Είναι σαν να περιμένει κανείς τα πιο καχύποπτα tweets της επόμενης εβδομάδας. «Ανοιξαν τα Λύκεια, αλλά πώς άνοιξαν;». «Εκαναν όλοι μαθητές τα σωστά test;». «Πώς θα δώσουν εξετάσεις με τέτοια ψυχολογία;». Τα ερωτήματα δεν είναι απαγορευμένα, σε πείσμα της κατά φαντασίαν Αντίστασης που λειτουργεί μέσα σε μια κατά φαντασίαν «χούντα». Ακόμη και στο πλαίσιο της ημερήσιας τοξικότητας μεταφέρουν κάτι από την ψυχολογική καθίζηση των τελευταίων εβδομάδων.

Η κόπωση

Αυτή πρέπει να ανακηρυχθεί η λέξη του τελευταίου δωδεκαμήνου, που συμπυκνώνει το ύφος κάθε ημέρας. Οχι απαραιτήτως άδικα. Εξαντλώντας το πρωτογενές απόθεμα υπομονής – ακόμη και αισιοδοξίας – η κοινωνία έφτασε κάποια στιγμή απέναντι στις προσδοκίες, τις προβολές και τις αναφορές στο μέλλον μιας νέας κανονικότητας. Η καραντίνα σε δόσεις, την οποία δεν βίωναν όλοι οι αυτοέγκλειστοι με τον ίδιο τρόπο, επέφερε την εξάντληση σε δόσεις. Οι εικόνες στην τηλεόραση έγιναν μέρος ενός καθημερινού ντεκόρ, η αναγγελία των κρουσμάτων («LIVE») πέρασε σαν βουβό τελετουργικό στις οθόνες των υπολογιστών, ο μικρόκοσμος του καθενός έγινε το αντηχείο της προσωπικής ανάγκης.

Παράλληλα, όμως, ατόνησε η συμμόρφωση στα περιοριστικά μέτρα. Η εσωτερίκευση των εξωτερικών κινήτρων, που λειτούργησε στους πρώτους μήνες της καραντίνας, έδειξε τα όριά της. Τώρα δεν σταματούσαν όλοι στο κόκκινο φανάρι ακόμη κι όταν ήταν μαύρα μεσάνυχτα, κατά το παράδειγμα της Κοινωνιολογίας. Οι «κουρασμένοι» περνούσαν λάθρα. Η αυτοπροστασία για λογαριασμό της «κοινωνικής αγέλης» δεν λειτουργούσε πλέον. Γι’ αυτό και οι αναφορές κυβερνητικών στελεχών στην κόπωση της κοινωνίας έγιναν συχνότερες. Επρεπε να δοθούν ανάσες σε όσους κολυμπούσαν μέσα στην ίδια, ακαταπαύστως ασφυκτική «φούσκα». Να ανοίξουν βαλβίδες εκτόνωσης, ακόμη και κόντρα στο καθημερινό δελτίο των κρουσμάτων. Η θετική ατζέντα της επόμενης ημέρας, που παρουσιάζει σταδιακά η κυβέρνηση, αποσκοπεί ακριβώς σ’ αυτό: ένα άλμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά.

Η κόπωση, ωστόσο, είχε και μια πίσω πλευρά. Σ’ εκείνη την κοίτη συνέρρεαν ο θυμός, η ρητορική του μίσους, η εξύμνηση της νεανικής κοινωνικότητας. Αφού όλοι είναι κουρασμένοι, γιατί να μη μιλάνε οι πιο επιτήδειοι εξ ονόματός τους; Γιατί να μην εργαλειοποιήσουν την «κόπωση» αποσπώντας την από την κοινωνική διάστασή της; Ακόμη καλύτερα: γιατί να μην εμφανίζεται σαν ένα νέο κίνημα; Από τη στιγμή που το άχθος είναι αφόρητο, τα υποζύγια οφείλουν να επαναστατήσουν. Να βγουν στους δρόμους, να διαμαρτυρηθούν με διαφορετικές αφορμές – από τον Κουφοντίνα ως την αστυνομική βία -, να συμμετάσχουν στην εικονογραφία της ανυπακοής που τρέφει την παρα-δημοσιογραφία.

Θύματα

Η εξήγηση χωράει πολλούς. Τους όντως κουρασμένους. Τη μεγάλη, δηλαδή, πλειονότητα των πολιτών που εύχονται ο ένας στον άλλο «καλές αντοχές» για το υπόλοιπο του μαραθωνίου χωρίς να ξεχνούν τους ανθρώπους που χάνονται. Τους κουρασμένους από τα κλισέ, την κινδυνολογία, την τηλεοπτική κακοφωνία των λοιμωξιολόγων, τις αστοχίες κυβερνητικών στελεχών που δεν έδωσαν μέχρι τέλους το παράδειγμα. Περιλαμβάνει, ωστόσο, και όσους πίσω από τις λέξεις κρύβουν τον θυμό. Οσους καραδοκούν μέσα στο νέφος ανορθολογισμού, συνωμοσιολαγνείας και αντισυστημισμού. Αποζητούν την «κόπωση» για να μην ομολογήσουν το μένος. Μία καθήλωση σε σκηνικό γενικευμένης κρίσης, όπου όλοι πρέπει να φαίνονται κατώτεροι των περιστάσεων. Θύματα της πανδημίας. Θύματα της κυβερνητικής καμπάνιας. Θύματα της «κανονικότητας».

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που η κόπωση των πολιτών αναγορεύεται σε ερμηνεία όλων των φαινομένων. Η αντιπολίτευση την έχει ανάγκη. Σχεδόν την… εκκρίνει για να μπορεί να διαμορφώσει το κατάλληλο αφήγημα. Τον Νοέμβριο του 2019 ο Αλέξης Τσίπρας είχε παραστεί στο Παρίσι, σε εκδήλωση για τα εγκαίνια έδρας «Δημοσίου Χρέους» στο Πανεπιστήμιο Sciences Po. Με την αφορμή εκείνη είχε δώσει συνέντευξη στη γαλλική Le Figaro, όπου μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνησή του «έβγαλε την Ελλάδα από τον οκταετή φαύλο κύκλο των Μνημονίων». Υπήρξε, όμως, «συσσωρευμένη κόπωση του ελληνικού λαού από την πολυετή λιτότητα, κόπωση που συχνά κάνει τα αφτιά πολλών ευήκοα στην ψηφοθηρική δημαγωγία και τον δεξιό λαϊκισμό».

Η επένδυση αυτού του είδους δεν είναι παρά μία τακτική στη στρατηγική της τεχνητής έντασης. Από τον Πολάκη ως τον Τσακαλώτο και από τα κομματικά γραφεία Τύπου ως την παράλληλη «αντιπολίτευση των κοινωνικών δικτύων» όλοι αναζητούν τους ασυμπτωματικούς της κόπωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση κανένας κανόνας δεν είναι πιο παραγωγικός από τον παλιό μαοϊκό: μέσα στη μεγάλη αντάρα – όπου οι φημοτραφείς δεν γνωρίζουν από πού προέρχονται οι φήμες – δημιουργείται μία θαυμάσια κατάσταση για να τοκίσει κανείς τον θυμό. Ακόμη και αν οι πολίτες δεν ήταν κουρασμένοι, θα έπρεπε να φαίνονται ως τέτοιοι. Ακόμη και αν οι περισσότεροι δεν θέλουν να πλασάρονται ως κουρασμένοι πολιορκημένοι τον ρόλο έχουν αναλάβει οι ακάματοι πολιορκητές.