Συνήθως δεν μας ενδιαφέρει ποιος εφηύρε αυτό που μας διευκολύνει τη ζωή. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να κάνουμε τη δουλειά μας όσο το δυνατόν καλύτερα, πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Υπάρχουν όμως πάντα κάποιες περιπτώσεις που οφείλουμε να αποτίνουμε φόρο τιμής σε κάποιους εφευρέτες. Ιδιαιτέρως σε αυτούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν χρωματίσει τη ζωή μας.
Στις πρώτες ημέρες του Μάρτη μάς αποχαιρέτησε ο ολλανδός μηχανικός Λου Οτενς, στα 94 του χρόνια. Αυτός και αν έντυσε τη ζωή μας. Με μουσική και τραγούδια. Ο εφευρέτης αυτός δημιούργησε το 1960, για λογαριασμό της εταιρείας Philips, μαζί με την ομάδα του αυτό που σήμερα ξέρουμε ως κασέτα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, η κασέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε έκθεση ηλεκτρονικών ειδών στο Βερολίνο με το σλόγκαν «Μικρότερη από ένα πακέτο τσιγάρα!». Ο Οτενς σχεδίασε την κασέτα ειδικά ώστε να μπορεί να χωράει στην τσέπη του σακακιού.
Η παγκόσμια επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Εκτιμάται ότι περίπου 100 δισεκατομμύρια κασέτες έχουν πουληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από το 1960 που πρωτοκυκλοφόρησαν στην αγορά. Ο ίδιος έκλεισε συμφωνία με τη Philips και τη Sony πατεντάροντας την εφεύρεσή του, καθώς πολλές ιαπωνικές εταιρείες είχαν αρχίσει ήδη να την αντιγράφουν. Την 50ή επέτειο της εφεύρεσής του ο Οτενς δήλωσε στο περιοδικό «Time» ότι η κασέτα ήταν «θρίαμβος» από την πρώτη μέρα. Για το μόνο που μετάνιωσε ήταν το γεγονός ότι η Sony είχε προλάβει τη Philips δημιουργώντας πρώτη το θρυλικό walkman. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ίδιος συμμετείχε και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας πίσω από τα CD που έφεραν και πάλι επανάσταση στη μουσική βιομηχανία.
Η κασέτα λοιπόν, που μπορεί για τους νεότερους να μη λέει και πολλά πράγματα, αν και τα τελευταία χρόνια καλλιτέχνες όπως οι Lady Gaga, Killers επιλέγουν να κυκλοφορήσουν νέες τους δουλειές σε αυτό το format, για όσους μεγάλωσαν στις δεκαετίες ’70 και κυρίως ’80 σημαίνει πολλά πράγματα. Είναι το προϊόν που για χάρη του έχουν διαδραματιστεί χιλιάδες ιστορίες στα δισκοπωλεία, έφερε σε επαφή το κοινό με τη μουσική και εν ολίγοις ήταν αυτή που δημιούργησε το πρώτο αντάρτικο απέναντι στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες.
«Μου φτιάχνεις μια κασέτα με τα καλύτερα των Deep Purple;» θα μπορούσε να ήταν μια κλασική ερώτηση προς ιδιοκτήτη δισκοπωλείου, στη δεκαετία του ’80, ο οποίος φυσικά όχι μόνο δεν έλεγε «όχι», αλλά αν περίσσευε χρόνος στην κασέτα έβαζε και κάποιες δικές του επιλογές. 100-150 δραχμές και όλα καλά. Παίρναμε την κασέτα στα χέρια μας, τη βάζαμε συνήθως σε ένα κασετόφωνο της κακιάς ώρας και ακούγαμε. Τι ακούγαμε τώρα – όσον αφορά την ποιότητα ήχου -, ήταν μια άλλη υπόθεση που την αντιληφθήκαμε όταν μετά χιλίων κόπων και βασάνων αποκτήσαμε το πρώτο στερεοφωνικό με κασετόφωνο φυσικά. Επειδή, τότε, η μαγεία της κασέτας δεν είχε σχέση μόνο με την αγορά, αλλά και με την εγγραφή από τον ίδιο τον ρέκτη της μουσικής.
Από το ραδιόφωνο
Ακούγαμε στο ραδιόφωνο, είτε το «κρατικό» είτε τους «πειρατές», και ηχογραφούσαμε. Οχι τα λόγια τους, αλλά τα τραγούδια. Ενώ το άγχος μάς έλουζε. Μήπως μιλήσει ο παραγωγός στη μέση του τραγουδιού και πάει ο κόπος χαμένος. Με το δάχτυλο πάνω στο πλήκτρο «παύση» του κασετοφώνου, μόλις αντιλαμβανόμαστε την αναπνοή του παραγωγού στο μικρόφωνο, το πατούσαμε. Ακαριαία. Και έπρεπε με έναν τρόπο το επόμενο τραγούδι να μπαίνει όχι απότομα, αλλά με μια ανάσα. Πολλή δουλειά. Εξίσου «κουραστικό» ήταν και το γράψιμο κασετών – αυτή ήταν η έκφραση – από δίσκους βινυλίου. Κατά την εγγραφή δεν έπρεπε να μείνει κενό ήχου. Το ένα κομμάτι έσβηνε και το άλλο έμπαινε με τη λογική του fade out / fade in. Ενα άλμπουμ βινυλίου θα μπορούσε να γίνει και τριάντα κασέτες. Ανάλογα. Πόσο μεγάλη ή μικρή ήταν η παρέα.
Πόσες κασέτες δεν γράφτηκαν για τις αγαπημένες μας, με «μπλουζ», όπως λέγαμε τότε τα slow και τις μπαλάντες; Ή πόσο όμορφα αισθανόμασταν όταν έρχονταν – κυρίως – οι συμμαθήτριες και μας ζητούσαν να τους γράψουμε μια κασέτα με «καλά τραγούδια»; Ή πόσο μαγκιά ήταν αυτός που αναλάμβανε να φέρει στα πάρτι τις non stop κασέτες για ατελείωτο χορό ή για μπλουζ; Εικόνες και στιγμές μιας εποχής τελείως πρωτόγονης τουλάχιστον στην Ελλάδα όσον αφορά τη μουσική. Ή μάλλον όσον αφορά τη διάδοσή της…
Ραδιοκασετόφωνα δεν υπήρχαν όμως μόνο στα σπίτια. Τα οποία ήταν είτε φορητά είτε σταθερά. Υπήρχαν και στα αυτοκίνητα των μπαμπάδων, θείων και όποιων άλλων. Από τις τεράστιες κασέτες των 8 tracks, που η μισή ή τέλος πάντων το 1/3 έμενε έξω από το μηχάνημα, φθάσαμε στο format των μικρών κασετών. Και όταν αρχίσαμε να οδηγούμε το αυτοκίνητο του πατέρα μας, είχαμε μαζί μας τις δικές μας κασέτες. Για να φτιάξουμε ατμόσφαιρα, για να συνοδεύσουμε τα καλοκαιρινά πάρτι στη θάλασσα, με τις πόρτες ανοιχτές και τα «Carrie» (Europe) ή «Do you really want to hurt me» (Culture Club) να παίζουν στη διαπασών…
Ενα στυλό να τη γυρίσουμε
Και από την άλλη οι ατέρμονες συζητήσεις για το ποια μάρκα κασέτας ήταν η καλύτερη, μετάλλου ή χρωμίου, πόσο κάνουν, σε ποια στοά της Αθήνας τις έβρισκες φθηνότερα, εγγραφή μόνο σε 60άρα ή και σε 90άρα ή 120άρα (πρόκειται για τον χρόνο ηχογράφησης που είχε η καθεμία). Και όταν κοβόταν ή στράβωνε ή μπερδευόταν η ταινία ή τη μάσαγε; Ενα στιλό, ρε παιδιά, ή ένα μολύβι να τη γυρίσουμε και τον σταυρό μας για τα υπόλοιπα. Στην καλύτερη, να μην ακουγόταν καλά για ένα δευτερόλεπτο…
Οπως πολύ σωστά έχει σημειώσει ο Κιθ Ρίτσαρντς των Rolling Stones στην αυτοβιογραφία του, «το ότι μπορούσαμε να πάρουμε την κασέτα μαζί μας όπου κι αν πηγαίναμε ήταν κάτι το θεϊκό. Και όχι μόνο για τους ακροατές αλλά και για τους καλλιτέχνες. Χωρίς το κασετόφωνο, ο κόσμος πιθανότατα να μην είχε ακούσει ποτέ το “(Ι can’t get no) Satisfaction”. Το έγραψα στον ύπνο μου. Το πρωί που ξύπνησα, χωρίς να θυμάμαι τίποτε από το προηγούμενο βράδυ, είδα ότι κάτι είχε ηχογραφηθεί. Πάτησα το play, άκουσα το κομμάτι και μετά 40 λεπτά ροχαλητό!».