Το σκηνικό που έχει στηθεί σήμερα στη Βιέννη είναι κάπως παράδοξο. Σημειώνεται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσκαλέσει στην αυστριακή πρωτεύουσα όλους τους υπογράφοντες την συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όμως, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποσύρει την υπογραφή τους – με διάταγμα του Ντ. Τραμπ το 2018 – δεν θα βρίσκονται εξαρχής στο ίδιο δωμάτιο με τους υπόλοιπους.
Έτσι, η έναρξη των συνομιλιών θα βρει γύρω από το τραπέζι τους εκπροσώπους τριών χωρών της Ευρώπης – Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας – μαζί με εκείνους της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν και, βεβαίως, την προεδρεύουσα ΕΕ. Η δε αμερικανική αντιπροσωπεία θα βρίσκεται σε κάποιο παραπλήσιο χώρο και θα αναμένει την πρόσκληση για να συμμετέχει εμμέσως στις διαπραγματεύσεις.
Αυτό, σύμφωνα με τις πληροφορίες των New York Times, μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Είτε μέσω συναντήσεων με τους διπλωμάτες της ΕΕ, που στη συνέχεια θα αναλάβουν να μεταφέρουν στους υπόλοιπους τις προτάσεις και ενστάσεις της Ουάσιγκτον είτε με την αποχώρηση των Ιρανών από την κεντρική αίθουσα προκειμένου να εισέλθουν σε αυτήν οι Αμερικανοί – μιας και αμφότεροι έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν επιθυμούν να ανταλλάξουν ούτε… καλημέρα σε αυτή τη φάση.
«Αφεντικά» οι Αμερικανοί
Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι το παραπάνω σκηνικό δεν εμπνέει ιδιαίτερη αισιοδοξία για ταχεία και ευνοϊκή κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουν ότι όλα στην ουσία εξαρτώνται από αυτούς οι οποίοι δεν θα συμμετέχουν απευθείας στο «μεγάλο παζάρι» κι αυτό είναι κάτι που αποδείχθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία από το 2018 ως σήμερα.
«Οι Ευρωπαίοι επιχείρησαν να κρατήσουν εν ζωή τη συμφωνία, όμως αποδείχθηκε ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν στο Ιράν τα οικονομικά οφέλη που του αντιστοιχούσαν μετά την επαναφορά των αμερικανικών κυρώσεων οι οποίες είχαν αρθεί βάσει της συμφωνίας. Οι κυρώσεις αυτές, βασισμένες στην παγκόσμια ισχύ του δολαρίου και το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, απέκλεισαν τις ευρωπαϊκές και άλλες επιχειρήσεις από το να κάνουν δουλειές με το Ιράν και ο κ. Τραμπ ενέτεινε την πίεση, προσθέτοντας επιπλέον κυρώσεις», σημειώνουν στην ανάλυσή τους οι New York Times.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: Η έκβαση αυτών των διαπραγματεύσεων δεν θα κριθεί στους τύπους, αλλά στην ουσία. Ο καθοριστικός παράγοντας, με άλλα λόγια, δεν θα είναι το πώς θα καθίσουν και θα συναντηθούν οι διάφορες αντιπροσωπείες αλλά, αφενός, το κατά πόσο υπάρχει βούληση για συμφωνία και, αφετέρου, το πόσες και πόσο σημαντικές θα είναι οι νέες απαιτήσεις που θα πέσουν στο τραπέζι και σε ποιο βαθμό οι εμπλεκόμενοι θα είναι διατεθειμένοι να κάνουν υποχωρήσεις.
Πόλεμος εντυπώσεων ΗΠΑ-Ιράν
Εδώ βρίσκεται και το πιο λεπτό σημείο και όχι στον πόλεμο εντυπώσεων ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Τεχεράνη, που κάνει την πρώτη να απαιτεί τον τερματισμό του εμπλουτισμού ουρανίου και την πλήρη συμμόρφωση του Ιράν με τις απαιτήσεις της συμφωνίας του 2015 ώστε στη συνέχεια να ακολουθήσει η άρση των κυρώσεων και τη δεύτερη να επιμένει ώστε να τηρηθεί η ακριβώς αντίθετη σειρά.
Πολύ απλά, λοιπόν: Εάν οι διατάξεις της προηγούμενης συμφωνίας εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δύο πλευρών και των συμμάχων τους (όπως της Ρωσίας από τη μία και του Ισραήλ από την άλλη), τότε η υπόθεση θα προχωρήσει, έστω και με καθυστερήσεις. Εάν, όμως, κάποιοι εκτιμούν ότι οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές σε σύγκριση με το 2015 και άρα η συμφωνία πρέπει να αναθεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό, τότε ασφαλώς τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα.
Οι αστάθμητοι παράγοντες
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να συνυπολογίσουμε και μια σειρά παράγοντες που μπορεί να περιπλέξουν περαιτέρω την κατάσταση. Ένας τέτοιος, για παράδειγμα, είναι οι προεδρικές εκλογές του Ιουνίου στο Ιράν, που παραδοσιακά αποτελούν πεδίο αναμέτρησης ανάμεσα στους αγιατολάδες και τον σκληρό πυρήνα του κατεστημένου με τους αποκαλούμενους μετριοπαθείς και διαλλακτικούς.
Και στις ΗΠΑ, όμως, οι πολιτικές ισορροπίες στο Κογκρέσο και ειδικά τη Γερουσία είναι λεπτές. Έτσι, μπορεί ο Τζο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών του, Άντονι Μπλίνκεν, να έχουν ταχθεί υπέρ της αναβίωσης της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η πλειοψηφία όμως δεν είναι δεδομένη σε κάθε περίπτωση.