Η διπλωματική ρήξη ανάμεσα στην Ιταλία και την Τουρκία, η οποία μάλιστα έχει λάβει και προσωπική διάσταση με την αντιπαράθεση μετά τον χαρακτηρισμό του «δικτάτορα» που απέδωσε ο Μάριο Ντράγκι στον Ταγίπ Ερντογάν και την απάντηση της Άγκυρας – «αν θέλετε να δείτε δικτάτορα, δείτε την ιστορία σας, δείτε τον Μουσολίνι», είπε ο αντιπρόεδρος του ΑΚΡ, Νουμάν Κουρτουλμούς – αποτελεί μια αναμφίβολα σοβαρή εξέλιξη, η οποία αφορά άμεσα τόσο συνολικά την ΕΕ όσο και την Ελλάδα.
Εξάλλου, είναι γεγονός ότι μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στη θέση του… σταυροφόρου που στέκεται απέναντι στον Ερντογάν έναν άλλο Ευρωπαίο πολιτικό ηγέτη: Τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν. Όσο για τον Ντράγκι, μάλλον παρέπεμπε σε μια πιο μειλίχια προσωπικότητα – έναν τεχνοκράτη τραπεζίτη ο οποίος απλώς αναγκάστηκε να πιάσει το τιμόνι της πατρίδα του για να τη σώσει από τον γκρεμό.
Αφήστε που, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μέχρι να ξεσπάσει το «σκάνδαλο του καναπέ», με την ταπείνωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο «σαράι» του «σουλτάνου», οι περισσότεροι συγκαταλέγαμε την Ιταλία στις ευρωπαϊκές χώρες που είναι φιλικά προσκείμενες στην Τουρκία. Και μάλιστα, σε πολλά επίπεδα.
Όταν η Άγκυρα «έσταζε μέλι»
Μόλις πριν ένα μήνα, άλλωστε, όταν αναλάμβανε τα ηνία της Ιταλίας ο Ντράγκι, η Άγκυρα κυριολεκτικά «έσταζε μέλι» για την Ιταλία. Αλλά και ο ίδιος ο νέος πρωθυπουργός της τελευταίας έκανε λόγο, σε μία από τις πρώτες ομιλίες του, για την ανάγκη «να εργαστούμε προκειμένου να υπάρξει ένας πιο ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία, ένα σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ».
Η φιλοκυβερνητική Sabah, με άρθρο της στις 5 Μαρτίου, απέδιδε τα εύσημα στη στάση που είχε τηρήσει η Ρώμη σε επίπεδο ΕΕ αναφορικά με την Τουρκία. Υποστήριζε, συγκεκριμένα, ότι σε αντίθεση με τη Γαλλία, την Ελλάδα και άλλα κράτη-μέλη, η ιταλική κυβέρνηση προωθεί σταθερά μια «πιο θετική ατζέντα», που ανάμεσα στα άλλα αποτρέπει τις κυρώσεις.
Την ίδια στιγμή, είναι γνωστό ότι μέχρι πρόσφατα, Ιταλία και Τουρκία βρίσκονταν στην ίδια πλευρά στον εμφύλιο της Λιβύης, στηρίζοντας την κυβέρνηση της Τρίπολης. Η υπόθεση αυτή, μάλιστα, είχε προκαλέσει έντονους τριγμούς στις σχέσεις της Ρώμης με το Παρίσι, που ως γνωστόν ενίσχυε το αντίπαλο στρατόπεδο – ενώ παραδοσιακά επεδίωκε να πάρει την πρωτοκαθεδρία από τους Ιταλούς στην εκμετάλλευση των πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων της Λιβύης.
Όλα αυτά, φυσικά, δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα των πολυετών πολιτικών δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες (η Ιταλία απέκτησε επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1856 και η συνεργασία παρέμεινε έκτοτε στενή), καθώς και των εκατέρωθεν οικονομικών συμφερόντων.
Είναι η οικονομία, ηλίθιε!
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιταλία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στην ΕΕ, μετά τη Γερμανία, καθώς και ο πέμπτος παγκοσμίως, με το ισοζύγιο να είναι απολύτως ισορροπημένο. Η αξία των διμερών συναλλαγών έφτανε πριν την πανδημία στα 20 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ έχει τεθεί επισήμως ο στόχος να αυξηθεί στα 30 δισ.
Σήμερα, επίσης, υπολογίζεται πως υπάρχουν πάνω από 1.500 ιταλικές επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στην τουρκική αγορά. Όσο για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τις οποίες έχει τόσο μεγάλη ανάγκη η Τουρκία αυτή την περίοδο λόγω του «κραχ» στην ισοτιμία της λίρας, τα ιταλικά κεφάλαια βρέθηκαν στην πρώτη θέση το πρώτο δίμηνο του 2020, επενδύοντας ένα ποσό κοντά στο ένα δισ. δολάρια.
Αλλά και σε ενεργειακό επίπεδο, η συνεργασία των δύο είναι στενή. Το αποδεικνύει, εκτός των άλλων, το δίκτυο αγωγών TANAP και TAP, που θα μεταφέρει αζέρικο φυσικό αέριο από την Κασπία στην Ευρώπη, μέσω Τουρκίας, Ελλάδας και Ιταλίας.
Θα αλλάξουν, άραγε, όλα αυτά μετά την κόντρα που έχει ξεσπάσει με αφορμή το «σκάνδαλο του καναπέ»; Προφανώς και όχι, καθώς οι οικονομικές σχέσεις καθορίζουν συχνά και τις πολιτικές. Παρ’ όλα αυτά, η στάση του Ντράγκι – ο οποίος κέρδισε τα εύσημα και του Σαλβίνι – αποδεικνύει πως παρά τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, ακόμη και οι «φίλοι» της Τουρκίας στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να φτάνουν στα όριά τους με τον Ερντογάν.
Ο «άγνωστος Χ» των γερμανικών εκλογών
Η κατάσταση δε θα γίνει ιδιαιτέρως προβληματική για τον «σουλτάνο» μετά τις εκλογές που θα γίνουν στην Γερμανία το φθινόπωρο. Κι αυτό διότι δεν θα έχουν πλέον απέναντί τους την Ανγκελα Μέρκελ, αλλά ένα ή μία καγκελάριο που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα επιδεικνύει την ίδια υπομονή και κατανόηση. Ειδικά εάν προέρχεται από τις τάξεις των Πρασίνων – σενάριο που όσο πλησιάζει η αναμέτρηση φαντάζει πιο πιθανό.
Ακόμη κι έτσι, βεβαίως, η Γερμανία και η Ιταλία δεν θα πάψουν να έχουν οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία θα προασπίζονται πολιτικά. Ούτε η ΕΕ θα σταματήσει να «καίγεται» για το προσφυγικό και να αντιλαμβάνεται τον ζωτικό ρόλο της Τουρκίας σε αυτό.
Η «ασυλία», ωστόσο, που μοιάζει να απολαμβάνει ο Ερντογάν θα περιοριστεί. Και ίσως έτσι, Αθήνα και Λευκωσία θεωρήσουν ότι οι συσχετισμοί είναι πιο ευνοϊκοί για να επιχειρήσουν να κάνουν τα επόμενα βήματά τους.