Μια συνάντηση με πολλές συνυφάνσεις. Σαν τα νήματα ενός αργαλειού τα οποία ενώνει το στημόνι καθώς ανάμεσά τους ανεβοκατεβαίνει η σαΐτα. Μια συζήτηση πολυεπίπεδη, με τον Marios Schwab γεννημένο στην Αθήνα της μητέρας του και ενηλικιωμένο στην Αυστρία του πατέρα του. Μια αναδρομή στα χρόνια των σπουδών του στην αυστριακή σχολή Αναχοφ, στο Esmod στο Βερολίνο, στο Σεντ Μάρτινς στο Λονδίνο, στο ξεκίνημα των δικών του γυναικείων συλλογών, στη θητεία του στην επιδραστική κολεκτίβα της μόδας Maison Martin Margiela, στη συνεργασία του με τον οίκο Halston. Μια συζήτηση με αφορμή την επιστροφή στη γενέτειρά του και τη νέα του αρχή ως καλλιτεχνικού διευθυντή της επωνυμίας Zeus+Δione για τους τρόπους που η παράδοση της χειροτεχνίας γίνεται αφετηρία για το σύγχρονο ντιζάιν. Ο ελληνοαυστριακός σχεδιαστής Marios Schwab μιλά ελληνικά και σχεδιάζει δύο επετειακές συλλογές με έναυσμα το 1821 για να παρουσιάσει μέσα από την κοσμοπολίτικη αισθητική του αντίληψη μια περίπτωση ελληνικής μόδας που συστήνεται στο διεθνές κοινό.
«Η συλλογή “1821” παντρεύει την παράδοση με την ιστορία πάθους και ηρωισμού της Ελληνικής Επανάστασης, αναδεικνύοντας αβίαστα μια νέα ελληνικότητα» λέει ο ίδιος για τον τρόπο που μετασχηματίζει στοιχεία και μοτίβα της ελληνικής παράδοσης καθώς ενδιαφέρεται για την ιδέα μιας πιο βιώσιμης και υπεύθυνης προσέγγισης απέναντι στη μόδα και την παραγωγή.
Τι έχει αλλάξει από τότε που έφυγες;
Εχω συμπληρώσει έναν χρόνο που ήρθα στην Αθήνα. Επέστρεψα στο ενδιάμεσο στο Λονδίνο γιατί διδάσκω ντιζάιν και αειφορία στο University of the Arts London. Μου αρέσει πολύ η ζωή εδώ, ενώ αντίθετα στο Λονδίνο το εμπορικό στοιχείο σταδιακά άρχισε να κερδίζει έδαφος από το καλλιτεχνικό ύφος της πόλης. Αλλαξαν πολύ τα δημιουργικά σημεία. Μέσα από το λοκντάουν κατάλαβες ότι το πιο σημαντικό είναι να βρίσκεσαι κοντά σε αυτούς που αγαπάς. Από τη στιγμή που γύρισα εδώ, αποφάσισα να επικεντρωθώ σε ό,τι είχα αφήσει όταν έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό για να ξανακερδίσω και μια νοοτροπία την οποία είχα ξεχάσει. Πέρασα τόσα χρόνια μαθαίνοντας να είμαι συγκεντρωμένος και να ζω σε μια πολυάσχολη πόλη που σου ζητά πολλά και σε κάνει να ζητάς πολλά από τον εαυτό σου. Πίσω στην Αθήνα είδα ξανά παλιούς φίλους και γνώρισα ανθρώπους που με εμπνέουν με τη δουλειά τους, όπως οι λαογράφοι.
Πώς ξαναβρήκες τα ελληνικά σου κομμάτια;
Με βοήθησε αυτή η επετειακή χρονιά για το 1821 ως θέμα για τον σχεδιασμό της πρώτης – της τωρινής ανοιξιάτικης – συλλογής. Ως νεόφερτος στην Ελλάδα, σε μια εποχή κατά την οποία σημειώνονταν και στην Ευρώπη ακροδεξιά και εθνικιστικά γεγονότα, ένιωσα την ανάγκη να μάθω από την Ιστορία ό,τι είχα ξεχάσει από το σχολείο. Διάβασα λοιπόν πολλά βιβλία, είδα ντοκιμαντέρ, πήγα στο Ναύπλιο και συνάντησα την Ιωάννα Παπαντωνίου, πρόεδρο του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος. Και ήταν πολύ ωραίες εκεί οι συζητήσεις μας. Αυτό που δεν είχε φύγει ποτέ από μέσα μου και έβγαινε και στις θεματικές των δικών μου συλλογών ήταν η νοσταλγία. Πάντα θα υπάρχει το νοσταλγικό κομμάτι του παρελθόντος μου. Δηλαδή από πού έχω έρθει. Μαζί με τον χαρακτήρα της γυναίκας με τη δραματική μορφή έτσι όπως αναπτύσσεται στον ελληνικό κινηματογράφο. Παράλληλα αυτή η φιγούρα της Ελληνίδας που ήταν μέσα μου δεν είχε πάντα τα χαρακτηριστικά κάποιας γνωστής γυναίκας. Μπορούσε να έχει τα αδιόρατα χαρακτηριστικά γυναικών που τις βλέπεις σε χωριά, σε νησιά, μαζί με τα χρώματα με τα οποία εγώ βλέπω πάντα ρούχα. Το μαύρο και άσπρο μού άρεσε πολύ.
Είναι ο ελληνικός κινηματογράφος που σε επηρέασε;
Θυμάμαι την Ειρήνη Παπά στον «Ζορμπά». Μπορεί να είναι κλασικό έργο, αλλά μαζί με τις εικόνες που έχω από διάφορες γυναίκες μέσα στην οικογένειά μου, οι οποίες είχαν ένα συγκεκριμένο στυλ και θυμίζουν ελληνική ομορφιά, μου βγάζουν έντονα το άσπρο και το μαύρο. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες μιας συγκεκριμένης ηλικίας που ντύνονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο και έχουν έναν δικό τους αυθόρμητο, θα έλεγα κοφτό, απότομο χαρακτήρα, με εμπνέουν πολύ. Η κίνησή τους, τα χέρια τους δείχνουν μια άλλη ιστορία. Ολα αυτά μου λένε πολύ περισσότερα από τα πιο τυπικά γκλάμορ στοιχεία. Σίγουρα η Ελλη Λαμπέτη, η Μελίνα Μερκούρη είναι κομμάτια της ανατροφής μου και βγαίνουν στη δουλειά μου.
Και το ελληνικό τραγούδι;
Υπάρχει και η μουσική μέσα μου. Στα 15 μου είχα καταλάβει ότι οι ηθοποιοί, ο κινηματογράφος, οτιδήποτε καλλιτεχνικό, μαζί με τα ταξίδια σε όλη την Ελλάδα που είχα κάνει με τους γονείς μου θα ήταν η τροφή μου και αυτό με το οποίο θα ήθελα να ασχοληθώ. Ημουν το παιδί που αν το άφηνες ελεύθερο σε ένα σπίτι θα ψαχούλευε με τις ώρες. Μου άρεσαν ιδιαίτερα τα κεντήματα. Η θεία μου και η γιαγιά μου με μάλωναν γιατί τις έφερνα σε δύσκολη θέση. Μου άρεσε να ανοίγω κουτιά και να βλέπω συγκεκριμένα πράγματα στα ρούχα. Νομίζω ότι όλοι είχαμε μεγαλώσει στην οικογένεια με την αγάπη του χειροτεχνήματος. Και επειδή η χειροτεχνία υπάρχει και στην παράδοση της Αυστρίας και της Ελλάδας, είχα πολλά ερεθίσματα από όμορφα πράγματα που μου έδειχναν τον δρόμο που θα ακολουθούσα.
Πώς συνδυάζεται ο δυναμισμός μιας κινηματογραφικής γόησσας στη σύγχρονη μόδα που ντύνει με πρακτικό τρόπο τις γυναίκες σήμερα;
Το «πρακτικό» είναι λέξη – κλειδί. Είναι ο λόγος που σταμάτησα το Marios Schwab, το δικό μου brand. Ο λόγος δεν ήταν τόσο η οικονομική κρίση. Αλλά η κρίση ως πραγματικότητα με έφερε αντιμέτωπο με τον προβληματισμό τού πόσο σημαντικό είναι να επικεντρωθώ στον σχεδιασμό βραδινών κομματιών ή ρούχων για ειδικές περιστάσεις τη συγκεκριμένη στιγμή. Θεώρησα ότι θα ήταν καλό για εμένα να δώσω κάτι πίσω σε έναν νέο άνθρωπο. Τότε ήταν που προτίμησα να διδάξω στο πανεπιστήμιο και να δουλέψω για τον οίκο Martin Margiela, γιατί είχαν ένα διαφορετικό σύστημα γύρω από τη βιωσιμότητα. Αλλωστε, η ανωνυμία του σχεδιαστή που ήταν το βασικό χαρακτηριστικό εκείνου του οίκου με έβαλε στη σκέψη να καταλάβω ότι μου άρεσε ο τρόπος να ασχολούμαι με τα ίδια μου τα χέρια για να φτιάξω κάποια πράγματα. Και ήθελα να το ξανακερδίσω αυτό. Πριν από έξι, επτά χρόνια υπήρχε μεγάλη δίψα για καινούργια πράγματα όλη την ώρα και αυτό με κούρασε αφάνταστα. Νομίζω ότι όλα αυτά με βοήθησαν να ωριμάσω και έτσι έκανα τη σωστή κίνηση και ήρθα εδώ, συνδυάζοντας την επιστροφή μου στην Αθήνα και τη μετάβασή μου στη διδασκαλία. Εφυγα από την Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν είχε αναπτυχθεί μια νεανική καλλιτεχνική σκηνή. Εκείνη την εποχή, κορίτσια και αγόρια έμαθαν να μεγαλώνουν μαζί. Αυτή η γυναίκα που γνώρισα σε αυτή τη φάση της ζωής μου ήταν σύγχρονα δυναμική. Είχε συγκροτημένη αισθητική, ήταν εξωστρεφής και σε επαφή με τον αισθησιασμό της. Αυτή τη γυναίκα θέλησα να αναδείξω στη δουλειά μου. Η Ελληνίδα μού αρέσει να είναι φυσική και όχι επιτηδευμένα ξανθιά. Μου ήταν σημαντικό να έρχεται πρώτη αυτή και μετά τα ρούχα της.
Πώς αναπτύσσεται σε παγκόσμια κλίμακα η μόδα;
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πώς παράγονται οι πρώτες ύλες, ποιος φτιάχνει τα ρούχα μας, πώς γίνεται η αγορά τους. Η συζήτηση που εδώ και χρόνια έχει ανοίξει σε διεθνές επίπεδο βάζει στο κέντρο της βιωσιμότητας τη χειροτεχνία και τη δουλειά των τεχνιτών. Νομίζω ότι αυτό συμβαδίζει και με την πραγματικότητα της ελληνικής χειροτεχνίας. Οι στολισμοί στα ρούχα έχουν τη λογική της έμπνευσής τους από το περιβάλλον του φυσικού χώρου, την προέλευση της πρώτης ύλης. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να πειραματιστώ με αμιγώς ελληνικά στοιχεία. Δεν αφορούσε μόνο το να παράγονται εδώ τα ρούχα απλά για να βοηθήσουμε την εγχώρια παραγωγή και τους παραδοσιακούς τεχνίτες. Αλλά γιατί με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούσαμε ένα αυθεντικό αφήγημα που θα απηχούσε την παράδοση του τόπου και τη σύνδεση με αυτό μιας ελληνικής πολυτελούς επωνυμίας.
Ποια είναι αυτή η ταυτότητα;
Δεν με ενδιαφέρει να κάνω μια αντιγραφή στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σημαντικό είναι να παίρνεις την ουσία της. Και αυτό πολλές φορές δεν έχει να κάνει με το διακοσμητικό στοιχείο, αλλά με τον τρόπο που παράγεται.