Ο ένας, ο Plantu, έκλεισε την περασμένη εβδομάδα τα 70. Ο άλλος, ο Willem, κλείνει αύριο τα 80. Διαφορετικοί σε στυλ και χαρακτήρα αλλά εξίσου χαρισματικοί σκιτσογράφοι, συνέδεσαν τη ζωή και το όνομά τους με δύο από τις σπουδαιότερες γαλλικές εφημερίδες: τη «Le Monde» ο Plantu, εδώ και μισό αιώνα, τη «Libération» ο Willem, εδώ και σαράντα χρόνια. Η ζωή τα έφερε έτσι που ο αποχαιρετισμός τους συνέπεσε, και τα αγαπημένα τους έντυπα τους τίμησαν ως τους αξίζει, με πολυσέλιδα αφιερώματα και μεγάλες συνεντεύξεις. Γιατί σταματούν όμως; Αφού λένε και οι δύο το ίδιο, πως αυτό που κάνουν «δεν είναι ένα επάγγελμα, είναι μια ζωή», πως τα σκίτσα είναι το «οξυγόνο» τους. Αποδεικνύεται πως έχουν και οι δύο τον ίδιο φόβο: να μην κάνουν το «παραπανίσιο σκίτσο». «Φοβάμαι μήπως πουν: γαντζώνεται, αλλά είναι κουρασμένος, δεν ανανεώνεται, γιατί είναι ακόμα εδώ;» εξηγεί ο Plantu. «Δεν νιώθω άνετα με όλα αυτά τα ψηφιακά. Ολα αυτά τα συνθηματικά, τους κωδικούς… χάνομαι», λέει ο Willem. Τέλος εποχής, λοιπόν, αλλά οι απανταχού λάτρεις των σκίτσων τους μπορούν να παρηγορηθούν με την ιδέα πως αμφότεροι αφήνουν στο πόστο τους άξιους συνεχιστές – και, επίσης, πως θα είναι μερική μόνο η σύνταξή τους, ο Plantu έχει «χίλιες ιδέες» και ο Willem θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη, το σατιρικό περιοδικό «Charlie Hebdo».
«Πάνε δέκα χρόνια που ζητάω από τους διευθυντές της “Monde” να με αντικαταστήσουν με κάποιον/α νεότερο/η. Φανταστείτε τη χαρά μου που με διαδέχονται οι σκιτσογράφοι της Cartooning for Peace», επισημαίνει ο Plantu αναφερόμενος στη διεθνή κολεκτίβα που ίδρυσε ο ίδιος από κοινού με τον πρώην γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, το 2006, και η οποία συνασπίζει συνολικά 220 σκιτσογράφους από 54 χώρες: ένα επιλεγμένο σκίτσο κάποιου ή κάποιας από αυτούς θα δημοσιεύει εφεξής καθημερινά η «Monde» στο πρωτοσέλιδό της, στη θέση του δικού του.
Οσο για τον Willem, αυτός παραδίδει, στη «Libération», τη σκυτάλη στην 38χρονη Coco, μία από τους επιζήσαντες της σφαγής στο «Charlie Hebdo» – και είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει γυναίκα τη θέση τού επίσημου, τρόπον τινά, σκιτσογράφου σε μια μεγάλη γαλλική εφημερίδα. «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, αγαπημένε μου Willem. Θα δουλέψω, θα καλλιεργηθώ, θα τολμήσω, θα διασκεδάσω. Και κυρίως: θα είμαι ελεύθερη και θα σκιτσάρω», διαμήνυσε η Coco σε αυτή την «ιδιοφυΐα του σκίτσου». Γιατί δεν ζει στο Παρίσι ο Willem, εδώ και δέκα χρόνια έχει εγκατασταθεί μαζί με την αγαπημένη του Μεντί, τη νορβηγίδα καλλιτέχνιδα που γνώρισε και ερωτεύτηκε μια μέρα του 1969 στο Παρίσι, στο νησί Γκρουά, ανοιχτά των ακτών της Βρετάνης: εκεί ταξίδεψαν, με όλες τις δυσκολίες της πανδημίας, προκειμένου να του πάρουν συνέντευξη, μια ομάδα δημοσιογράφων της «Libération»: τους ομολόγησε πως τον τρομάζει λίγο ο χωρισμός του από την εφημερίδα, αναρωτήθηκε μάλιστα μήπως ένα πρόβλημα που διαπίστωσε πρόσφατα στην ακοή του «οφείλεται σε αυτό, μήπως είναι ψυχοσωματικό… Υπάρχουν ακόμα τόσα πράγματα που θέλω να παρακολουθήσω», πρόσθεσε.
Δεν είναι γεννημένος Γάλλος ο Willem, στο Ερμελο της Ολλανδίας γεννήθηκε το 1941, ως Μπέρνχαρντ Βίλεμ Χόλτροπ, ο μικρότερος πέντε παιδιών: από τον γιατρό και αντιστασιακό πατέρα του κληρονόμησε τον αντιμιλιταρισμό του – και το μίσος για τους Ναζί. «Σκράπας», κατά δική του δήλωση, στο σχολείο, αγαπούσε μόνο το σκίτσο και την ιστορία, το πρώτο σκίτσο που δημοσίευσε όμως, το 1966, δεν του βγήκε σε καλό, απεικόνιζε τη βασίλισσα Τζουλιάνα της Ολλανδίας σαν ιερόδουλη, και ήταν η αφορμή για να κατασχεθεί το μικρό σατιρικό περιοδικό που είχε ιδρύσει, συμμετέχοντας στο ολλανδικό αναρχοκαλλιτεχνοοικολογικό κίνημα Provo. Στη Γαλλία κατέφθασε το 1968, σε ένα Παρίσι σε πλήρη αναβρασμό. Συνδέθηκε με τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη Ρολάν Τοπόρ και τον σκιτσογράφο Siné, εργάστηκε για το σατιρικό περιοδικό «L’ Enragé», κατόπιν για το θρυλικό «Hara-Kiri», τον πρόδρομο του «Charlie Hebdo». Εγινε ένας μετρ της πρόκλησης και της καυστικής σάτιρας – στη «Libération» από το 1982, στο «Charlie Hebdo» από το 1992. Για την τζιχαντιστική επίθεση που κόστισε τη ζωή σε τόσους αγαπημένους συναδέλφους του στο περιοδικό, τον Ιανουάριο του 2015, δεν του αρέσει να μιλάει δημοσίως, τους μνημονεύει όμως καθημερινά στις ιδιωτικές του συζητήσεις με τη Μεντί. «Τους φανατικούς δεν τους αγαπώ πολύ. Οι άνθρωποι που έχουν τη θρησκεία τους και δεν μιλούν για αυτή, μια χαρά», λέει απλά.
Δεν του παίρνεις εύκολα λόγια του Willem, γι’ αυτό πήγαν τέσσερις δημοσιογράφοι να τον βρουν στο Γκρουά, είναι ένας άνθρωπος μοναχικός και λιγομίλητος, εκφράζεται μέσα από τα σκίτσα του. Ο Plantu, κατά κόσμον Ζαν Πλαντιρέ, έχει άλλο χαρακτήρα, άλλο ύφος – ας πούμε πως ο καθένας βρήκε την εφημερίδα που του ταίριαζε. Οι γονείς του τον προόριζαν για γιατρό, έπειτα από δύο χρόνια στην ιατρική σχολή, όμως, εκείνος τα παράτησε και πήγε στις Βρυξέλλες να σπουδάσει σχέδιο στη σχολή Saint-Luc. Αναγκάστηκε ωστόσο να την εγκαταλείψει έπειτα από τρεις μήνες λόγω έλλειψης χρημάτων (είχε τσακωθεί με τον πατέρα του), «δεν πήρα καν τις βάσεις» λέει και επιμένει πως «εξακολουθεί να μην τις έχει», πως του λείπει η τεχνική – «ψαρεύετε κομπλιμέντα τώρα!» του αντέτεινε η δημοσιογράφος. Αλλά όχι, μοιάζει ειλικρινής ο Plantu όταν εξηγεί πόσο απίστευτο του φαινόταν όταν άρχισε να σκιτσάρει για τη «Monde», το 1972, να πληρώνεται «για να κάνει το κέφι του». Το πρώτο του πρωτοσέλιδο σκίτσο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το 1978, το ραντεβού έγινε καθημερινό από το 1985 – μέχρι και χθες, οπότε το αγαπημένο του ποντικάκι, που έβρισκε καθημερινά τρόπο να τρυπώνει στις γελοιογραφίες του, κούνησε το μαντίλι στους αναγνώστες.
«Α, το ποντικάκι μου! Το δημιούργησα μια μέρα θυμού με μια καλλιτεχνική διευθύντρια που είχε ξαποστείλει δύο σκιτσογράφους και αρνιόταν κάθε διάλογο. Το ποντικάκι μου, ανεξέλεγκτο και αλλόκοτο, είχε λοιπόν ως στόχο να της βγάλει, τρόπον τινά, τη γλώσσα. Κι έπειτα οι αναγνώστες το αγάπησαν και έγινε ο συνεργός μου, ο έμπιστός μου, η εκτόνωσή μου» αποκαλύπτει. Ενα μεγάλο «ευχαριστώ», Plantu, Willem, από τους απανταχού γαλλόφιλους.