμε ότι ήταν παραδοσιακή φορεσιά – ήταν ένα υβρίδιο φορεσιάς της Αττικής και της γαλλικής μόδας. Το οποίο είχε απήχηση στις νεαρές που το φορούσαν στους γάμους, όμως δεν άντεξε επειδή η γυναικεία μόδα είναι ευαίσθητη στις αλλαγές.
Τα γυναικεία ενδύματα απουσιάζουν από τον μηχανισμό συγκρότησης εθνικής μνήμης;
Μιλάμε για ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν. Η φουστανέλα συνδέθηκε με την εθνική ταυτότητα γιατί ήταν ανδρικό ένδυμα. Κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ένα γυναικείο ένδυμα. Κι έτσι όταν έγινε η μόδα από το Λύκειο των Ελληνίδων και από τις ελληνίδες αστές έχουμε δύο εκδοχές. Η μία είναι η αρχαιοελληνική χλαμύδα, ο χιτώνας, που έρχεται ως γυναικεία μόδα και από το εξωτερικό με την Ισιδώρα Ντάνκαν. Ομως δεν φορούν αυτό το αρχαιοπρεπές ένδυμα οι Ελληνίδες ως σύγχρονη αστική μόδα της εποχής τους, γιατί εδώ υπάρχουν τα ταμπού της θρησκείας. Οι παραδοσιακές φορεσιές είναι επίσης μια διεθνής μόδα εκείνης της εποχής και όλα αυτά έρχονται στην Ελλάδα μέσω πολιτισμικών μεταφορών από τη Δυτική Ευρώπη. Η ιστορία του ενδύματος είναι πολύ συναρπαστική και μας αποκαλύπτει πράγματα που ίσως δεν έχουμε σκεφτεί.