Δύο μήνες μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου και παρά τους 500 και πλέον νεκρούς από τα πυρά της αστυνομίας και του στρατού της Μιανμάρ, που έχουν πλέον εντολή να πυροβολούν στο ψαχνό ή ακόμη και στο κεφάλι, οι διαδηλωτές επιμένουν να παίζουν καθημερινά κορώνα-γράμματα τη ζωή τους, διεκδικώντας κάτι που προφανώς θεωρούν πιο πολύτιμο: την ελευθερία τους.
Παράλληλα, βρίσκουν διαρκώς νέους τρόπους να εκφραστούν και να πιέσουν το καθεστώς, στο πλαίσιο της εκστρατείας πολιτικής ανυπακοής. Το πιο πρόσφατο σχέδιό τους δε ακούει στο όνομα «απεργία σκουπιδιών».
«Όλοι μπορούν να συμμετέχουν, για να αντισταθούν στη χούντα», δήλωσε ένας από τους διοργανωτές, καλώντας τους κατοίκους των πόλεων να τοποθετούν τα σκουπίδια τους στη μέση των μεγάλων δρόμων και των κεντρικών διασταυρώσεων, μπλοκάροντας την κυκλοφορία. Οι στρατιωτικοί αντέδρασαν με προειδοποιήσεις μέσω μεγαφώνων και ΜΜΕ προς τους πολίτες να τοποθετούν τα σκουπίδια τους στα προβλεπόμενα σημεία, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.
Ήδη, πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες από την Γιανγκόν, την πολυπληθέστερη πόλη, μεγάλοι όγκοι σκουπιδιών έχουν αρχίσει να σωρεύονται σε κεντρικά σημεία – με μονάδες του στρατού να έχουν αναλάβει και τον ρόλο του οδοκαθαριστή.
Η Δύση καθυστερεί, η Ρωσία στηρίζει
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η χούντα δεν πρόκειται να υποχωρήσει εξαιτίας των σκουπιδιών. Η μοίρα της θα κριθεί σε δύο επίπεδα. Το ένα αφορά στα οικονομικά της συμφέροντα εντός της Μιανμάρ, καθώς είναι γνωστό ότι ελέγχει μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, σε όλους τους τομείς, αποκομίζοντας τεράστια ποσά και «εξαγοράζοντας» τη σιωπή, τη ανοχή ή τη στήριξη στρατιωτικών, αστυνομικών και αρκετών άλλων κατηγοριών πολιτών.
Το άλλο μέτωπο έχει να κάνει με τις διεθνείς πιέσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά ασφυκτικές μπορούν να χαρακτηριστούν μέχρι στιγμής. Πέρα, άλλωστε, από τις περιορισμένες κυρώσεις που (καθυστερημένα) επέβαλαν ΗΠΑ και ΕΕ, το καθεστώς μπορεί να υπολογίζει σε ισχυρούς συμμάχους.
Μόλις την περασμένη Παρασκευή, για του λόγου το αληθές, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας της Ρωσίας, Αλεξάντερ Φόμιν, βρέθηκε στην πρωτεύουσα της Μιανμάρ και συναντήθηκε με τον επικεφαλής της χούντας, αρχιστράτηγο Μιν Αούνγκ Χλαΐνγκ, ο οποίος μάλιστα τον τίμησε με… παράσημο! Από την πλευρά του δε, ο Ρώσος αξιωματούχος δήλωσε ότι η Μόσχα επιθυμεί να συσφίξει τη συνεργασία της με τη Μιανμάρ – όχι μόνο σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά συνολικά.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τα στοιχεία του έγκυρου σουηδικού ινστιτούτου Sipri για την πενταετία 2014-’19, η Ρωσία προμήθευσε τη Μιανμάρ με το 16% των οπλικών συστημάτων που αυτή προμηθεύτηκε – πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται για την καταστολή των διαδηλώσεων.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι το μακελειό του περασμένου Σαββάτου – όταν 141 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά την Ημέρα του Στρατού, παρουσία του Φομίν και ρωσικών δυνάμεων στην παρέλαση – ανάγκασε τη Μόσχα να πάρει κάποιες αποστάσεις, έστω και τυπικά. «Μας ανησυχεί πραγματικά ο αυξανόμενο αριθμός των θυμάτων ανάμεσα στους πολίτες. Παρακολουθούμε στενά την εξέλιξη της κατάστασης», είπε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ – προφανώς για να βγάλει την υποχρέωση.
Προφανώς, ο Βλαντίμιρ Πούτιν εκτιμά ότι έχει να κερδίσει πόντους στα γεωστρατηγικά του σχέδια εάν εντάξει τη Μιανμάρ στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Ε, λοιπόν, μπροστά σε αυτό, μερικές εκατοντάδες νεκροί και μια χούντα δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία…
Ήξεις-αφήξεις από το Πεκίνο
Από την πλευρά της, η Κίνα ακολουθεί μια μεσοβέζικη στάση. Αν και διπλωματικές πηγές διεμήνυσαν ότι το Πεκίνο «δεν είναι ευχαριστημένο με το πραξικόπημα», την ίδια στιγμή το καθεστώς φροντίζει να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους, μιας και φοβάται για την τύχη των κινεζικών επενδύσεων στη χώρα, που ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες δισ. δολάρια.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Σι Τζινπίνγκ μοιάζει να… ξεχνά τις στενές σχέσεις που έχει αναπτύξει η χώρα του με το κόμμα της φυλακισμένης Αούνγκ Σούου Κι, η οποία άνοιξε την πόρτα στα κινεζικά κεφάλαια – και εδώ, η οικονομία είναι που έχει τον τελευταίο λόγο.