Εξήντα έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο με αίτημα την Ενωση με την Ελλάδα. Αν και κανείς δεν αμφισβητεί τις ένδοξες στιγμές του, είναι αλήθεια πως ακόμα και σήμερα λίγο συζητούνται όλες οι πτυχές ενός αγώνα ο οποίος ξεκίνησε έχοντας αποκλείσει ίσως και την πλειονότητα – τότε – του κυπριακού λαού, εάν υπολογίσει κανείς τη δύναμη της Αριστεράς μαζί και τους Τουρκοκύπριους.
Ενός αγώνα ο οποίος έγινε παρά τις προειδοποιήσεις της Αθήνας για το ανεδαφικό της ιδέας της Ενωσης και τους κινδύνους που εμπεριέκλειε, τόσο για την ίδια την Κύπρο όσο και για τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πλήρωσε το τίμημα με τα Σεπτεμβριανά. Ενός αγώνα, ο οποίος οδήγησε σε μια ανεξαρτησία στην οποία λίγοι – και στις δύο κοινότητες – πίστεψαν και ακόμα λιγότεροι τη σεβάστηκαν. Η συνέχεια είναι γνωστή. Από τον σκληρό πυρήνα της ΕΟΚΑ ο Γρίβας έφτιαξε την ΕΟΚΑ Β’ και με τη σύμπραξη της Χούντας και έτσι φτάσαμε στο 1974 και την εξυπηρέτηση των τουρκικών σχεδιασμών. Εξήντα έξι χρόνια μετά, η μισή πλέον Κύπρος αγωνίζεται να επιβιώσει, η δε άλλη μισή κινδυνεύει να δει ένωση… αλλά με την Τουρκία.
Οι ήρωες παραμένουν ήρωες
Οι ηρωικές στιγμές του αγώνα της ΕΟΚΑ δεν επηρεάζονται από τα πιο πάνω βέβαια και ούτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι άνθρωποι όπως ο Αυξεντίου, ο Παλληκαρίδης, ο Μάτσης και τόσοι άλλοι νέοι οι οποίοι αγνά και πρόθυμα θυσίασαν τη ζωή τους φέρουν την όποια ευθύνη για τα όσα προκλήθηκαν εξαιτίας των ανέφικτων επιδιώξεων της ηγεσίας. Ούτε ο υπόλοιπος κόσμος που αγωνίστηκε ευθύνεται, ούτε βέβαια και άτομα όπως ο πολλά υποσχόμενος τομεάρχης της ΕΟΚΑ Γιαννάκης Στεφανίδης, γιος του παπα-Ανδρέα Στεφανίδη ο οποίος δολοφονήθηκε από άλλα στελέχη της οργάνωσης μάλλον διότι θεωρήθηκε επικίνδυνος για τον διαμοιρασμό της εξουσίας που θα ακολουθούσε.
Κατά πολλούς, ο λόγος και της προδοσίας εις βάρος του Αυξεντίου η οποία αποδόθηκε σε κάποιον «βοσκό» τον οποίο φέρεται να φυγάδευσαν οι Αγγλοι αλλά παραδόξως δεν τον ήξερε κανείς. Ολοι όσοι αγνά αγωνίστηκαν πίστεψαν στην Ενωση, εξ ου και πολλοί θυσιάστηκαν για αυτήν. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι με τη στυγνή τρομοκρατία εις βάρος όσων ο Γρίβας κυρίως – αλλά και ο Μακάριος – θεωρούσαν ότι δεν χωρούσαν στον αγώνα να είναι ακόμα και σήμερα μια ανοιχτή πληγή.
Οι μαύρες σελίδες
Οσο τα χρόνια περνούν, εντονότερη προβάλλει κάθε χρόνο η απαίτηση για την απόδοση δικαιοσύνης σε σχέση με τους δολοφονηθέντες από την ΕΟΚΑ ελληνοκύπριους πολίτες και αστυνομικούς, με τους πρώτους να ανέρχονται στους 203 και τους δεύτερους σε 14, όταν οι Αγγλοι που σκότωσε η ΕΟΚΑ είναι μόλις 371. Μέλη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος κυρίως αλλά και επικριτές των ακροτήτων του Γρίβα, στους οποίους φορτώνονταν αόριστες και ατεκμηρίωτες μέχρι και σήμερα κατηγορίες περί προδοσίας, δολοφονήθηκαν με βάναυσο τρόπο ακόμα και μπροστά στα παιδιά τους.
Πέρα από τις «κλασικές» εκτελέσεις, υπήρξαν λιθοβολισμοί, ξυλοδαρμοί μέχρι θανάτου, δολοφονίες με ξύλα στα οποία είχαν τοποθετεί πρόκες και σωρεία άλλων βάρβαρων ενεργειών. Δεν ήταν όμως πάντα πολιτικά τα κίνητρα, ήταν κάποιες φορές ακόμα και γυναικοδουλειές, κτηματικές και προσωπικές διαφορές, για τις οποίες μάλιστα καταγράφηκε και μια δολοφονία μέσα στο ψαλτήρι εκκλησίας. Ηταν ο Μανώλης Πιερίδης ο οποίος εκτελέστηκε από μασκοφόρους ενώ έψαλλε στον Αγιο Γεώργιο Κυθρέας μπροστά στα δύο ανήλικα παιδιά του. Ολοι βαφτίζονταν «προδότες» για να σταματήσει ο θόρυβος και τα παιδιά τους μεγάλωσαν και με το στίγμα, χωρίς καμία απόδειξη. Η Αριστερά πιστεύει ότι επρόκειτο για μια εκστρατεία εκφοβισμού των μελών της και άλλων προκειμένου να μην εναντιώνεται κανείς στη δράση του Γρίβα, το αντικομμουνιστικό μένος του οποίου τους είχε αποκλείσει ούτως ή άλλως ρητά από τον αγώνα, εξ αρχής.
Η θυσία και η συνέχεια
Ο αγώνας για την Ενωση απέτυχε. Αυτό που πέτυχε ήταν την ανακατανομή της εξουσίας μετά την ανεξαρτησία, τον παραγκωνισμό της αστικής τάξης η οποία μέχρι τότε ήλεγχε τα της κυπριακής κοινωνίας και την παράδοση σε μεγάλο βαθμό της νέας κατάστασης πραγμάτων στην εκκλησία και στα μέλη της ΕΟΚΑ και τους απογόνους τους, αλλά και σε όσους εκμεταλλεύτηκαν το κενό με την αποχώρηση των τουρκοκυπρίων το 1963 για να μεταφέρουν τις εξουσίες που τους αναλογούσαν σε ελληνικυπριακά κέντρα εξουσίας, πολιτικά και οικονομικά. Σήμερα, σε μια περίοδο πρωτόγνωρης παρακμής της χώρας, διαφθοράς, σκανδάλων και αποσύνθεσης, οι πραγματικοί ήρωες εκείνου του αγώνα όπως και τα αδικαίωτα θύματά του είναι από μια άποψη τυχεροί που δεν μπορούν να δουν τη συνέχεια και το γιατί θυσιάστηκαν.