Στην Τουρκία ο πληθωρισμός φέρνει πάντα κακές αναμνήσεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η χώρα είχε μια αυξητική πορεία στον πληθωρισμό (με ενδιάμεσες διακυμάνσεις) μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Θα είναι μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 που θα αρχίσει ο πληθωρισμός να αποκλιμακώνεται και να κινείται σε σχετικά χαμηλά για τα τουρκικά δεδομένα επίπεδα (αν και σχετικά πιο πάνω από τα ευρωπαϊκά). Μάλιστα, θα είναι μία από τις βασικές επιτυχίες που εδραίωσαν και τη φήμη του ίδιου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των κυβερνήσεών του.
Όμως, τώρα τα πράγματα δείχνουν να κινούνται ξανά σε κατεύθυνση πληθωριστική. Τον Μάρτιο ο πληθωρισμός ανέβηκε στην Τουρκία για έκτο συνεχόμενο μήνα. Σε μηνιαία βάση αυξήθηκε κατά 1,08% και ο ετήσιος ρυθμός άγγιξε το 16,19%. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι η χώρα θα ξαναζήσουν μέρες του 2018 όταν μέσα στην «κρίση της λίρας» ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 25%.
Ο φόβος γίνεται μεγαλύτερος καθώς τον Μάρτιο υπήρξε και μια μεγάλη άνοδος στις τιμές παραγωγών που αυξήθηκαν κατά 4,13% και σε ετήσια βάση κατά 31,2%. Την ίδια στιγμή ο δομικός πληθωρισμός, δηλαδή χωρίς συνυπολογισμό του πετρελαίου και του χρυσού, ανέβηκε στο 16,9% σε ετήσια βάση, δηλαδή πάνω από την αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Όλα αυτά παραπέμπουν σε επιπλέον αύξηση του πληθωρισμού που θα αποτυπωθεί στο μέλλον.
Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος είναι η υποχώρηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, που τον τελευταίο χρόνο έχει χάσει περίπου το ένα πέμπτο της αξίας της, συνεπάγεται και μια αύξηση του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των ενδιάμεσων προϊόντων που χρησιμοποιεί η μεταποίηση. αύξηση που με τη σειρά της μεταφέρεται στις τιμές καταναλωτή, ενισχύοντας τις πληθωριστικές τάσεις. Εάν μάλιστα καταγραφούν και αυξητικές τάσεις στις τιμές του πετρελαίου, τότε θα προστεθεί άλλη μια πληθωριστική τάση σε μια οικονομία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενέργειας και ορυκτών καυσίμων.
Ήδη μεγάλοι επιχειρηματίες ζητούν να υπάρξουν μέτρα για να μπορέσει να υποχωρήσει ο πληθωρισμός και να υπάρξει σταθερότητα στην ισοτιμία.
Οι παρεμβάσεις του Ερντογάν στην Κεντρική Τράπεζα
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια συγκυρία που σφραγίστηκε από τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Ερντογάν στη λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας με αποκορύφωμα την πρόσφατη αλλαγή του διοικητή αλλά και του υποδιοικητή, λίγους μήνες μετά την προηγούμενη αλλαγή.
Αιτία των αλλεπάλληλων αλλαγών διοικητών της Κεντρικής Τράπεζας, η σύγκρουση του Ερντογάν με τις προτάσεις των διοικήσεων για αύξηση των επιτοκίων ως μέσο για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός και για να ενισχυθεί η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος.
Ειδικά η τελευταία διάσταση της ισοτιμίας έχει μια ευρύτερη σημασία στην τουρκική οικονομία δεδομένου του μεγάλου εξωτερικού ιδιωτικού χρέους. Κάθε υποτίμηση του νομίσματος συνεπάγεται και αύξηση του κόστους αποπληρωμής του χρέους.
Ο Ερντογάν έχει μια πάγια εκπεφρασμένη αντίθεση στην αύξηση των επιτοκίων, καθώς πιστεύει ότι εάν η Κεντρική Τράπεζα αυξήσει τα επιτόκια βάσης, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και άρα να ανακοπούν οι «αναπτυξιακές» δυναμικές στις οποίες έχει επενδύσει ιδιαίτερα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει μπει ουσιαστικά στην τροχιά των εκλογών του 2023 (με ενεργά σενάρια και για εκλογές νωρίτερα) και ο Ερντογάν θέλει να πάει με την οικονομία να φαίνεται ότι πηγαίνει καλά και καταγράφει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος για την τρέχουσα αναταραχή γύρω από τη λίρα και την οικονομική πολιτική που ξεκίνησε όταν στις 20 Μαρτίου ο Ερντογάν απέπεμψε τον Νατσί Αγκμπάλ από τη θέση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Ο Αγκμπάλ που είχε αναλάβει τα καθήκοντά του λιγότερο από πέντε μήνες πριν, με την τοποθέτησή του να θεωρείται κατεξοχήν προσπάθεια του Ερντογάν να κατευνάσει τις αγορές και να δείξει ότι δεν αμφισβητεί την οικονομική ορθοδοξία, είχε αυξήσει στο μεταξύ το επιτόκιο βάσης κατά 450 μονάδες βάσεις, κάνοντάς το να φτάσει στο 19% σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Το αποτέλεσμα της κίνησης Ερντογάν ήταν μια καταβαράθρωση της ισοτιμίας της λίρας.
Ο τρέχων διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Σαχάπ Καβτσίογλου, πρώην στέλεχος κρατικής τράπεζας και αρθρογράφος της φιλοκυβερνητικής Yeni Safak, συμμερίζεται τις ανορθόδοξες απόψεις του Ερντογάν για την πολιτική επιτοκίων, αν και έχει προσπαθήσει να καθησυχάσει τους επενδυτές.
Η επόμενη συνεδρίαση της κεντρικής τράπεζας για την πολιτική επιτοκίων είναι προγραμματισμένη για τα μέσα Απριλίου και τα βλέμματα στρέφονται προς τα εκεί για να δουν πώς θα εξελιχθεί η μάχη με τον πληθωρισμό.
Η ανάκαμψη και οι κίνδυνοι
Η τουρκική κυβέρνηση έχει επενδύσει ιδιαίτερα στο ότι η Τουρκία κατάφερε να κλείσει το 2020 με ανάπτυξη 1,8%, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ισχυρού δανεισμού από τις κρατικές τράπεζες για να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Το ΔΝΤ από τη μεριά του δίνει μια προοπτική ανάπτυξης 6% για την τουρκική οικονομία με βάση την τελευταία πρόβλεψή του.
Ωστός, η επιστροφή του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την υψηλή πραγματική ανεργία διαμορφώνουν ένα πιο επισφαλές περιβάλλον, την ώρα που η αντιπολίτευση εντείνει την κριτική για την κατάσταση στην οικονομία και την πίεση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η προσπάθεια να συνδυαστεί η αναπτυξιακή δυναμική με την αντιπληθωριστική πολιτική θα απαιτήσει μια δύσκολη υπηρεσία, με τις αγορές να μην είναι διατεθειμένες να συγχωρήσουν υπέρμετρους πειραματισμούς.