«Οι Προστάτιδες Δυνάμεις έστειλαν δευτερότριτους. Είναι κι αυτό δείγμα του μητσοτάκειου κύρους, μαζί με το εξώφυλλο του “Spectator” που τον παρουσίασε ημίγυμνο, σαν μουρλοκακομοίρα». Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την πεποιημένη αναφορά στον 19ο αιώνα; Ή από το δάνειο μεταμεσονύχτιου ριάλιτι; Το άρθρο του πρώην υπουργού Νίκου Ξυδάκη με τίτλο «To εθνικό μας kitsch: η Νέα Δημοκρατία του Σαλό» θα μπορούσε να έχει γραφτεί ακόμη και αν δεν υπήρχε η αφορμή: η εναντίωση στις επετειακές εκδηλώσεις εν ονόματι μιας κάποιας ιδεολογίας. Ο ρήτωρ εξέκρινε τοξικότητα τη στιγμή που μιλούσε για κυρίαρχη αισθητική. Ακόμη και αν κάποιος αποδεχόταν το έναυσμα για διάλογο -όπως θέλει το κατσιασμένο πλέον στερεότυπο -, η «θερμοκρασία» παρέπεμπε σε εμφυλιοπολεμική ρητορική. «Αυτή είναι η φτιάξη της εγχώριας Δεξιάς: εθελόδουλη και μεταπρατική. Και kitsch, εκθαμβωτικό, πηχτό, kitsch, πληρωμένο με κρατικό χρήμα. Με τέτοιο στραβό ξύλο είναι φτιαγμένοι οι παρ’ ημίν κοτζαμπάσηδες». Δεν είναι η πρώτη φορά που ξεχειλώνει το αφήγημα της ορμπανοποίησης με ζήλο νεοφώτιστου. Τον Αύγουστο του 2018 υπέγραφε αντιδεξιό μανιφέστο -με τις συνακόλουθες ανιστορικές αιχμές: «Οι πρωθιερείς της διαπλοκής και της χρεοκοπίας λυσσομανούν για την εκδικητική τους Παλινόρθωση. Αρκετοί απ’ αυτούς δεν είναι καν απόγονοι του Δηλιγιάννη και του Γούναρη… Είναι δηλωμένοι εχθροί της δημοκρατίας. Είναι διορισμένα τσιράκια του δικτάτορα Παπαδόπουλου, φανεροί εραστές της απολυταρχίας, συνοδοιπόροι εθνικοσοσιαλιστών».
Από κοντά και η τέως υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά. Δεν απέφυγε την απαξίωση που απαντά σε σφαίρες της ανώτερης πνευματικής δραστηριότητας, εκεί όπου καταπίνεται η κάμηλος του πολακισμού και διυλίζεται ο κώνωπας: «Μετά το τέλος της παρέλασης και τον κενό νοήματος επίσημο εορτασμό με την ελεήμονα συνδρομή κάτι αγγαρεμένων ξένων επισήμων… μετά την ασημαντολογία και τιποτολογία των σχολιασμών της δημόσιας τηλεόρασης, μετά τις αερολογίες και τις αφόρητες κοινοτοπίες λόγων και χαιρετισμών… ας ξεχάσουμε γρήγορα όσα είδαμε». Με άλλα λόγια, η επέτειος άρχισε και τελείωσε στις 25 Μαρτίου. Μην αναζητείτε σκοπό. Ούτε και αντιπρόταση.
Αλλά έστω ότι ήταν ο τρόπος άγαρμπος και οι «αρνητές» είχαν εν μέρει δίκιο. Εστω ότι πρέπει να αναζητήσουμε εκ νέου το «δεξιό κιτς», να αναψηλαφήσουμε τις ρίζες του στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση («κ@λοδεξιά, ΕΡΕ») και τη μεταπολιτευτική αμηχανία. Κάτω από τις γενικεύσεις θάβονται οι αντιφάσεις μιας κοινωνίας, αλλά έστω ότι απέναντι στην επελαύνουσα κάποτε ελευθεριότητα του ΠΑΣΟΚ η Δεξιά ταμπουρώθηκε στο χρονοντούλαπο των ενοχών της και αποδέχθηκε την (αυτο)μαστίγωση. Η περίφημη αριστερή ηγεμονία, άλλωστε, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ένδεια ενός αντιπαραδείγματος. Το μόνο που θα σταθεί όρθιο επί δεκαετίες, στους αντίποδες του διακομματικού κιτς, θα ταυτιστεί με τον πολιτικό που αφαίρεσε από την Ελλάδα το βαλκανικό της ένδυμα για να την πετάξει στα βαθιά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το χατζιδακικό, από την άλλη, θα επισύρει την μήνιν του αυριανισμού επειδή θα αντικρούει τη νεοελληνική κακογουστιά με την αριστοκρατικότητα ενός πολίτη που γνωρίζει την καταγωγή του.
Το κιτς, κατά την πρόσφατη ερμηνεία, είναι μονίμως νεοδεξιό. Απότοκο μιας κληρονομικής ολιγαρχίας που ονειρεύεται την εσαεί παλινόρθωσή της μέσω της καταστολής. Δεν μπορεί να επιβάλει ένα (προοδευτικό) αφήγημα για την επέτειο ή την ελληνικότητα, επειδή υποτροπιάζει. Η κριτική αυτή μοιάζει να ξεχνά το εργοτάξιο που στήθηκε την τελευταία δεκαετία με αριστερή τεχνογνωσία. Λησμονεί, δίπλα στην αισθητική Πατούλη, ΛΑΟΣ και λαϊκής Δεξιάς, ότι το κιτς, όσο κι αν πάντα μοιάζει, μεταβάλλεται ανά εποχή. Αλλάζουν οι κοινωνικές αναφορές του. Από την Παραλιακή μπορεί να εντοπιστεί αίφνης στην Κυψέλη ή σε μια θαλαμηγό καταμεσής του Ιονίου.
Ορισμοί και περιορισμοί
Κιτς είναι και το «σύνδρομο του Ζήσιμου Λορεντζάτου», απ’ το οποίο πάσχουν προύχοντες της εγχώριας διανόησης, νεόκοποι δραγουμάνοι της λαϊκής κουλτούρας – που δήθεν εκκολάπτεται στα κοινωνικά δίκτυα -, συγγραφείς που αυτοδιαφημίζονται ως αποσυνάγωγοι, αλλά κρυφίως αποζητούν τη θαλπωρή των δημοσίων σχέσεων. Καμώνονται τους ελληνικώς ορθούς με πόζες και κούφιο ιδίωμα – μακριά από τη σκευή του πρωτοτύπου. Υποδεικνύουν συνοφρυωμένοι την ιδιοπροσωπία της χώρας και την πορεία της προς ένα αδιόρατο μέλλον από το κατά φαντασίαν καταφύγιό τους.
Κιτς είναι ο διάχυτος σεντιμενταλισμός, που βουτάει το δάχτυλο στη ζαχαρωμένη ευαισθησία πριν μοιράσει emoticons με δάκρυα στο πλήθος. Μια αυτοεκπληρούμενη μιζεραμπιλιτέ που θέλει την Ελλάδα περιπαθή και θυματοποιημένη, αποικία επονείδιστου χρέους και έρμαιο των λευκών κολάρων. Δεν είναι τυχαίο που το βίπερ νόρα του οίκτου συνυπογράφεται από παρηκμασμένες δόξες της τηλοψίας, κονφερασιέ του παλαιοκομματισμού, αζήτητους στιχουργούς του πάλαι ποτέ εντέχνου (μια υποκατηγορία κιτς από μόνη της). Παρακολουθούν τον ανθρώπινο πόνο των μαζών σαν κάτι «τραγικό», αλλά και «όμορφο». Ενα άχρονο σκηνικό ερειπίων, απ’ όπου λείπει η ατομική ευθύνη. Η Ελλάδα σαν πεπρωμένο καταστροφής.
Κιτς ήταν ανέκαθεν ο εθνορομαντισμός – δεξιόστροφος ή αριστερόστροφος. «Η Ελλάδα ήταν διακόσια χρόνια με δραχμή και μεγαλούργησε. Με το ευρώ δεν νομίζω ότι είχαμε μεγάλα βήματα προόδου…» δήλωνε το 2015 στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο τότε αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Ν. Ξυδάκης. «Το νόμισμα είναι εργαλείο… Οι προϋποθέσεις είναι αν έχουμε ταυτότητα, αξίες». Ηταν η περίοδος που ο ίδιος εισήγαγε γενναίες δόσεις λυρικού πεσιμισμού στις προγραμματικές δηλώσεις. «Ξαναπιάνουμε το νήμα από τη “Χαμένη άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα. Φιλοδοξούμε να είμαστε όλοι μας μέρος της άνοιξης του 2015». Μερικές ακόμη αναφορές – ο Σολωμός, ο Θεόφιλος, ο Παπαλουκάς, ο Κωνσταντινίδης, η «Στέλλα» και η «Ευδοκία», η αχειροποίητη αρχιτεκτονική του ανώνυμου μάστορα – όριζαν το πλαίσιο μιας αρχαιολογίας της ελληνικότητας, με το οποίο μπορούσε δήθεν να συμπορευτεί η Αριστερά. Δίπλα στο μαρτυρολόγιο που περιλάμβανε τον Βελουχιώτη, τους ανταρτοπαπάδες και τον Μακρυγιάννη. Είναι μια ιδεολογική εργαλειοθήκη που δεν συναρπάζει απαραιτήτως όσους επιδίωξαν τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό της χώρας. Το ιδίωμα για τους συνοδοιπόρους της νέας Αριστεράς εμπεριέχει τα «ιστορικά ρήγματα», την «παγκοσμιοποιημένη δυσφορία», τους «τεχνοπαγανιστές» και τη βαλκανοποίηση του πρεκαριάτου.
Κιτς ήταν η αυτοσκηνοθεσία του «νέου» ως πολιτικού επιχειρήματος ελλείψει ενός συγκροτημένου σχεδίου. Κάπως έτσι στο προεκλογικό σποτ της Ρένας Δούρου για το Μάτι το πολιτικό ύφος θύμιζε υπότιτλο απ’ το «Game of Τhrones»: «Το πότε θα ξεσπάσει η επόμενη φωτιά εξαρτάται από δυνάμεις ανώτερες από εμάς». Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος οριοθέτησε τη λαϊκότητα στα δύο χρόνια διαμονής στο Αιγάλεω. Η Κατερίνα Νοτοπούλου πρόσφερε το δικό της επώνυμο κοκτέιλ και φωτογραφίστηκε στο λιβάδι του Επταπυργίου ως ενζενί της πολιτικής. Κι ύστερα ήρθαν ο Τζουμάκας, ο Κουρουμπλής και ο Κοτσακάς.
Κιτς ήταν η συμπόρευση με τους παραγωγούς της εθνικοφροσύνης πάνω στα βάγια της αντιμνημονιακής Ελλάδας. Την ώρα που οι κατοπινοί Γεφυροποιοί ανέμεναν τη Συμφωνία των Πρεσπών, έκλειναν τα μάτια στα τελευταία σπαράγματα της ανίερης συμμαχίας. Οι εικόνες, όμως, ήταν νωπές. Η περιφορά του σκηνώματος της Αγίας Βαρβάρας στο Νοσοκομείο Αγιος Σάββας (για την οποία αντέδρασε ο Νίκος Φίλης). Η αναφορά του Πάνου Καμμένου στον «νέο Γοργοπόταμο» που έχτιζε με τον συγκυβερνήτη του. Το κόκκινο σκονισμένο χαλί πάνω στις ξύλινες παλέτες της Σαλαμίνας – οι σάρισες στο φόντο – ελαφρά επίκυψη στην άκρη του γιαλού. Το στιγμιότυπο συμπυκνώνει το νεόκοπο κιτς όπως ένα άλλο αξεσουάρ συμπύκνωνε την αισθητική του εκπασοκισμού: τα μπρελοκάκια με τον πράσινο ήλιο, στα οποία οι εποχούμενοι κρεμούσαν τα κλειδιά της Mercedes.
Ισως, όμως, η κορυφαία έκφραση του κιτς να ήταν πάντα η κοπτοραπτική των ιστορικών συμφραζομένων. Να αποσπάς τον φορέα μιας εποχής από την εποχή του. Έναν ήρωα του 1821, για παράδειγμα, ή ένα σύμβολο του 1980 κραδαίνοντάς τα στη Βουλή του 2021. Να υποδύεσαι την παράταξη που δεν είσαι. Πολιτικό κιτς εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ όταν δείχνει τον δρόμο προς τη σοσιαλδημοκρατία εν μέσω πολακισμών και ο Τσίπρας όταν βραχνιάζει σαν Ανδρέας. Οταν οι βλαστοί της Δρακογενιάς επικαλούνται την κληρονομιά του Ελευθέριου Βενιζέλου και ο αψίκορος την κολοκοτρωναίικη. Χωρίς να έχουν υπόψη τους τον Μποντλέρ, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν κάθε λέξη από την αποστροφή του: «Αυτό που είναι μεθυστικό στο κακό γούστο είναι η αριστοκρατική ηδονή να γίνεσαι δυσάρεστος».