Είναι γεγονός! Σε φύλλο της «Haber» τον Ιούλιο του 1946, όταν ανακοινώθηκε επισήμως ο επιστροφή της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, ο έγκριτος δημοσιογράφος της εποχής Χουσεΐν Γιαλτσίν έγραφε σε εκτενές άρθρο του: «Συμμετέχοντες εις την εορτήν των φίλων μας, επιθυμούμεν να εκφράσωμεν την ευχαρίστησίν μας… Αισθανόμεθα τώρα ότι ένα μέρος των παραλίων μας εις την Μεσόγειον είναι πολύ περισσότερον ασφαλές!».
Αυτά τότε. Είχε προηγηθεί ένα απίστευτο παζάρι μεταξύ των Συμμάχων για την τύχη των νησιών, που ονομάζονται Δωδεκάνησα παραδόξως αφού είναι… δεκατέσσερα, πριν καν ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σε συζητήσεις που είχαν ο βρετανός ΥΠΕΞ Ηντεν με τον Στάλιν στη Μόσχα. Η πρόταση των δύο ήταν να πεισθεί η Τουρκία, με δέλεαρ τα νησιά που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία με τη Συνθήκη της Λωζάννης, να βγει στον πόλεμο κατά του Αξονα. Η Τουρκία παρ’ όλα αυτά προτίμησε, ευτυχώς για την Ελλάδα, να κρατήσει στάση επιτήδειας ουδετερότητας. Ωστόσο, οι πληροφορίες δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο η οποία μέχρι και το τέλος του πολέμου δεν έπαψε να επαναλαμβάνει την επιθυμία της να δει τα νησιά να επιστρέφουν στη μητέρα πατρίδα. Η αρραγής στάση που κράτησε η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και μετά τη λήξη του, περιγράφεται με οργισμένο ύφος σε απόρρητο έγγραφο του βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα Reilly προς το Foreign Office: «Επιθυμούν τόσο πολύ την ένωση (possession) που τους έγινε νεύρωση (obsession)»!
Ο ρόλος των Βρετανών, όπως πάντοτε, δεν ήταν και τότε καθαρός και εάν δεν είχε επιμείνει το State Department και οι Αμερικανοί με την υποσημείωση μάλιστα να δοθεί οπωσδήποτε και το Καστελλόριζο στην Ελλάδα, πράγμα που δεν ήθελαν οι Βρετανοί οι οποίοι ζητούσαν να δοθεί στην Τουρκία κι ας μην το είχε ζητήσει η ίδια, οι τελευταίοι αναλαμβάνοντας τη μεταβατική διοίκηση της Δωδεκανήσου μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων το 1946, στόχευαν σε ένα ακόμα παιχνίδι. Πιστεύοντας πως θα έμεναν για πάντα με κάποιο ρόλο στην περιοχή, εσιώπησαν προσωρινά και όταν δύο χρόνια μετά κλήθηκαν σε τελετή της 31ης Μαρτίου 1948 να παραδώσουν στην επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία τα νησιά, απαίτησαν… αποζημίωση από το ελληνικό κράτος για τα έξοδα διετούς διοίκησης (χαρτί, τηλέγραφο κ.λπ.). Και όχι μόνο, αφού την παραμονή της παράδοσης έφτιαχναν μολότοφ με μπουκάλια ουίσκι τα οποία πέταγαν σε δεξαμενές πετρελαίου για να μην τις παραδώσουν στο κράτος υποδοχής. Επειτα από πιέσεις του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών απέσυραν, βεβαίως, το αίτημα περί αποζημιώσεων, αλλά κάποιες καταστροφές είχαν στο μεταξύ γίνει.
Η Ελλάδα κέρδισε εκείνη τη διπλωματική μάχη χάρις στην ηρωική συμμετοχή της στον πόλεμο κατά του Αξονα. Το επιχείρημα των Αμερικανών προς τους βρετανούς συνομιλητές τους ότι δεν υπήρχε ίχνος τουρκικής παρουσίας στα νησιά, παρά τη μακρά κατοχή τους, κι ότι παρά τα σκληρά μέτρα αφελληνισμού των Νήσων που επέβαλε η φασιστική Ιταλία, η γλώσσα, ο πολιτισμός και τα ήθη παρέμεναν ακραιφνώς ελληνικά, ενίσχυε το δεύτερο καθαρά στρατηγικού ενδιαφέροντος επιχείρημά της που ήταν «να βιαστούμε πριν η Τουρκία βάλει όρους και ζητήσει την αποστρατιωτικοποίησή τους». Μάλιστα, μεσολάβησε Ψήφισμα της αμερικανικής Γερουσίας για το θέμα, υποχρεώνοντας τον Στάλιν να εγκαταλείψει τη θολή και παρελκυστική του πολιτική, το ίδιο και το Foreign Office που υποχρεώθηκε να αναγγείλει και επισήμως ότι τα νησιά θα δοθούν στην Ελλάδα.
Η «πολυδίψιος» βραχώδης γη, όπως την περιγράφει ο Ομηρος, η νοτιοανατολική εσχατιά του Ελληνισμού στο Αιγαίο Πέλαγος έπειτα από αιώνες σκλαβιάς σε Τούρκους και Φράγκους, με ακέραιο το ελληνικό φρόνημα του πληθυσμού της, επέστρεφε επιτέλους στη μητρόπολή της, στην Ελλάδα.
Με αφορμή τα 200 χρόνια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας αξίζει η παράθεση αποσπάσματος επιστολών των κατοίκων της Νισύρου και της Σύμης που απηύθυναν στον Καποδίστρια μόλις πληροφορήθηκαν ότι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου άφηνε το μεγαλύτερο μέρος του αιγαιακού χώρου εκτός ορίων της ελληνικής επικράτειας. «Εξοχώτατε Κύριε Κυβερνήτα, επειδή και η ελευθερία είναι εκ των φυσικών του ανθρώπου Δικαιωμάτων δι’ ης δύναται να απολαμβάνη την σκοπουμένην ευδαιμονίαν», έγραφαν οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως «απελπισμένοι κάτοικοι Νισύρου», κατέληγαν «εις το γενησόμενον άδικον να παραμείνωσιν εκτός ορίων της Πατρίδος αυτοί που εγνώρισαν την βρεφοκτονίαν του Ηρώδη, την αιχμαλωσίαν και την τυραννικήν ωμότητα των Τούρκων». Οι δε κάτοικοι της Σύμης προσέθεταν «Εν πρώτοις ακούσαντες την Επανάστασιν αμέσως εστείλαμεν τριμελή πρεσβείαν προς τον φανέντα πληρεξούσιον του έθνους Δ. Υψηλάντην ίνα ώσωμεν σημαίας και οπλισθέντες εξακολουθήσωμεν τα ίχνη των αδελφών μας Ελλήνων…».
Μια επέτειος με ξεχωριστή σημασία, μεγαλύτερη από ποτέ σήμερα, που δεν πρέπει με τίποτε να ξεχασθεί.