Στα επετειακά κείμενα για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης σπάνια αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος ρόλος των αγροτών, ίσως επειδή μοιάζει αυτονόητος, καθώς το 90% του πληθυσμού του ελληνικού χώρου ήταν χωρικοί απασχολούμενοι με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, χωρίς να είναι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν ή έβοσκαν τα κοπάδια τους.
Οι αγρότες ασπάστηκαν τις επαναστατικές ιδέες, έλαβαν ενεργό μέρος στην εθνεγερσία και αποτέλεσαν τη μεγάλη μάζα των αγωνιστών της ελευθερίας. Με τον αγώνα τους προσέβλεπαν και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους με την απελευθέρωση από τις αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης, τη μείωση της φορολογίας και τη διανομή της γης που ανήκε στον οθωμανό δυνάστη και απελευθερωνόταν σταδιακά.
Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος καθυστέρησε να προβεί στη διανομή της γης στους αγρότες, καθώς ήταν υποθηκευμένη στους δανειστές του. Εθνικοποίησε τις γαίες και παραχώρησε στους αγρότες μόνο τη χρήση με αντάλλαγμα τη φορολογία. Η διανομή των εθνικών γαιών αποτέλεσε μείζον ζήτημα και απασχόλησε το ελληνικό κράτος ολόκληρο σχεδόν τον 19ο αιώνα, ενώ απέκτησε μια άλλη δυναμική μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), αλλά και τον διπλασιασμό της χώρας με τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Ετσι εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση το αίτημα της διανομής της «γης στους καλλιεργητές» πήρε εκρηκτικές διαστάσεις (Κιλελέρ), που οδήγησαν σε δραστικές λύσεις μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων.(1)
Η αντίδρασή των αγροτών στις εξωτερικές πιέσεις έλαβε σε αρκετές περιπτώσεις τη μορφή μαζικής εξέγερσης, η οποία σπάνια ξέφυγε από το τοπικό επίπεδο και απέκτησε πανελλήνιο χαρακτήρα. Σε άλλες περιπτώσεις οι αγρότες επέλεξαν την τακτική των υποχωρήσεων και των προσαρμογών, που αποδείχτηκαν εξίσου αποτελεσματικές από την ανοιχτή σύγκρουση, με κύριο αίτημα την απόσπαση από το κράτος μιας περισσότερο ευνοϊκής για αυτούς αγροτικής πολιτικής. Μιας αγροτικής πολιτικής που είχε βασικό στόχο να συγκρατήσει την τεράστια έξοδο των αγροτών προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό και την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης με εισοδηματικές ενισχύσεις χωρίς αποτελεσματικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις (διεύρυνση του κλήρου, αγροτική εκπαίδευση κ.ά.) σε ολόκληρη τη μεταπολεμική και ιδιαίτερα τη μεταπολιτευτική περίοδο .
Ομως η επικρατούσα ιδέα ενός αμετάβλητου αγροτικού κόσμου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αντίθετα, οι αγρότες αποτελούν παράδειγμα τρόπου με τον οποίο «μη καπιταλιστικά συστήματα παραγωγής» επιβιώνουν απέναντι στη διαλυτική διείσδυση των αγορών, συχνά με στρατηγικές πολυαπασχόλησης ή/και μετανάστευσης χωρίς πλήρη εγκατάλειψη της ιδιοκτησίας τους. Αυτή η ανθεκτικότητα αποτελεί μεγάλο επίτευγμα των ελλήνων αγροτών από την εμφάνισή τους στο προσκήνιο της ιστορίας, με τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821, μέχρι σήμερα. Σε αυτή την ανθεκτικότητα συνέβαλε και η μεγάλη αύξηση εισοδηματικών παροχών μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ (1981).
Μέχρι σήμερα, οι έλληνες αγρότες (10% του ενεργού πληθυσμού έναντι 4% ΕΕ 27) δεν έχουν αποκτήσει ισχυρό δημόσιο λόγο, ούτε αυτόνομη παρέμβαση στον δημόσιο βίο της χώρας, με μαζικά επαγγελματικά και συνεταιριστικά σχήματα, χωρίς κομματικές δεσμεύσεις. Δεν μπορούν έτσι να διεκδικήσουν, αλλά και να αποδεχτούν δομικού χαρακτήρα αλλαγές, όπως έχει συμβεί σε πολλές χώρες της Δύσης, προκειμένου τα εισοδήματά τους να μην εξαρτώνται τόσο πολύ από τις εισοδηματικές ενισχύσεις της κοινής αγροτικής πολιτικής (40%), αλλά κυρίως από τη βελτίωση των παραγωγικών τους επιδόσεων.(2)
1) Δημήτρης Παναγιωτόπουλος Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος. Οψεις του Αγροτικού Κινήματος στην Ελλάδα, Πλέθρον, 2010.
2) Ναπολέων Μαραβέγιας και Ιωάννης Δούκας, Ευρωπαϊκή Οικονομία και Πολιτική, Κριτική, 2021.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης. Ο Δημήτρης Παναγιωτόπουλος διδάσκει Αγροτική Ιστορία στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.