Πολύ γρήγορα μετά την έναρξη της Επανάστασης κατά τη διάρκεια του 1821 δημιουργήθηκαν «κρατικές» δομές, όπως η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας» κ.ά., που είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση. Σπανίως, όμως, είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν οργανωμένη υπηρεσία διαχείρισης των ελαχίστων οικονομικών πόρων που συνέλεγαν, ώστε να χρηματοδοτούν τις ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων.
Οι δυνατότητες εξεύρεσης εγχωρίων οικονομικών πόρων, σε ανοργάνωτη και εθελοντική βάση, για τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία την περίοδο εκείνη ήταν βασισμένη στη γεωργία και τη μικρή βιοτεχνία. Στις περισσότερες, μάλιστα, περιπτώσεις η εσωτερική κατανάλωση στο πλαίσιο της οικογένειας δεν άφηνε περιθώρια για πλεονάσματα ή για εμπορική εκμετάλλευση, παρά μόνο στο λάδι, τις σταφίδες, το βαμβάκι και το μετάξι, προϊόντα που συνήθως εξάγονταν σε ξένες αγορές. Εξάλλου, η γεωργία και η κτηνοτροφία ασκείτο με αρχαϊκές μεθόδους σε, συχνά, αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας εκτάσεις και σε ορεινές κυρίως περιοχές, όπου είχαν καταφύγει οι έλληνες χωρικοί και, συνεπώς, δεν απέδιδε σημαντικές προσόδους.
Τις προσπάθειες των προσωρινών κυβερνήσεων για εξεύρεση οικονομικών πόρων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες του Αγώνα δυσκόλευαν όχι μόνο η χαώδης διοικητική οργάνωση και η κακή οικονομική κατάσταση, που προαναφέρθηκε, αλλά και οι εμφύλιες συγκρούσεις και βέβαια η αντίδραση των ισχυρών τοπικών παραγόντων στην επαναστατημένη Ελλάδα. Το 1822 ψηφίστηκαν δύο εσωτερικά ομολογιακά δάνεια. Το πρώτο, ύψους 5.000.000 γροσίων ή 125.000 λιρών στερλινών, και το δεύτερο, ύψους 2.000.000 γροσίων ή 50.000 λιρών στερλινών (ισοτιμία το έτος 1822, 1 λίρα στερλίνα = 40 γρόσια), δεν μπόρεσαν – για διάφορους λόγους – να συγκεντρώσουν παρά ελάχιστα ποσά. Βεβαίως, υπήρχαν στον ελληνικό χώρο και αρκετοί «ευκατάστατοι», κυρίως «προεστοί», οι οποίοι εκκαλούντο να συνεισφέρουν συνήθως εθελοντικά, αλλά και αναγκαστικά. Είναι αποκαλυπτικό της κατάστασης που επικρατούσε την εποχή εκείνη το ακόλουθο γεγονός που καταγράφει ο Ανδρεάδης παραθέτοντας ένα πολύτιμο έγγραφο της Πελοποννησιακής Γερουσίας της 29ης Ιουλίου 1822, το οποίο αναφέρει:
«Η κινδυνεύουσα πατρίς προσκαλεί τους ευκατάστατους να τη βοηθήσουν εις τον ιερόν αγώνα (…) Η Κεντρική Διοίκησις της Πελοποννήσου και ο γενναιότατος Στρατηγός κύριος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (…) αποστέλλουν καθ’ όλην την Πελοπόννησον τους γερουσιαστάς (…) συνοδευομένους με εκτελεστικήν δύναμιν, προς τους οποίους δίδουν όλην την πληρεξουσιότητα να βιάσουν τόσον τους καταγεγραμμένους εις τον παρόντα κατάλογον διά να λάβουν τας προσδιορισμένας ποσότητας, όσον και όσους άλλους γνωρίζουν ευκαταστάτους (…) διά να λάβουν όσα χρήματα κρίνουν εύλογον (…) δίδοντες απόδειξιν ισχύουσαν αντί της δοθησομένης τακτικής ομολογίας παρά της διοικήσεως προς τους δανειστάς στους οποίους υπόσχονται (…) εκ μέρους του Εθνους, μετά τη αποκατάστασίν του, να πληρώσουν τα ληφθησόμενα δάνεια». (Ανδρεάδης Μ.Α. «Ιστορία των Εθνικών Δανείων». Ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 2010.) Ακολουθούν τα ονόματα των ευκατάστατων, καθώς και των σχετικών ποσών που κατέβαλαν. Τελικά, συγκεντρώθηκαν 1.066.000 γρόσια ή 26.650 λίρες, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή, δεδομένου ότι το ημερομίσθιο των απλών εργατών ήταν περίπου 2-3 γρόσια (50-80 γρόσια τον μήνα) στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
Προφανώς οι ανάγκες χρηματοδότησης του Αγώνα ήταν πολύ μεγαλύτερες και οδήγησαν την προσωρινή κυβέρνηση στην αναζήτηση εσόδων από διάφορες πηγές, όπως: συγκέντρωση και εκποίηση όλων των χρυσών και αργυρών σκευών των μοναστηριών και των εκκλησιών, δασμοί στις εισαγωγές, φορολογία της δεκάτης στους αγρότες, συνεισφορά από την ελληνική διασπορά και το φιλελληνικό κίνημα, εκποίηση των λαφύρων, κ.ά.
Παρότι η ακρίβεια των στοιχείων του Προϋπολογισμού που παρουσίασε για ένα εξάμηνο του 1823 η 2η Εθνοσυνέλευση στο Αστρος Κυνουρίας (38.616 χιλ. γρόσια έξοδα και 12.816 χιλ. έσοδα) αμφισβητείται, ο Ανδρεάδης σημειώνει ότι «τα έσοδα δεν ανήρχοντο, κατά τους αισιοδοξότερους υπολογισμούς, ούτε καν εις το τρίτον των εξόδων». (Ανδρεάδης Μ.Α. «Ιστορία των Εθνικών Δανείων». Ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 2010.)
Ετσι, μπροστά στο τεράστιο πρόβλημα χρηματοδότησης του Αγώνα, η κυβέρνηση ξεκίνησε την προσπάθεια αναζήτησης δανείων από το εξωτερικό. Ετσι άρχισε η γνωστή περιπέτεια των δανείων στο Λονδίνο, το 1824 και 1825, που ταλαιπώρησαν την Ελλάδα μέχρι το 1914, αλλά παράλληλα συνέβαλαν στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους προκειμένου να αποπληρώσει αυτά τα δάνεια.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. υπουργός, μέλος της Εθνικής Επιτροπής «Ελλάδα 2021»
Το κείμενο αυτό αποτελεί περιληπτική και μερική εκδοχή χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές του Πανηγυρικού Λόγου του συγγραφέα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά την Επέτειο της 25ης Μαρτίου 2015, ο οποίος έχει περιληφθεί αυτούσιος στο βιβλίο: Ν. Μαραβέγιας «Χωρίς Βαρβάρους…» Αθήνα, Κριτική 2019.