Στην πιο αιματηρή ημέρα από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου εξελίχθηκε το Σάββατο στη Μιανμάρ, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ στην κηδεία ενός διαδηλωτή που είχε σκοτωθεί την προηγούμενη ημέρα, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 114 άτομα, μεταξύ των οποίων και έξι παιδιά, ηλικίας 5 έως 14 ετών. Και χθες συνεχίστηκαν οι επιθέσεις του στρατού, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν άλλα τρία άτομα. Συνολικά τους τελευταίους δύο μήνες έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 440 πολίτες.
Το γεγονός ότι οι δυνάμεις ασφαλείας βάζουν στο στόχαστρο ακόμα και παιδιά έχει προκαλέσει οργή. Ενα μωρό ενός έτους που έπαιζε έξω από το σπίτι του χτυπήθηκε από πλαστική σφαίρα στο μάτι και άλλα παιδιά, μεταξύ των οποίων και ένα 13χρονο κορίτσι, σκοτώθηκαν. Οι βιαιότητες των στρατιωτών δεν σταμάτησαν εκεί – έκαψαν ζωντανό έναν πλανόδιο πωλητή στο Μανταλάι, μπροστά στα μάτια της μητέρας του. Στο κέντρο της πρωτεύουσας, αστυνομικοί έβγαλαν με τη βία και έσερναν στον δρόμο επιβάτη αυτοκινήτου, επειδή έκανε με το χέρι του το σήμα των τριών δαχτύλων – σύμβολο περιφρόνησης της χούντας.
«Ενώ τραγουδούσαμε ένα επαναστατικό τραγούδι στη μνήμη του νεκρού, οι δυνάμεις ασφαλείας κατέφθασαν και άρχισαν να μας πυροβολούν στο ψαχνό» δήλωσε μια γυναίκα που βρισκόταν στην κηδεία του Τάε Μάουνγκ, ενός 20χρονου φοιτητή. «Αρχίσαμε όλοι να τρέχουμε».
Ενας 19χρονος άνδρας περιέγραψε το αιματοκύλισμα αυτό το Σαββατοκύριακο ως «απώλεια του μέλλοντος», με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων που δολοφονήθηκαν. «Υπάρχει τόση οργή και ακόμα μεγαλύτερη επιθυμία για να ανατραπεί η χούντα» είπε μιλώντας σε ξένους δημοσιογράφους, οι οποίοι όμως περιγράφουν πως ακόμη υπάρχει σύγχυση μεταξύ των πολιτών για το ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα του δημοκρατικού κινήματος.
Αντιδράσεις
Το νέο αιματοκύλισμα στη Μιανμάρ προκάλεσε νέες αντιδράσεις από το εξωτερικό. Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ δήλωσε ότι ο στρατός προχωρά σε «μαζικές δολοφονίες» και κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να απομονώσει τη χούντα και να σταματήσει να την εφοδιάζει με όπλα. Μέχρι στιγμής όμως οι επικρίσεις από το εξωτερικό και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί δεν φαίνεται να πτοούν τους στρατιωτικούς ηγέτες της χούντας, παρότι οι διαδηλώσεις στους δρόμους των πόλεων της χώρας είναι καθημερινές εδώ και δύο μήνες.
Το Σαββατοκύριακο σημειώθηκαν και οι πιο σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων και των ένοπλων εθνοτικών ομάδων που ελέγχουν διάφορες περιοχές της χώρας. Μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδισαν χωριό το οποίο ελέγχει ένοπλη ομάδα της μειονότητας Καρέν, μετά την ανακοίνωσή τους ότι κατέλαβαν στρατιωτικό φυλάκιο κοντά στα σύνορα με την Ταϊλάνδη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 10 άτομα. Λόγω των βομβαρδισμών οι χωρικοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να ζητήσουν καταφύγιο στη ζούγκλα.
Συγκρούσεις ξέσπασαν και χθες μεταξύ μιας άλλης ένοπλης ομάδας, του Απελευθερωτικού Στρατού Κατσίν και του στρατού στην περιοχή Χπακάντ στα βόρεια της χώρας, όπου εξορύσσεται νεφρίτης. Οι δυνάμεις των Κατσίν επιτέθηκαν σε αστυνομικό τμήμα και οι ένοπλες δυνάμεις απάντησαν με αεροπορική επίθεση.
Οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Βρετανία καταδίκασαν έντονα τη βία. Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ Τομ Αντριους δήλωσε ότι ήρθε η ώρα να αναλάβει δράση η διεθνής κοινότητα – αν δεν το κάνει μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας, έστω μέσα από μια διεθνή σύνοδο. Πρόσθεσε ότι η χούντα θα πρέπει να αποκοπεί από χρηματοδότηση όπως έσοδα από πετρέλαιο και αέριο και από κάθε πρόσβαση σε όπλα. «Τα λόγια καταδίκης ή ανησυχίας ακούγονται κενά νοήματος στους πολίτες της Μιανμάρ την ώρα που η χούντα τούς δολοφονεί μαζικά» ανέφερε σε ανακοίνωση. Η ύπατη αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Μισέλ Μπατσελέτ χαρακτήρισε τις δολοφονίες «επαίσχυντες, δειλές, βάναυσες ενέργειες μελών του στρατού και της αστυνομίας, οι οποίοι έχουν βιντεοσκοπηθεί να πυροβολούν διαδηλωτές καθώς φεύγουν, και που δεν λυπήθηκαν ούτε καν μικρά παιδιά».