Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκης στη Λιβύη, συμπίπτει με την περίοδο που η χώρα κάνει τα πρώτα βήματά της μετά την τομή στην ειρηνευτική διαδικασία που έφερε η διαμόρφωση της μεταβατικής κυβέρνησης και η προοπτική των εκλογών για τον Δεκέμβριο του 2021.
Προηγήθηκαν χρόνια ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, με χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένους, αποδιάρθρωση του συστήματος υγείας και μεγάλες διακοπές ρεύματος και υδροδότησης, παρότι είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στην Αφρική.
Ο εμφύλιος και η γεωπολιτική αντιπαράθεση
Η τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου σφραγίστηκε από το γεγονός ότι μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε έναν ιδιότυπο proxy war μεταξύ δυνάμεων που έχουν στρατηγικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη χώρα.
Από τα μια τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που αποδίδουν στρατηγικό ενδιαφέρον την απόκρουση κάθε επέκτασης της επιρροής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, υποστήριξαν όσο μπορούσαν, μαζί με την Αίγυπτο – που επίσης δεν επιθυμεί επέκταση της επιρροής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας– και ως ένα βαθμό η Ρωσία (κυρίως μέσω μισθοφορικών δυνάμεων) υποστήριξαν την ανατολική πλευρά, με τις ένοπλες δυνάμεις υπό τις διαταγές του Χαφτάρ και το κοινοβούλιο στο Τομπρούκ.
Από την άλλη, η Τουρκία έδωσε μεγάλη υποστήριξη στην διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση με έδρα την Τρίπολη, αποστέλλοντας στρατιωτικό εξοπλισμό αλλά και μισθοφόρους από τις ισλαμιστικής ένοπλες ομάδες στη Συρία. Η τουρκική παρέμβαση αποδείχτηκα καθοριστική για να αποτύχει η προσπάθεια των δυνάμεων του Χαφτάρ να καταλάβουν την Τρίπολη και η ρωσική στρατιωτική βοήθεια, κυρίως μέσω της ιδιωτικής μισθοφορικής εταιρείας Wagner, για να διαμορφωθεί μια συνθήκη ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή της Σύρτης και να μην προχωρήσουν παραπέρα οι εχθροπραξίες.
Η Τουρκία επένδυσε ιδιαίτερα στην εμπλοκή στη Λιβύη, τμήμα μιας συνολικότερης προσπάθειας να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στην Αφρική. Γι’ αυτό και διεκδίκησε από την κυβέρνηση της Τρίπολής να υπογραφεί το τουρκολιβυκό σύμφωνο για την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ, την πρώτη διακρατική συμφωνία που αποδέχεται τους τουρκικούς ισχυρισμούς για τα ζητήματα αυτά στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Εμπλοκή στην κρίση θα έχουν και ευρωπαϊκές χώρες με την Ιταλία, χώρα με αποικιακό παρελθόν στη Λιβύη να έχει καλές σχέσεις με την κυβέρνηση της Τρίπολης και τη Γαλλία που βλέπει με ιδιαίτερη ανησυχία τα τουρκικά ανοίγματα στην Αφρική, θεωρώντας τα αμφισβήτηση της δικής της κατοχυρωμένης παρουσίας, να υποστηρίζει την ανατολική πλευρά.
Η μεταβατική κυβέρνηση και το νέο τοπίο
Με τις πολεμικές συγκρούσεις να φτάνουν τελικά σε ένα σημείο ισορροπίας εντάθηκαν και οι πολιτικές διαπραγματεύσεις, ιδίως από τη στιγμή που αυτή ήταν η επιδίωξη και των ΗΠΑ και τα Ρωσίας και της Αιγύπτου. Υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διαμορφώθηκε ένα ειδικό σώμα αντιπροσώπων όλων των περιοχών της Λιβύης και το οποίο στις 5 Φεβρουαρίου εξέλεξε τη μεταβατική κυβέρνηση.
Η εκλογή σφραγίστηκε από το αποτέλεσμα έκπληξη της εκλογής του Μοχάμεντ αλ Μένφι, ενός διπλωμάτη από την Μπεγκάζη και πρώην πρέσβη της Λιβύης στην Ελλάδα, στη θέση του επικεφαλής του προεδρικού συμβουλίου, και τον Αμπντουλαχαμίντ Ντμπεϊμπάχ στη θέση του πρωθυπουργού, σε μια διαδικασία εκλογής που σφραγίστηκε από καταγγελίες για εξαγορά ψήφων.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μεταβατική κυβέρνηση προσφέρει μια σχετικά ισορροπημένη εκπροσώπηση των διαφορετικών περιοχών και αντιμαχομένων πλευρών, χωρίς να ταυτίζεται με αυτές, όπως και το γεγονός ότι χώρες με άμεση εμπλοκή όπως η Τουρκία και η Ρωσία έδειξαν ικανοποιημένες από τη συγκρότησή της, της έχει δώσει νομιμοποίηση και έτσι στο δεύτερο μισό του Μάρτη πραγματοποιήθηκε η παράδοση της εξουσίας στη νέα κυβέρνηση τόσο στην Τρίπολη, όσο και στην ανατολική πλευρά.
Ο Ντμπεϊμπάχ κατάγεται από τη Μισράτα όπως και όλοι οι άλλοι υποψήφιοι πρωθυπουργοί στη διαδικασία εκλογής. Οι ελίτ της Μισράτα, που συχνά έχουν οθωμανική καταγωγή, είναι μια ομάδα στην οποία έχει επενδύσει η Τουρκία για την επόμενη μέρα στη Λιβύη. Όμως την ίδια στιγμή ο Ντμπεϊμπάχ έχει σχετικά καλές σχέσεις και με τη Ρωσία και τον «ρεαλισμό» του επιχειρηματία.
Το έργο της νέας κυβέρνησης δεν είναι εύκολο άλλωστε. Η χώρα είναι βαθιά τραυματισμένη, υπάρχει καχυποψία ανάμεσα στις αντιμαχόμενε πλευρές, μεγάλος αριθμός ενόπλων και σημαντική παρουσία ξένων μισθοφόρων. Αυτό το θέμα έχει αναδείξει και η νέα αμερικανική κυβέρνηση που δια στόματος του Ρίτσαρντ Μιλς, επικεφαλής της αποστολής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, ζήτησε από την Ρωσία, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να σταματήσουν να αναμειγνύονται και να αποσύρουν τις διάφορες μισθοφορικές δυνάμεις. Επιπλέον, υπάρχει το θέμα της οικονομικής ανασυγκρότησης, παρά την επανεκκίνηση της παραγωγής πετρελαίου.
Η σημασία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού
Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να αποκτήσει καλές σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση και πολιτική παρουσία στη μετεμφυλιακή Λιβύη. Πλευρά της επιδίωξης προφανώς είναι και να μπορέσει να ανακόψει εν μέρει την τουρκική επιρροή εκεί, παρότι υπάρχει επίγνωση ότι η Τουρκία έχει μια κατοχυρωμένη παρουσία που προς το παρόν της εξασφαλίζει να έχει ένα λόγο για τη πορεία της Λιβύης.
Το επόμενο διάστημα η Τουρκία θα κληθεί από διάφορες πλευρές να δείξει ότι μπορεί να στηρίξει την ειρηνευτική διαδικασία (συμπεριλαμβανομένης της συμβολής στην απόσυρση των μισθοφορικών δυνάμεων) και άρα ότι δεν επιδιώκει απλώς να διευρύνει την επιρροή της, ωστόσο έχει κατοχυρώσει μια υπαρκτή επιρροή.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή εάν δούμε το σύνολο των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή επιδεικνύουν ενδιαφέρον για τη Λιβύη και την πολιτική διαδικασία, συμπεριλαμβανόμενων των ΗΠΑ, αλλά και την ανάγκη υπέρβασης του τραύματος του εμφυλίου πολέμου, γίνεται σαφής και η πίεση για να απεξαρτηθεί η Λιβύη από τις στρατηγικές των χωρών που ενεπλάκησαν στον εμφύλια αντιπαράθεση. Σε ένα τέτοιο τοπίο η Ελλάδα έχει μια δυνατότητα να διεκδικήσει καλύτερες σχέσεις με τη Λιβύη.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα, αυτή τη στιγμή, στις ελληνολιβυκές σχέσεις είναι η ακύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου, μια που τυχόν διατήρησή του σε ισχύ θα διαμορφώνει ένα αρνητικό προηγούμενο για τις ελληνικές θέσεις.
Το συγκεκριμένο θέμα είναι αυτή τη στιγμή έξω από την αρμοδιότητα της μεταβατικής κυβέρνησης να το συζητήσει. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά έχει τη δυνατότητα να οικοδομήσει ξανά σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση, επενδύοντας σε μια συνολικότερη αναβάθμιση των διμερών σχέσεων.
Άλλωστε, μόνο σε ένα πλαίσιο συνολικότερης αναβάθμισης των ελληνολιβυκών σχέσεων και ελληνικής υποστήριξης προς τη διαδικασία ειρήνευσης και ανασυγκρότησης της Λιβύης μπορεί να δρομολογηθεί και τυχόν λιβυκή απόφαση – από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις σχεδιαζόμενες εκλογές – για ακύρωση του συγκεκριμένου συμφώνου.
Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετεί η επαναλειτουργία της ελληνικής πρεσβείας στην Τρίπολη και του προξενείου στη Βεγγάζη, ενώ ήδη ο Ν. Δένδιας συναντήθηκε με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ για τη Λιβύη Γιαν Κούμπις, στη Γενεύη στις 11 Μαρτίου. Στο παρελθόν πάντως Ελλάδα και Λιβύη είχαν σημαντικές οικονομικές σχέσεις, που περιλάμβαναν εισαγωγές πετρελαιοειδών αλλά και ελληνικές εξαγωγές τσιμέντου αλλά και άλλων προϊόντων.