Το φιάσκο της ΕΕ με τα εμβόλια, η κόντρα διαρκείας με την AstraZeneca και το πολιτικό κόστος που αυτά συνεπάγονται για τις κυβερνήσεις και τους ηγέτες των 27 τούς έχουν διδάξει κάτι, αν μη τι άλλο. Ή, αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, έχουν επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζαν αλλά ποτέ δεν βίωσαν ως μια κρίση τέτοιας έκτασης και διάρκειας ώστε να το αντιμετωπίσουν: Οτι ειδικά σε περιόδους έκτακτης ανάγκης η Ευρώπη οφείλει να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις για να τα βγάλει πέρα. Κυρίως σε επίπεδο παραγωγής, μια και στην έρευνα πρωτοπορεί ήδη, όπως δείχνουν και οι επιδόσεις της BioNTech, εταίρου της Pfizer.
Η ουσία είναι πως τα ψέματα και οι αυταπάτες έχουν πλέον τελειώσει και έχει έρθει η ώρα των αποφάσεων και της ανάληψης δράσης. Οι πρώτες έχουν ουσιαστικά ληφθεί και επισημοποιηθεί κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, η οποία έδωσε το πράσινο φως στους αρμόδιους να προχωρήσουν. Κι εδώ, όπως όλα δείχνουν, «πρώτο βιολί» είναι ο Τιερί Μπρετόν. Ο γάλλος επίτροπος που έχει χρεωθεί το χαρτοφυλάκιο της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ και της εύρυθμης λειτουργίας της – το οποίο, αντικειμενικά, περιλαμβάνει και τη βιομηχανία.
Οπως, λοιπόν, σημειώνει η γαλλική «Le Monde», ο Μπρετόν διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε όλα τα μέτωπα που έχουν να κάνουν με τα εμβόλια – πρώτες ύλες, παραγωγή, τυποποίηση και συσκευασία, καθώς και διανομή. «Με μια εμμονή: Να εντοπίσει μονάδες ή παραγωγικές αλυσίδες που θα καταστήσουν δυνατή την αύξηση των δόσεων που παρασκευάζονται στην Ευρώπη».
Σε αυτό το πλαίσιο, μέσα στους δύο τελευταίους μήνες ο Μπρετόν έχει επισκεφθεί κάθε γωνιά της Γηραιάς Ηπείρου – Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Δανία, Λετονία, Εσθονία, Ισπανία και Πορτογαλία – με σκοπό να πραγματοποιήσει αυτοψίες στις υπάρχουσες μονάδες και να αξιολογήσει κατά πόσο (και υπό ποιες προϋποθέσεις) μπορούν να ενταχθούν στο σχέδιό του και να το εξυπηρετήσουν. Οι πληροφορίες της γαλλικής εφημερίδας αναφέρουν, μάλιστα, ότι μέχρι στιγμής έχουν μπει στη σχετική λίστα 53 μικρές, μεσαίες και μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και έχει τεθεί στόχος, μέχρι το τέλος του 2021, να είναι σε θέση να παράγουν 2-3 δισεκατομμύρια δόσεις ετησίως – αριθμός θεωρητικά υπερεπαρκής για να καλύψει τις ανάγκες των 450 εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ.
Η πρόοδος που έχει συντελεστεί ήδη μπορεί να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Για του λόγου το αληθές, τον Ιανουάριο η Ευρώπη παρήγαγε μόλις 30 εκατομμύρια δόσεις, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές εξήχθησαν, βάσει των υπαρχόντων συμβολαίων. Ο παραπάνω αριθμός, που μεταφραζόταν σε μια δυναμικότητα της τάξης των 360 εκατ. δόσεων κατ’ έτος, έχει σήμερα τετραπλασιαστεί καθώς με τις μονάδες που έχουν ενταχθεί ήδη στην παραγωγή και δουλεύουν νυχθημερόν φτάνει τα 1,2 δισ. δόσεις.
Ταυτόχρονα, στις 29 και 31 Μαρτίου, ο Μπρετόν έθεσε σε λειτουργία έναν (προσωρινό, όπως διευκρίνισε) διαδικτυακό κόμβο, στον οποίο μπορούν να συναντώνται και να ανταλλάσσουν εμπειρία και τεχνογνωσία καθώς και να συντονίζονται 300 παραγωγικές ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υγείας και του φαρμάκου. Οι εταιρείες αυτές προέρχονται από 25 κράτη-μέλη, ενώ μόνο δύο (Κύπρος και Σλοβακία) δεν εκπροσωπούνται, τουλάχιστον για την ώρα.
Εξάλλου, η ευρωπαϊκή «αλυσίδα» που δημιουργεί ο Μπρετόν δεν περιλαμβάνει μόνο τις μονάδες των εταιρειών που παράγουν τα εγκεκριμένα και υπό έγκριση εμβόλια, αλλά και υπεργολάβους, οι οποίοι συμφωνούν να αλλάξουν τις γραμμές παραγωγής τους. Επίσης, καλύπτει και άλλες πλευρές, ζωτικής σημασίας, όπως για παράδειγμα της επάρκειας και αυτάρκειας σε σύριγγες και τεράστιους αποστειρωμένους σάκους, μέσα στους οποίους θα γίνουν η ανάμειξη των υλικών και η πρωτογενής παραγωγή των εμβολίων, προτού τοποθετηθούν σε φιαλίδια – μια ανάγκη που καλύπτεται κυρίως από τη γερμανική Merck, ενώ μέχρι τώρα αυτό γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέσω εισαγωγών από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Την ίδια στιγμή, το Παρίσι, δια στόματος του υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Κλεμάν Μπον, κάλεσε την ΕΕ να διαθέσει επειγόντως και πάντως πριν το καλοκαίρι, τα «αρκετά δισ. ευρώ» που απαιτούνται για την ανάπτυξη και παραγωγή εμβολίων δεύτερης γενιάς κατά της Covid-19. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως είπε, η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει πάλι πίσω από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.