Η δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τονίζει ο Πολ Τόμσεν, ο πρώην διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, στη συνέντευξή του με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ενόψει συμμετοχής του σε συνέδριο του Economist. Δηλώνει απαισιόδοξος ως προς την προοπτική αυτή, απορρίπτοντας πάντως κατηγορητικά τον κίνδυνο να χρειαστεί η χώρα ένα νέο Μνημόνιο. Επισημαίνει, όμως, ότι τα υψηλά χρέη θα χρειαστούν αναδιάρθρωση ή αμοιβαιοποίηση μέσω της ΕΚΤ. Ο γνώριμός μας ως ο «σκληρός» της τρόικας μιλά ακόμη για τα Μνημόνια και παραδέχεται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και σε προσωπικό επίπεδο, ότι θα έπρεπε να γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους νωρίτερα, το 2010.
Η Ευρώπη αποφάσισε ένα μεγάλο πακέτο ανάκαμψης, ωστόσο καθυστερεί. Ποιους λόγους ανησυχίας βλέπετε και τι θα προτείνατε;
Δεν ανησυχώ τόσο για την καθυστέρηση. Βραχυπρόθεσμα, το κύριο μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης COVID-19 είναι η απόφαση της ΕΚΤ να παρέχει στοχευμένη στήριξη σε ευάλωτες χώρες, όντας σε ετοιμότητα να παρεκκλίνει από την κλείδα κατανοµής κατά την αγορά ομολόγων των κρατών – μελών. Αυτή η πολιτική έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή και επιτρέπει σε χώρες με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η Ελλάδα, να δώσουν ισχυρή απάντηση στην κρίση COVID-19, χωρίς να ανησυχούν για το κόστος και τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης. Το άλλο μέρος της ευρωπαϊκής απάντησης, η δημοσιονομική στήριξη από την Ευρώπη μέσω του νέου RRF, θα είναι επίσης σημαντικό στην πορεία. Αλλά είναι κρίσιμης σημασίας να γίνει με τον σωστό τρόπο. Εάν η στήριξη δεν θεωρηθεί ότι απέδωσε, θα μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά την ευρωπαϊκή στήριξη για τον νέο μηχανισμό.
Ποια η άποψή σας για τη συζήτηση που ξεκίνησε από την πρόταση 100 οικονομολόγων για ακύρωση χρέους από την ΕΚΤ; Τι πρέπει να γίνει στην περίπτωση υπερχρεωμένων χωρών, όπως η Ελλάδα, και στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και ποια πορεία να ακολουθήσει η Ελλάδα προς βιώσιμη δημοσιονομική θέση και ισχυρή ανάκαμψη;
Πιστεύω ότι το χρέος θα πρέπει τελικώς να αναδιαρθρωθεί. Το γεγονός ότι οι χώρες με υψηλό χρέος πρέπει τώρα να στηριχθούν από την Ευρώπη μέσω του RRF, με τη μορφή επιχορηγήσεων που χρηματοδοτούνται από αμοιβαιοποιημένο χρέος και την παρέκκλιση της ΕΚΤ από την κλείδα κατανομής, δείχνει σαφώς ότι αυτά τα επίπεδα χρέους ορισμένων χωρών είναι μη βιώσιμα υψηλά, με την έννοια ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κλυδωνισμούς χωρίς να χρειάζονται διάσωση. Μελλοντικά, δεν πιστεύω ότι είναι ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι αυτές οι χώρες μπορούν να μειώσουν το χρέος σε βιώσιμο επίπεδο μέσω δημοσιονομικής εξυγίανσης. Το χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί ή να αμοιβαιοποιηθεί, πιθανώς μέσω της ΕΚΤ. Αυτό συμβαίνει ήδη. Το πρόβλημα δεν είναι το ΣΣΑ, αλλά το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει σημειώσει πρόοδο στην αντιμετώπιση του διαρθρωτικού προβλήματος που προκαλεί βαθύ κατακερματισμό Βορρά – Νότου και καθιστά την ευρωζώνη εγγενώς ασταθή. Οσον αφορά την Ελλάδα, η δημοσιονομική βιωσιμότητα θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιαιτέρως του ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος, αλλά και ευρύτερων μεταρρυθμίσεων εκτός δημόσιου τομέα, ώστε να γίνει η οικονομία πιο ανοιχτή και ευέλικτη. Δυστυχώς, σημειώθηκε μικρή πρόοδος σε αυτούς τους τομείς κατά τη διάρκεια της κρίσης και δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική στήριξη για να δοθεί νέα πνοή σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει την κληρονομιά της κρίσης, και αντιμετωπίζει τώρα και τις προκλήσεις του COVID-19. Θα ανακάμψει από αυτόν τον κλυδωνισμό ή θα οδηγηθεί σε νέο Μνημόνιο;
Οπως είπα, νομίζω ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναλάβει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να ευημερήσει στην ευρωζώνη. Χωρίς τέτοιες μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα δεν θα καλύψει τα κενά και μεγάλος αριθμός νέων θα συνεχίσει να φεύγει για να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή αλλού. Αυτή είναι η θεμελιώδης πρόκληση που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι έλληνες υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Απ’ ό,τι βλέπω, είμαι κάπως απαισιόδοξος για τις προοπτικές. Τούτου λεχθέντος, δεν βλέπω κανέναν κίνδυνο η Ελλάδα να χρειαστεί άλλο πρόγραμμα. Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την ευρωζώνη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χρέους διακρατείται από επίσημους ευρωπαίους πιστωτές. Απλά θα το μετακυλίσουν αν χρειαστεί. Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι θα το έκαναν μόνο στο πλαίσιο ενός προγράμματος τύπου τρόικας. Αλλά αυτά τα προγράμματα είχαν μικρή πολιτική νομιμότητα, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικά, και δεν βλέπω κανέναν να έχει την όρεξη να τα δοκιμάσει ξανά.
Εχουν ειπωθεί πολλά για τα τρία προγράμματα διάσωσης και τον ρόλο του ΔΝΤ. Ποια η γνώμη σας, πιστεύετε ότι έγιναν λάθη από την Ευρώπη και το ΔΝΤ και ποια;
Σίγουρα βλέπω διαφορετικά το πρόβλημα απ’ ό,τι το 2010. Ουσιαστικά, το πρόβλημα είναι ότι η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν μια πολιτική απόφαση που δεν είχε καμία βάση στην οικονομική πραγματικότητα. Η ιδέα που ήταν τότε δημοφιλής στους οικονομολόγους, ότι η υιοθέτηση ενός ονομαστικού ζουρλομανδύα (nominal straitjacket) με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος θα ανάγκαζε να υποστηριχθούν πολιτικά οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις, αποδείχθηκε ψευδαίσθηση. Το κυρίαρχο πρόβλημα είναι ότι η ευρωζώνη δεν σημειώνει πρόοδο στο να ξεπεράσει τα προβλήματα διακυβέρνησης που προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν είναι πολιτική ένωση, το διακριτό χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από άλλες μεγάλες νομισματικές περιοχές και είναι η πηγή του εγγενούς προβλήματος σταθερότητας. Και δεν σημειώνει πρόοδο η Ευρώπη ούτε στην επιβολή της συμμόρφωσης με τους αδύναμους κανόνες που θεσπίστηκαν ως υποκατάστατο μιας πολιτικής ένωσης, αντιθέτως. Στο πλαίσιο αυτό, δεν βλέπω πώς η Ευρώπη θα σημειώσει πρόοδο για να ξεπεραστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα που διέπουν τον κατακερματισμό Βορρά – Νότου και πιστεύω ότι η κρίση του COVID-19 θα αυξήσει αυτόν τον κατακερματισμό, παρά τις επιχορηγήσεις και την αμοιβαιοποίηση χρέους. Οπως το βλέπω τώρα, θα ήμουν πολύ πιο δυναμικός στο να υποστηρίξω αναδιάρθρωση του χρέους ήδη το 2010. Αποδέχομαι ότι αυτό θα ήταν επικίνδυνο τότε ελλείψει μηχανισμών ασφάλειας, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να επιμείνουμε σε μια κατανόηση με τους ευρωπαίους πιστωτές ότι το χρέος θα αναδιαρθρωνόταν μόλις παρουσιάζονταν τέτοιοι μηχανισμοί ασφάλειας. Μολονότι το ΔΝΤ κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα καθυστερημένα, άλλοι φαίνεται να μην έχουν φτάσει εκεί ακόμα.