Με τις τοιχογραφίες και τα μαρμάρινα μπαλκόνια τους, τα ξύλινα πατώματα και τις σκαλιστές τους πόρτες ατενίζουν μεγαλοπρεπώς το Αιγαίο επί σχεδόν 200 χρόνια. Πλέον, όμως, κινδυνεύουν. Τα νεοκλασικά της Σύρου, αρχιτεκτονικά στολίδια με μακραίωνη ιστορία, εκπέμπουν SOS, ενώ μια δυναμική ομάδα κατοίκων του νησιού απευθύνει έκκληση για να σωθούν. Oπως εξηγούν στα «ΝΕΑ», περίπου 1.200 κτίσματα σπάνιας καλλιτεχνικής αξίας έχουν μετατραπεί σε ερείπια και καθημερινά η λίστα μεγαλώνει. Τα περισσότερα βρίσκονται στα Βαπόρια, στη γειτονιά όπου έζησαν μερικές από τις πιο γνωστές οικογένειες του νησιού, κάποια είναι εξοχικές επαύλεις, όπως η οικία Διακάκη στο χωριό Κόμητο, το σπίτι του ποιητή Νίκολας Κάλας ή της οικογένειας Βαφειαδάκη στα Χρούσσα, ενώ αρκετά είναι ακόμη παλαιότερα, όπως τα μεσαιωνικά κτίσματα της Aνω Σύρας. Είναι όλα τους διατηρητέα, που ρημάζουν αφημένα στο έλεος του χρόνου εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας και της δαιδαλώδους γραφειοκρατίας που δυσκολεύει την αποκατάστασή τους.
«Μένω σε μια γειτονιά της Ερμούπολης η οποία είναι γεμάτη νεοκλασικά. Πρόσφατα κατέρρευσε ένα κοντά στο σπίτι μου, ενώ ένα δεύτερο έπεσε στα 30 μέτρα εξαιτίας του αέρα. Eχουμε φτάσει σε τέτοια κατάσταση, πέφτουν τα μισογκρεμισμένα νεοκλασικά όταν φυσάει δυνατός άνεμος», λέει ο Χάρης Βεκρής, εμπνευστής της ομάδας «Τα νεοκλασικά της Σύρου εκπέμπουν SOS», η οποία διαθέτει σχεδόν 3.000 μέλη στο Facebook. «Πλέον η διαδρομή από το γραφείο ως το σπίτι μου, μια απόσταση 300 μέτρων, είναι επικίνδυνη λόγω ετοιμόρροπων κτισμάτων», προσθέτει.
Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε διαδικτυακή συνάντηση της ομάδας με τη συμμετοχή εκπροσώπων των τοπικών αρχών, ώστε να ασκηθεί πίεση προς τους αρμόδιους φορείς.
Oπως επισημάνθηκε, τα υπό κατάρρευση νεοκλασσικά εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες. «Στην πρώτη ανήκουν κτίρια τα οποία μπορούν να φτιαχτούν αλλά καθυστερούν λόγω γραφειοκρατίας», εξηγεί ο κ. Βεκρής και συνεχίζει: «Επειδή είναι ενταγμένα σε παραδοσιακούς οικισμούς όλες οι άδειες για αναπαλαίωση και συντήρηση εκδίδονται από το υπουργείο Πολιτισμού και υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση. Εννοείται ότι δεν μπορούν να γίνουν παρεμβάσεις, ούτε καν να προστεθεί μία τουαλέτα στην περίπτωση που υπάρχει μόνο εκτός σπιτιού. Μιλάμε για κτίρια τα οποία πωλούνται από 500.000 μέχρι και 1,5 εκατομμύριο ευρώ ενώ υφίσταται ενδιαφέρον και από ξένους αγοραστές. Γνωρίζω περίπτωση ανθρώπου από το εξωτερικό ο οποίος μέσα στο lockdown ενδιαφέρθηκε να αγοράσει ένα σπίτι στα Βαπόρια αντί 600.000 ευρώ. Είχε τα χρήματα να το αναπαλαιώσει, έχει ένα πολύ μικρό παιδί και θέλησε να περάσει εδώ τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας με τηλεργασία. Oταν έμαθε ότι τέσσερα χρόνια θα χρειαστούν μέχρι να εκδοθούν οι άδειες και να γίνει η αναπαλαίωση έκανε πίσω…».
Ειδική επιτροπή
Ομάδα μηχανικών έχει ήδη ζητήσει από τα υπουργεία Πολιτισμού και Υποδομών να συσταθεί ειδική επιτροπή με έδρα τη Σύρο που θα συνεδριάζει μία φορά τον μήνα για την εξέταση των εκκρεμών υποθέσεων. «Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα διατηρητέα που οι ιδιοκτήτες τους θέλουν να τα ανακατασκευάσουν αλλά δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους, καθώς απαιτούνται μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ», λέει ο Χάρης Βεκρής.
«Θα βοηθούσε η θέσπιση χρηματοδοτικών εργαλείων, είτε μέσω ενός διευρυμένου προγράμματος τύπου “Εξοικονομώ” είτε μέσω δανείων, η χαμηλότερη φορολογία ή άλλα κίνητρα. Τέλος υπάρχουν τα σπίτια που έχουν πέσει και πρέπει να κατεδαφιστούν γιατί είναι επικίνδυνα. Είναι παρατημένα, συχνά μπλεγμένα σε άλυτες κληρονομικές υποθέσεις και αποτελούν κίνδυνο για τους περαστικούς». Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της ομάδας ζητούν «τα παιδιά μας να συνεχίσουν να παίζουν στα στενά που παίζαμε μικροί, χωρίς να φοβούνται μήπως τα πλακώσουν σοβάδες και μαρμάρινα αετώματα των αρχοντικών που κατάντησαν ερείπια».
Η Ερμούπολη ξεκίνησε να χτίζεται το 1821, όταν άρχισαν να φτάνουν εκεί χιλιάδες κατατρεγμένοι από Χίο, Ψαρά, Υδρα, Πελοπόννησο και Μικρά Ασία, ενώ το πρώτο της ρυμοτομικό σχέδιο εφαρμόστηκε το 1837 από τον Βαυαρό Βίλχελμ φον Βάιλερ. Ιδιωτικά και δημόσια κτίρια κατασκευάστηκαν από σπουδαίους αρχιτέκτονες και μηχανικούς, μεταξύ των οποίων ο Ερνέστος Τσίλερ, ενώ διακοσμήθηκαν από ιταλούς και συριανούς ζωγράφους. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η αρχιτεκτονική άνθηση επεκτάθηκε στα χωριά του νησιού.