Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, που προσβάλλει ανθρώπους ηλικίας κυρίως άνω των 60 ετών, αποτελεί τη συχνότερη αιτία τύφλωσης των ηλικιωμένων. Νέες θεραπείες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης, δίνουν ελπίδες για την καλύτερη αντιμετώπιση της ασθένειας, από την οποία πάσχουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνες. Σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς, περισσότερα από 196 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο πάσχουν από εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται περίπου 30 εκατομμύρια άτομα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, εκ των οποίων τουλάχιστον 50.000 είναι Ελληνες.
Σε ό,τι αφορά δε τους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση της εκφύλισης, εκτός από την ηλικία, είναι η κληρονομικότητα, το κάπνισμα, η έκθεση των ματιών στην υπεριώδη ακτινοβολία του ηλίου, η κακή διατροφή και τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης και αρτηριακής πίεσης.
Οπως εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU Medical School), δρ Αναστάσιος Ι. Κανελλόπουλος, η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας μπορεί να είναι ξηρού τύπου (ατροφική) ή υγρού τύπου (εξιδρωματική). Η συχνότερη είναι η υγρή μορφή, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 90% των κρουσμάτων.
«Για περισσότερο από μία δεκαετία, η υγρού τύπου εκφύλιση της ωχράς αντιμετωπιζόταν με μεγάλη αποτελεσματικότητα με ενδοφθάλμιες εγχύσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται κάθε έναν-δύο μήνες. Αντίστοιχα, η ξηρού τύπου εκφύλιση αντιμετωπιζόταν με παρακολούθηση και διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν αντιοξειδωτικές βιταμίνες» λέει. «Αν και οι θεραπείες αυτές έκαναν σημαντική διαφορά στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως, δεν αποδίδουν σε όλους. Ευτυχώς, η Ιατρική εξελίσσεται και πιστεύουμε ότι σύντομα θα έχουμε στη διάθεσή μας ακόμα περισσότερες θεραπευτικές επιλογές, για να προστατέψουμε περισσότερους ασθενείς από την τύφλωση».
Για την ξηρού τύπου
Στην περίπτωση της ξηρού τύπου εκφύλισης, λ.χ., παρότι ένας συνδυασμός αντιοξειδωτικών βιταμινών, που ονομάζεται AREDS2, μπορεί να βοηθήσει πολλούς ασθενείς, δεν υπάρχει ακόμη διαθέσιμη θεραπεία για τους ασθενείς με προχωρημένη νόσο. Υπό εξέλιξη όμως βρίσκονται μερικές πολλά υποσχόμενες μελέτες.
Σε μία από αυτές εξετάζονται δύο φάρμακα τα οποία στοχεύουν ένα τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος που παίζει σημαντικό ρόλο στην εκφύλιση της ωχράς. Τα φάρμακα αυτά λέγονται pegceta coplan (APL-2) και avacincaptad pegol, εγχέονται μέσα στο μάτι και έχουν αποδειχθεί ασφαλή στους ανθρώπους. Η μόνη εκκρεμότητα που υπάρχει είναι να εξακριβωθεί εάν μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την όραση. Τα αποτελέσματα αυτά αναμένονται σε περίπου έναν χρόνο, κατά τον κ. Κανελλόπουλο.
Υπό διερεύνηση βρίσκεται επίσης μια θεραπεία που συνίσταται σε αντικατάσταση των κυττάρων της όρασης, τα οποία πεθαίνουν κατά τα τελικά στάδια της ξηρού τύπου εκφύλισης της ωχράς. Τα κύτταρα αυτά είναι επιθηλιακά και μελέτες έχουν δείξει πως η αντικατάστασή τους δεν έχει κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια. Απαιτούνται όμως περαιτέρω μελέτες για να εξακριβωθεί εάν με τη χειρουργική αντικατάστασή τους βελτιώνεται ουσιαστικά η όραση. Οι μελέτες αυτές έχουν πολύ δρόμο ακόμη, διευκρινίζει ο καθηγητής.
Για την υγρή εκφύλιση
Στην περίπτωση της υγρού τύπου εκφύλισης της ωχράς, ένας καθοριστικός παράγοντας είναι η δημιουργία νέων, αδύναμων αιμοφόρων αγγείων, που παρουσιάζουν «διαρροή» στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Οι εγχύσεις που γίνονται για την αντιμετώπισή της καταπολεμούν τη δημιουργία αυτών ακριβώς των αγγείων (είναι δηλαδή αντιαγγειογενετικά φάρμακα) και στοχεύουν τον λεγόμενο αγγειογενετικό ενδοθηλιακό παράγοντα (VEGF).
Τα αγγειογενετικά φάρμακα αναπτύχθηκαν πριν από περίπου 15 χρόνια. Εως τότε «η πορεία της υγρής εκφύλισης της ωχράς ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη, με πολύ σοβαρή απώλεια όρασης, έως και τύφλωση», λέει ο κ. Κανελλόπουλος. «Παρότι όμως οι μελέτες είχαν δείξει πως τα φάρμακα αυτά μπορούν να διαφυλάξουν την υπάρχουσα όραση στο σχεδόν 90% των ασθενών, στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει στο περίπου 50% των περιπτώσεων. Γιατί; Διότι οι ασθενείς δεν λαμβάνουν τη θεραπεία όσο συχνά χρειάζεται».
Το πρόβλημα αυτό μπορεί να επιλύει μια νέα μέθοδος χορήγησης των συγκεκριμένων φαρμάκων. Πρόκειται για την εμφύτευση κάτω από το βλέφαρο μιας μικροσκοπικής δεξαμενής (ρεζερβουάρ) που περιέχει συμπυκνωμένη μορφή από ένα αντιαγγειογενετικό σκεύασμα. Αυτό διοχετεύεται αυτόματα στο μάτι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η δεξαμενή έχει μέγεθος όσο ένας κόκκος ρυζιού και μπορεί να αναπληρώνεται με φάρμακο, όταν αυτό τελειώσει. Την αναπλήρωση θα κάνει ο χειρουργός-οφθαλμίατρος πιθανώς μία έως δύο φορές τον χρόνο.
Υπό διερεύνηση βρίσκονται επίσης γονιδιακές θεραπείες, που στόχο έχουν να βοηθήσουν τα μάτια να παράγουν τα δικά τους αντιαγγειογενετικά μόρια. «Βρίσκονται υπό έρευνα τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες φαρμάκων. Φαίνεται να είναι μια σημαντικά υποσχόμενη θεραπεία, ωστόσο τα μακροχρόνια αποτελέσματα παραμένουν άγνωστα και αναμένουμε την ωρίμανση αυτών των μελετών ώστε να μπορέσουμε να δούμε την αποτελεσματικότητά τους» διευκρινίζει ο κ. Κανελλόπουλος.