Του Roderick Beaton
Τον Μάρτιο του 1824, η Επανάσταση αρχίζει να δοκιμάζεται με τρόπο πρωτοφανή. Η σύγκρουση ανάμεσα στην επίσημη κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας (με έδρα το Κρανίδι Αργολίδας) και την αυτόκλητη κυβέρνηση που έστησαν οι οπλαρχηγοί στην Τριπολιτσά (σήμερα Τρίπολη) φτάνει στο αποκορύφωμα. Κυβερνητικά στρατεύματα πλησιάζουν την Τριπολιτσά, γίνονται οι πρώτες μάχες. Στο Μεσολόγγι, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εκπροσωπώντας τη νόμιμη κυβέρνηση και συνοδευόμενος από τον άγγλο ευπατρίδη και διάσημο ποιητή λόρδο Βύρωνα, προσπαθεί με χίλια δύο να αποφύγει παρόμοια σύγκρουση στη Δυτική Στερεά.
Η συμπεριφορά του αθυρόστομου και ατίθασου κλεφταρματολού Γεώργιου Καραϊσκάκη δίνει στον Μαυροκορδάτο την ευκαιρία που χρειαζόταν να αφοπλίσει όλα τα πιθανά αντικυβερνητικά στοιχεία της περιοχής: να το πετύχει όχι με τη βία αλλά διά του νόμου. Στις 20 Μαρτίου, για λόγους εντελώς προσωπικούς (κάποιος δικός του είχε φάει ξύλο από άγνωστους Μεσολογγίτες την προηγούμενη μέρα), ο Καραϊσκάκης εξαπολύει 250 αντάρτες στην πόλη· αρπάζουν ομήρους, τρομοκρατούν τους πάντες και για ένα διάστημα άλλοι δικοί του καταλαμβάνουν το οχυρωμένο νησί κοντά στην είσοδο της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι. Πανικός παντού. Ακόμα και ο Βύρωνας διαπιστώνει ότι οι Σουλιώτες του δικού του Τάγματος αρνούνται να ανάψουν πυρ εναντίον των συγγενών τους που υποστηρίζουν την ανταρσία.
Ο πανέξυπνος Μαυροκορδάτος, με πολλές δυσκολίες, ύστερα από πέντε ημέρες, καταφέρνει να επαναφέρει την έννομη τάξη. Αλλοι κλεφταρματολοί, που για διάφορους λόγους δυσανασχετούν με τις αυθαιρεσίες του Καραϊσκάκη, μεσολαβούν προς όφελος του Μαυροκορδάτου και των τοπικών Αρχών. Υποχωρούν οι στασιαστές· τέρμα η «ανταρσία».
Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης θα περάσει από δικαστήριο, στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό (τότε γνωστό με το παραδοσιακό όνομα Ανατολικό). Προεδρεύει ο μητροπολίτης Αρτης Πορφύριος· ένορκοι και δικαστές είναι οι καπετάνιοι της περιοχής, οι οποίοι δεν έχουν ιδέα για το είδος της δικαιοσύνης που με σκοπιμότητα εισάγει ο Μαυροκορδάτος από τα δικαστήρια της Ευρώπης. Η δίκη, προφανώς, είναι στημένη. Στο τέλος, η ετυμηγορία χαρακτηρίζει τον Καραϊσκάκη ως «επίβουλον της Πατρίδος και προδότην» – επειδή βρέθηκαν τεκμήρια ότι είχε διαπραγματευθεί με τον τουρκαλβανό πασά των Ιωαννίνων, τον Ομέρ Βρυώνη, με σκοπό να γυρίσει στο παλιό του αξίωμα στα Αγραφα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης δεν είχε φερθεί «πατριωτικά» – αλλά τέτοιες πράξεις συμφιλίωσης με τον εχθρό ήταν καθημερινές στις συνθήκες της Ρούμελης εκείνη την εποχή. Αφού δεν κατάφερε ο Καραϊσκάκης να γυρίσει στα Αγραφα υπό την προστασία των Ελλήνων, θα γύριζε υπό την προστασία των Οθωμανών· έτσι ήταν. Το ονόμαζαν «καπάκι».
Αλλά η γλώσσα της επίσημης δίκης και της ετυμηγορίας δεν γνώριζε τέτοια· στη νεοφερμένη γλώσσα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, η πράξη του Καραϊσκάκη, το γνωστό «καπάκι», ακόμα και η σχετικά επίσημη λέξη «επιβουλή», μεταμορφώθηκε σε «εσχάτη προδοσία». Και με τον τρόπο αυτό ο πιο χαρισματικός οπλαρχηγός της Δυτικής Στερεάς εξορίζεται (προσωρινά, όπως θα αποδείξουν τα πράγματα) από την «πατρίδα». Ουσιαστικά ντροπιάζεται, με αποτέλεσμα κανένας άλλος οπλαρχηγός της περιοχής να μη σκεφτεί να στασιάσει εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης. Οπως θριαμβευτικά γράφει ο Μαυροκορδάτος στο Κρανίδι, στις 8 Απρίλη 1824, «έχω ευχαρίστησιν ότι μέχρι τούδε και την επιρροήν της Διοικήσεως (Κυβερνήσεως) εφύλαξα εις το μέρος τούτο και δεν άφησα να χυθή ρανίς αίματος και τας ραδιουργίας και επιβουλάς επρόλαβα».
Αλλά η αναίμακτη αυτή λύση εκ μέρους του Μαυροκορδάτου είχε ως θύμα τον λόρδο Βύρωνα, ο οποίος μόλις είχε ξεψυχήσει όταν γράφτηκαν τα λόγια αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο θάνατος του ποιητή οφείλεται σε πυρετό και στην υπερβολική αφαίμαξη στην οποία επέμειναν οι νεαροί και άπειροι γιατροί του. Αλλά αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το ίδιο το θύμα επέμενε, όσο μπορούσε, για το αντίθετο: ότι η αρρώστια δεν είναι τόσο πολύ σωματική αλλά «νευρική». Και πράγματι, το νευρικό σύστημα του Βύρωνα είχε κλονιστεί τρομερά κατά το τελευταίο δεκαήμερο της ζωής του.
Πρώτα ήταν η «ανταρσία» του Καραϊσκάκη και η άρνηση των Σουλιωτών του Βυρωνικού Τάγματοςνα πολεμήσουν. Μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση, ο Μαυροκορδάτος είχε ανάγκη – ακόμη μία φορά – από χρήματα, πολεμοφόδια και τρόφιμα για τους κλεφταρματολούς που του έμειναν πιστοί. Μέχρι τότε ο Βύρωνας είχε δανείσει ή ακόμα και χαρίσει από τα δικά του. Εκείνη τη φορά, όμως, εκνευρίζεται και αρνείται. Φαίνεται ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ του φιλέλληνα και του τοπικού διοικητή αρχίζει να φθείρεται. Ο Μαυροκορδάτος είτε δεν πρόλαβε είτε απέφευγε να εξηγήσει στον Βύρωνα την ίντριγκα που είχε σκαρώσει για να εκθέσει τον Καραϊσκάκη· δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι το δαιμονικό του σχέδιο θα είχε την εύνοια του ξένου με τις υψηλές ηθικές απαιτήσεις. Και φυσικά, από την άλλη μεριά, ο Βύρωνας τίποτε δεν ήξερε για το «καπάκι» ή για το εντελώς διαφορετικό ήθος των κλεφταρματολών.
Ετσι, όταν εκτέθηκε ο Καραϊσκάκης, πρώτα με το κατηγορητήριο και στη συνέχεια με την ετυμηγορία της «εσχάτης προδοσίας», ο Βύρωνας δεν μπόρεσε παρά να πιστέψει ότι τα λόγια που άκουσε και που διάβασε είχαν την ίδια έννοια που είχαν στη δική του γλώσσα και στα ιδιώματα της Δυτικής Ευρώπης. Ηξερε πολύ καλά τις εσωτερικές διαμάχες και τον φατριασμό που χαρακτηρίζουν την ηγεσία της Επανάστασης. Αλλά η «εσχάτη προδοσία» είναι κάτι άλλο. Ξαφνικά, βρέθηκε να αναρωτιέται, πανικόβλητος, μήπως άθελά του είχε ενθαρρύνει τους συμπατριώτες του Αγγλους να υποστηρίξουν ένα απατηλό όραμα. Πώς ήταν δυνατόν (φαινομενικά) ένας δικός τους να θέλει να πουλήσει την ίδια του την πατρίδα, την ίδια την Ελλάδα, στον εχθρό; Η απογοήτευση, έτσι όπως τον βρίσκει κατάκοιτο με πυρετό, κοντεύει να τον τρελάνει.
Και τότε, 1η Απριλίου, φτάνει στα χέρια του η είδηση από το Ανατολικό. Ο Καραϊσκάκης «ευρέθηκε ένοχος, ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθούν ταραχές στην πόλη, διατάχθηκε να αναχωρήσει, πράγμα που ενδέχεται να συμβεί σήμερα». Η ποινή, αναλογικά με την ετυμηγορία (με τα ευρωπαϊκά δεδομένα εκείνης της εποχής), ήταν γελοία. Στα μάτια του άρρωστου τότε Βύρωνα θα φάνηκε ότι ούτε και ο Μαυροκορδάτος, τον οποίο ο ίδιος είχε υποστηρίξει τόσο πολύ, ήταν πιστός στον Αγώνα· για να αφήσει ελεύθερο έναν προδότη σήμαινε ότι ο αγώνας για την ελευθερία ήταν χωρίς νόημα. Από την ξαφνική απογοήτευση πέθανε ο Βύρωνας στις 7 Απριλίου 1824, γιατί πίστευε στην κυριολεξία των λέξεων και ο Μαυροκορδάτος δεν του είχε εκμυστηρευθεί το σχέδιό του για την αποφυγή εμφύλιου πολέμου στη Δυτική Στερεά.