Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 κανένας δημιουργός ενδυμάτων δεν είχε διανοηθεί να βάλει την υπογραφή του σε μια αρωματική δημιουργία και να μπει στη μύτη των οίκων αρωματοποιίας. Αλλωστε τα αρώματα ήταν επίπεδα, αναδύοντας την ευωδιά από ένα μόνο λουλούδι, όπως κρίνο, βιολέτα, γιασεμί, ανθό πορτοκαλιού. Ομως η Γκαμπριέλ Σανέλ είχε την πρόθεση να απελευθερωθεί η θηλυκότητα από τους οσφρητικούς περιορισμούς με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούσε τις δημιουργίες της για να ελευθερώσει το μυαλό και το γυναικείο σώμα διεκδικώντας τη δημιουργία ενός νέου στυλ.

Η Σανέλ ήθελε ένα άρωμα «που να μυρίζει γυναίκα. Θέλω να δώσω στις γυναίκες ένα άρωμα σύνθετο. Που θα έχει φτιαχτεί σαν σύνθεση πολλών συστατικών». Και έτσι μπήκε στο εργαστήριο του αρωματοποιού Ερνέστ Μπο, γοητεύτηκε από την πειθαρχία και τις εμπνεύσεις του, τους πειραματισμούς του με τα συνθετικά μόρια των αλδεΰδών σε πρωτοφανείς αναλογίες για να εξυψώσουν τις αρωματικές νότες των λουλουδιών. Το πέμπτο δείγμα που ο Ερνέστ Μπο της παρουσίασε ήταν το πιο συναρπαστικό. Η Γκαμπριέλ Σανέλ του ζήτησε να προσθέσει σε αυτό περισσότερο γιασεμί από την Γκρας. Και έκλεισε το Νο 5 σε ένα απλό αυστηρά γεωμετρικό μπουκάλι μέσα σε ένα ασπρόμαυρο κουτί και το έστειλε να συναντήσει τη μοίρα του. Χάρη στον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα, έγινε το σημείο καμπής που εγκαινίασε τη σύγχρονη εποχή του αρώματος και άλλαξε την ιστορία του. Το Νο 5 θεωρήθηκε πρωτοποριακά επαναστατικό, ανατρέποντας την παραδοσιακή αρωματοποιία.

Η Gabrielle Chanel φωτογραφημένη από τον Francois Kollar διαφημίζει το άρωμά της στο Harper’s Bazaar το 1937

Σύμβολο

Το μπεστ σέλερ από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 είναι σημείο αναφοράς, μέτρο σύγκρισης, μονάδα μέτρησης του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά των αρωμάτων. Το Chanel No 5 τα έχει κάνει όλα. Εγινε σύμβολο της λήξης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι αμερικανοί στρατιώτες επιστρέφοντας στην πατρίδα το αγόραζαν ως δώρο αγάπης. Αργότερα, η Μέριλιν Μονρόε απάντησε στην ερώτηση του ιάπωνα δημοσιογράφου ότι στον ύπνο της φοράει μόνο λίγες σταγόνες από το Chanel No 5 και η πρώτη έμμεση διαφήμιση έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα σχέσεις του αρώματος με τις ιδανικές γυναίκες.

Το Νο 5 πρόσεχε πάντα τη συμπεριφορά του. Επρεπε να διατηρεί τον κομψό και μοναδικό χαρακτήρα του. Εως που ο Αντι Γουόρχολ ζωγράφισε μια σειρά από πορτρέτα του αρώματος που ως φαινόμενο της ποπ κουλτούρας βρέθηκαν ανάμεσα στα εκθέματα του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης. Αργότερα αναδείχθηκε σε πολυπόθητο αντικείμενο για κάθε απελευθερωμένη γυναίκα των 60s, όταν το φορούσε η πιο σικ Γαλλίδα του κινηματογράφου, η Κατρίν Ντενέβ, και τη φωτογράφιζε ο διάσημος Ρίτσαρντ Αβεντον.

Το άρωμα-θρύλος συνέχισε στο πέρασμα του χρόνου να συνδέει την αύρα του με εκείνη των σταρ. Η παριζιάνικη φινέτσα της Καρόλ Μπουκέ, το χαμόγελο της Νικόλ Κίντμαν, το παράστημα της Ζιζέλ Μπίντχεν, η αθωότητα της Λίλι Ρόουζ Ντεπ και πρόσφατα η γοητεία της Μαριόν Κοτιγιάρ υπογραμμίζουν την πολλαπλότητα του αρωματικού του χαρακτήρα

Οι τρεις αρωματοποιοί που διαδέχθηκαν τον Ερνέστ Μπο, οι Ανρί Ρομπέρ, Ζακ Πολζ και τώρα ο Ολιβιέ Πολζ, κληρονόμησαν το καθήκον να προστατεύσουν το εμβληματικό άρωμα του οίκου. Η παραγωγή του οποίου οργανώνεται γύρω από το ημερολόγιο συγκομιδής των συστατικών που χρησιμοποιούνται για τη σύνθεσή του. Από τη δημιουργία του, το 1921, το Νο 5 ήταν για τον οίκο Chanel ό,τι είναι η γραμματική για τη γλώσσα. Καθένας έκανε τη δική του άσκηση στο στυλ φέρνοντας μια από τις πολυάριθμες πτυχές του Nο 5 στο φως, με πέντε διαφορετικές επανερμηνείες συμπεριλαμβανομένου του αρχικού αρώματος.