Αν κοιτάξει κανείς την επικαιρότητα από την κυβερνητική σκοπιά, για την πόλωση ευθύνεται η αξιωματική αντιπολίτευση που μπεργκαμοποιεί την πολιτική αντιπαράθεση – ενώ καλούσε τον κόσμο να συνωστιστεί στις διαδηλώσεις. Αν τη δει από τη συριζαϊκή οπτική γωνία, η κυβέρνηση διχάζει και δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα επειδή νομοθετεί αλλαγές που δεν βρίσκουν σύμφωνα ορισμένα ακροατήρια – ενώ οι βουλευτές της ψήφισαν τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον Νίκο Παππά. Και οι δύο πλευρές, πάντως, συγκλίνουν κάπου: το κλίμα είναι πάλι πολωμένο. Ποιον, άραγε, ωφελεί αυτή η επιστροφή στο πολύ πρόσφατο κακό παρελθόν της πολιτικής μας ζωής;

Με αναλυτικά εργαλεία προηγούμενων περιόδων – των μνημονιακών χρόνων δηλαδή – η απορία θα λυνόταν εύκολα: η όξυνση μεταξύ των εκπροσώπων του δικομματισμού θα ευνοούσε εκείνον που αναδείχθηκε στην εξουσία χαϊδεύοντας το θυμικό των αγανακτισμένων, ή έστω δυσαρεστημένων, ψηφοφόρων. Αρα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που φροντίζει να ιδεολογικοποιεί ακόμη και τη διαχείριση της καθημερινότητας – επικαλούμενος συχνά το φάντασμα της Ακροδεξιάς και χαρακτηρίζοντας κάθε πολιτική του αντιπάλου του ως επάρατα νεοφιλελεύθερη ή επικίνδυνη για το πολίτευμα.

Στις κάλπες του 2019, ωστόσο, αυτή η στρατηγική ηττήθηκε με σχεδόν 10 μονάδες. Η έμφαση στη διαχειριστική επάρκεια, στα μακροοικονομικά μεγέθη και στην τσέπη του εκλογικού σώματος έδωσε στη ΝΔ τη νίκη. Ο κοινοβουλευτικός καβγάς της Τρίτης – το πολακικό σόου από βήματος με σκετσάκια για την παράταξη του Κολοκοτρώνη και την άλλη του δωσιλογισμού και του μαυραγοριτισμού – επιβεβαίωσε, για πολλοστή φορά τους τελευταίους μήνες, πως η τακτική της όξυνσης δεν αποδίδει πια τα αναμενόμενα. Μόνο κάποιοι γαλάζιοι βουλευτές έπεσαν στην παγίδα να απαντήσουν στο ίδιο ύφος στους συριζαίους. Τα κυβερνητικά έδρανα, από την άλλη, έμειναν κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίασης σχεδόν άδεια.

Πριν φανεί στο βουλευτήριο ότι ο πολιτικός τσαμπουκάς και οι κραυγές δεν γεμίζουν πλέον τα κομματικά ταμεία, η μηδαμινή συνεισφορά τους στη δημοσκοπική δύναμη των κομμάτων είχε καταγραφεί στις μετρήσεις του διμήνου που πέρασε. Παρότι πρόκειται για το χειρότερο όσον αφορά την αξιολόγηση των κυβερνητικών επιδόσεων, η τάση των ποσοστών της μείζονος αντιπολίτευσης δεν είναι αυξητική.

 

Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις

Στην ερώτηση «Βοηθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με την κριτική τους, να βελτιωθούν τα πράγματα στην παρούσα κρίση;» που έκανε η Metron Analysis, το 66% απάντησε «Δεν βοηθούν» έναντι του 31% που αποφάνθηκε ότι «Βοηθούν». Μόλις το 2% δήλωσε «Αλλα κόμματα ναι, άλλα όχι» και το 1% εμφανίστηκε χωρίς γνώμη πάνω στο θέμα, επιλέγοντας το «ΔΓ/ΔΑ». Μάλιστα, μια ματιά στα ποιοτικά στοιχεία φανερώνει πως με την πλειοψηφική άποψη συντάσσονται ψηφοφόροι από κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος. Το 49% των αριστερών, το 55% των κεντροαριστερών και το 67% των κεντρώων επικρίνουν τη στάση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων.

Στο γκάλοπ της Pulse που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες το 62% των συμμετεχόντων αξιολόγησε «Σίγουρα και μάλλον αρνητικά» τη στάση και τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαχείριση της πανδημίας, ενώ το 30% «Σίγουρα και μάλλον θετικά». Παρεμπιπτόντως, πρόκειται για μια έρευνα την οποία οι αριστεροί πανηγύρισαν, επειδή το κόμμα τους τσίμπησε δύο μονάδες στην πρόθεση ψήφου από την προηγούμενη της ίδιας εταιρείας στα τέλη Φεβρουαρίου, ενώ η ΝΔ έχασε μία.

Στη δημοσκόπηση της Marc, της προηγούμενης εβδομάδας, το 49,3% ανέφερε ότι τα πράγματα στη χώρα θα εξελίσσονταν χειρότερα αν στην κυβέρνηση βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Για το 29,6% η κατάσταση θα ήταν περίπου ίδια με μια αριστερή διακυβέρνηση και μόλις το 15,3% υποστήριξε πως θα ήταν καλύτερη. Παράλληλα, το 40,7% χρέωσε το πολωμένο πολιτικό κλίμα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και το 29,9% στο κυβερνών. Το 18,5% των ερωτηθέντων θεωρεί εξίσου υπεύθυνα αμφότερα τα μεγάλα κόμματα.

Σύμφωνα με έμπειρο δημοσκόπο, στο πιο δύσκολο για την κυβέρνηση διάστημα της μέχρι τώρα θητείας της η ικανοποίηση του εκλογικού σώματος από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ξεπέρασε για κανένα το 12%. Ενα ενδιαφέρον εύρημα που αποτυπώνει παραστατικά τα μηδαμινά οφέλη της πόλωσης προκύπτει στην έρευνα της Pulse. Εκεί, το ποσοστό των ψηφοφόρων που μετακινούνται προς τον ΣΥΡΙΖΑ από κάποιο άλλο κόμμα είναι 4%, ενώ εκείνων που πάνε στη ΝΔ 7%. Εναν μήνα πριν, τον Φεβρουάριο, το ποσοστό των πρώτων ήταν 3,5% και των δεύτερων 8,5%. Για να το πούμε με λιγότερα λόγια, η πόλωση δεν αλλάζει θεαματικά το παιχνίδι για καμία κομματική έδρα. Για τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές ενδέχεται, αντίθετα, να ζημιώσει μακροπρόθεσμα το σύνολο του πολιτικού συστήματος.

Η προειδοποίηση που απευθύνουν σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες δεν είναι θεωρητική. Βασίζεται στην εμπειρία των περασμένων χρόνων. Τα εκατέρωθεν βαριά λόγια – αλλά και η μανιέρα της μικροκομματικής εκμετάλλευσης των εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών στη Βουλή – οδηγούν σημαντική μερίδα των εκλογέων στο στρατόπεδο του «όλοι ίδιοι είναι». Ευνοούν επομένως την απαξίωση της πολιτικής, η οποία με τη σειρά της τρέφει τα άκρα. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι πως αρκετοί πολιτικοί άνδρες συχνά εκλαμβάνουν την εμπειρία σαν κάτι που τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν ένα λάθος όταν το ξανακάνουν.