Η ελληνική κυβέρνηση έκανε σαφές με τις σημερινές ανακοινώσεις ότι επενδύει πολιτικά πάρα πολύ στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Γύρω από αυτό προσπαθεί να ξεδιπλώσει όλον τον σχεδιασμό της για μια έξοδο της ελληνικής οικονομίας όχι απλώς από την ύφεση, αλλά συνολικά από τους μηχανισμούς της στασιμότητας και της κρίσης, ελπίζοντας ότι θα διαμορφώσει μια συνολικότερη ενεργοποίηση των παραγόντων της οικονομίας και μια κοινωνική συμμαχία γύρω από αυτό το όραμα.
Βεβαίως, τη σκέψη της κυβέρνηση στοιχειώνει το γεγονός ότι ανάλογες φιλοδοξίες είχαν υπάρξει και πίσω από άλλα σχέδια όπως ήταν τα μεγάλα προγράμματα των προηγούμενων ΚΠΣ. Και τότε έπεσε πολύ χρήμα στην ελληνική οικονομία, όπως και τότε είχαν προκριθεί διάφορα «εμβληματικά» έργα. Μόνο που ξέρουμε ότι μπορεί τα ποσά να ήταν αθροιστικά τεράστια αλλά δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν «δομικές» αντιφάσεις της ελληνικής οικονομίας και συχνά άφησαν πίσω τα αρχιτεκτονικά ή γραφειοκρατικά «κελύφη» σχεδίων (συχνά και μεγάλους «απλήρωτους λογαριασμούς» για την αποπεράτωσή τους) που ποτέ δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν πραγματικά. Τι είναι αυτό που κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι αυτή τη φορά θα μπορέσουν τα πράγματα να είναι διαφορετικά;
Στα βήματα της έκθεσης Πισσαρίδη
Το αναπτυξιακό σχέδιο κινείται στην πραγματικότητα στην κατεύθυνση που προδιέγραψε η Έκθεση Πισσαρίδη («Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία»), «φιλτραρισμένης από τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όπως αποτυπώθηκαν στις βασικές προτεραιότητες (τους «πυλώνες») του «Ταμείου Ανάκαμψης» και τις επιλέξιμες δράσεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο περιλαμβάνει.
Υπενθυμίζουμε ότι το βασικό στοιχείο της Έκθεσης Πισσαρίδη ήταν ότι προσπάθησε να μεταφέρει κάπως το βάρος από τη δημοσιονομική πειθαρχία που κυριάρχησε ως προτεραιότητα για αρκετά χρόνια στο ερώτημα της ανάπτυξης και μάλιστα με όρους τομών ως προς την επένδυση, την παραγωγικότητα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού.
Κρίσιμη πλευρά της Έκθεσης Πισσαρίδη, που αναπαράγεται και με έναν τρόπο και στο Σχέδιο «Ελλάδα 2.0», είναι η μεγάλη έμφαση στην επένδυση, στην έρευνα, στις εξαγωγές, στην αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων και στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και όχι απλώς στην παροχή «ρευστότητας» στην οικονομία.
Θυμίζουμε ότι η Έκθεση έθετε ως στόχο την «αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων και, ειδικότερα, των εταιρικών επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα του 10,1% και 5,4% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται κοντά στο 23% και 14% αντίστοιχα», την αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη στο 2%, τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών, την αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων και την αύξηση της συμμετοχής των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, η Έκθεση Πισσαρίδη είχε δεχτεί και κριτική όχι μόνο για ορισμένες προτάσεις της για τη διαχείριση των κοινωνικών επιδομάτων (όπως το επίδομα ανεργίας), που είχαν χαρακτηριστεί νεοφιλελεύθερες, αλλά και επειδή το ερώτημα με ποιον τρόπο θα ενεργοποιούνταν οι αναγκαίες δυναμικές παραγωγικής ανασυγκρότησης και δη σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης, παραπεμπόταν σε μεγάλο βαθμό στις αυθόρμητες δυναμικές της αγοράς παρά σε ένα πιο σαφές σχέδιο.
Οι «υποχρεωτικοί τομείς» και η πρόκληση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής
Εάν κανείς κοιτάξει τις κατευθύνσεις του σχεδίου «Ελλάδα 2.0» θα διαπιστώσει ότι καταρχάς περιλαμβάνει ένα φάσμα τομών και υποδομών που με έναν τρόπο είναι «υποχρεωτικοί».
Αυτό αφορά καταρχάς την «πράσινη μετάβαση», καθώς η χώρα μας, ιδιαίτερα εξαρτημένη από τον λιγνίτη μέχρι τώρα και με ρητή απόφαση για ταχύτερη απολιγνιτοποίηση, χρειάζεται να επιταχύνει τη μετάβαση σε μια νέα ενεργειακή συνθήκη, με πολύ μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τα έργα υποδομής που θα την καθιστούν δυνατή, όπως τα έργα διασύνδεσης των νησιωτικών περιοχών. Γύρω από αυτή τη μετάβαση προφανώς διαμορφώνονται σημαντικές επενδυτικές δυνατότητες προφανώς.
Ο άλλος «υποχρεωτικός τομέας» είναι η ψηφιακή μετάβαση. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατεύθυνση που τόσο ως προς τις υποδομές όσο και ως προς τις δεξιότητες φαντάζει αναπόδραστη μέσα στη συγκυρία. Ταυτόχρονα, η ψηφιακή διάσταση, όπως και η ενέργεια, καθίστανται και αναγκαίες υποδομές για οποιαδήποτε επενδυτική δραστηριότητα, με τον ίδιο τρόπο που η έρευνα και ανάπτυξη θεωρείται αναγκαία συνθήκη μιας αυτοφυούς επενδυτικής δραστηριότητας. Από εκεί και πέρα οι πάγιοι στις ευρωπαϊκές στρατηγικές «πυλώνες» που αφορούν την κοινωνική συνοχή, την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, έρχονται να συμπληρώσουν τις προτεραιότητες.
Αν κάτι απουσιάζει από αυτό το σχέδιο – όπως και από τις περισσότερες προτάσεις οικονομικής πολιτικής εδώ και αρκετά χρόνια – είναι αυτό που κάποτε θα αποκαλούσαμε βιομηχανική πολιτική και δη κλαδική πολιτική. Δηλαδή, μια ολοκληρωμένη πρόταση για το ποιες είναι οι κλαδικές παραγωγικές δυνατότητες, οι στρατηγικοί τομείς, οι τομείς με τη μεγαλύτερη εξωστρέφεια, προστιθέμενη αξία, δυναμική. Με αυτή την έννοια, είναι ως εάν για άλλη μια φορά να επαναλαμβάνεται το σχήμα ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να λειτουργεί με όρους «μαύρου κουτιού», να ορίζει το πλαίσιο, να διαμορφώνει εισροές αλλά να μην παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των εκροών.
Το ερώτημα της ανταπόκρισης του ιδιωτικού τομέα
Η παρουσίαση και η περιγραφή του σχεδίου έδειξε ότι η κυβέρνηση επενδύει ιδιαίτερα στην κινητοποίηση του ίδιου του ιδιωτικού τομέα ως προς την υλοποίηση και το σχεδιασμό των βασικών δράσεων. Αυτό δεν αντανακλά μόνο τη δεδομένη ιδεολογική τοποθέτηση της κυβέρνησης αλλά και την προσπάθεια να διαμορφωθεί μια αυτοτροφοδοτούμενη επιχειρηματική δυναμική, μια νέα συνθήκη επιχειρηματικότητας που να υπερβαίνει την «απορροφησιμότητα»
Μόνο που αυτό με τη σειρά του γεννά το ανοιχτό ερώτημα εάν οι ιστορικά διαμορφωμένες εκδοχές επιχειρηματικότητας στη χώρα θα ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση, συνεισφέροντας με τη σειρά τους σε αυτές τις επενδύσεις και αποδεχόμενες ότι η πρόκληση δεν είναι απλώς η βελτίωση των ισολογισμών τους, αλλά η παραγωγικότητα, η εξαγωγική εξωστρέφεια και η απασχόληση.
Ο παράγοντας εργασία
Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει ο παράγοντας εργασία. Τυπικά το Σχέδιο περιλαμβάνει διάφορες δράσεις που αφορούν την αύξηση της απασχόλησης, τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Όμως, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι κατά κύριο λόγο η αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων παρουσιάζεται ως συνάρτηση της επένδυσης, είτε αυτής στον εργαζόμενο, είτε της επιχειρηματικής.
Την ίδια στιγμή όμως η μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου που προετοιμάζει η κυβέρνηση που εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο Εθνικής Ανάκαμψης, θα μπορούσε να δεχτεί την κριτική ότι μάλλον αναπαράγει την πεπατημένη μιας νεοφιλελεύθερης «απορρύθμισης» των εργασιακών σχέσεων, έστω και με την προσθήκη των δράσεων κατά της αδήλωτης εργασίας και πλευρών εργοδοτικής παραβατικότητας, παρά μια πορεία που να αναβαθμίζει τη θέση των εργαζομένων, τα δικαιώματα, την εργασιακή εξασφάλιση, τις απολαβές.
Όμως, αυτό σημαίνει ότι για άλλη μια φορά χάνεται η ευκαιρία να ακολουθηθεί μια άλλη πορεία, που θα έβλεπε την εργασιακή σταθερότητα, την προστασία των θέσεων απασχόλησης, τις θεσμοθετημένες αξιοπρεπείς αμοιβές (που επιστρέφουν ως ερώτημα διεθνώς εάν δούμε και την πολιτική μάχη για την αύξηση του κατώτατου μισθού στις ΗΠΑ), τα δικαιώματα λόγου των εργαζομένων στους όρους εργασίας, ως την αφετηρία για μια άλλη συμβολή και της εργασίας στην αύξηση της παραγωγικότητα και έναν άλλο αναπτυξιακό δρόμο.
Τα όρια των μεταρρυθμίσεων
Το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» δίνει μεγάλη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, είτε αυτές αφορούν το επενδυτικό περιβάλλον, αλλά και τομείς όπως η Παιδεία.
Και εδώ η πορεία υλοποίησης θα κρίνει πολλά. Για να το πούμε πιο απλά: υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας ως τέτοιας ή για την επιτάχυνση της επίλυσης δικαστικών διαφορών που κινητοποιούνται από επιχειρηματικούς ανταγωνισμούς και την διάχυτη συχνά τάση να θεωρείται ότι το μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη είναι η προστασία των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς ή η περιβαλλοντική νομοθεσία. Άλλωστε, θα ήταν μάλλον αντιφατικό να είναι η «πράσινη μετάβαση» πρώτος πυλώνας του σχεδίου και στη συνέχεια να αίρονται περιβαλλοντικοί περιορισμοί.
Αντίστοιχα, η υπόθεση της Παιδείας είναι πολύ σημαντική. Τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος ως προς τις υποδομές, τις ελλείψεις σε προσωπικό (που αποτυπώνονται στο ότι θεωρείται επιτυχία η «έγκαιρη άφιξη των αναπληρωτών»), τις παρεχόμενες δεξιότητες τις γνωρίζουμε. Όπως και γνωρίζουμε τη μεγάλη δουλειά που γίνεται και στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο πανεπιστήμιο και την ανάγκη αυτή να ενισχυθεί με αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών, νέα δυναμικά προγράμματα σε όλες τις βαθμίδες, ακόμη μεγαλύτερη αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού της χώρας. Εύλογα επομένως αναρωτιέται κανείς ποια είναι σε αυτό το φόντο η «αναπτυξιακή συνεισφορά» προτεραιοτήτων όπως η «Πανεπιστημιακή Αστυνομία» ή η επιμονή στην επιστροφή θεσμών που στην πράξη μόνο αναστάτωση προκάλεσαν όπως τα «Συμβούλια Ιδρύματος».