Πέθανε, σε ηλικία μόλις 55 ετών, ο δημοσιογράφος Νίκος Ζαχαριάδης. Βρισκόταν σε επαγγελματικό ραντεβού, ένιωσε αδιαθεσία και κλήθηκε ασθενοφόρο. Δεν πρόλαβε όμως, και κατά τη διακομιδή του σε νοσοκομείο απεβίωσε.
Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του δημοσιογράφου τα Social Media γέμισαν με μηνύματα φίλων και συνεργατών toy.
«Αντίο Nikos Zachariadis ήσουν από τους πιο χαρισματικούς και ευφυείς ανθρώπους που γνώρισα. Αλλά λόγια δεν υπάρχουν τώρα» έγραψε χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος, Κώστας Γιαννακίδης.
Ποιος ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966, τελείωσε το Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε στο Πολιτικό τμήμα της Νομικής Σχολης, στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Παράλληλα ξεκίνησε να εργάζεται στο Ραδιόφωνο της ΕΤ-2. Το 1989 πέρασε στην εφημερίδα «Αυγή» ως Κριτικός Κινηματογράφου. Στην ίδια θέση έχει εργαστεί επίσης στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» και «Μεσημβρινή».
Το 1993, εγκαταλείπει τις εφημερίδες για τα περιοδικά. Αρχικά ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό ΜΑΧ στη συνέχεια στο περιοδικό Nitro. Επι 5 χρόνια έγραφε τις «Απορίες Ενός Ζαλισμένου Αθηναίου» στο περιοδικό Downtown, από όπου προέκυψαν και δύο βιβλία. Από το 2005 μέχρι το 2012, δούλεψε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», όπου είχε την ευθύνη του ένθετου περιοδικού «Big Fish» μέχρι το 2008. Στην Athens Voice είχε τη στήλη «Forrest Gump» και την καθημερινή διαδικυακή στήλη Moufanet.
Επίσης από το 2015 δίδασκε Applied Jourlanism στο Metropolitan College.
«Από δημοσιογράφος ζωγράφος»
Εκτός από τη δημοσιογραφία ο Νίκος Ζαχαριάδης αγαπούσε και την τέχνη. Σε κείμενό του στην Athens Voice τον Δεκέμβριο του 2020 είχε εξηγήσει πώς «άλλαξε καριέρα από δημοσιογράφος σε ζωγράφος».
«Η ζωγραφική, και μάλιστα αυτού του είδους η ζωγραφική, που δεν έχει τίποτα το ‘αφηρημένο’ ή το πηγαίο, δεν υπήρξε ποτέ η βασική μου προτεραιότητα. Δεν ήμουν δηλαδή εκείνος που στο δημοτικό σκιτσάριζε τους φίλους του και τη δασκάλα στην τάξη. Πιο πολύ μου άρεσε να παίζω με λέξεις, ή να φτιάχνω ιστορίες. Ποτέ δεν θεώρησα ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς να ζωγραφίζω. Μια χαρά μπορούσα. Και το έκανα. Αν και πάντα ζήλευα λίγο αυτή τη μποέμικη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών. Ώσπου, μετά από 15 χρόνια ‘καριέρας’, βρέθηκα τυχαία έξω από ένα μαγαζί που πουλούσε χρώματα και τελάρα ζωγραφικής. Όχι αυτά για τους χομπίστες, που πουλάνε επίσης χάντρες, και κάθε είδους υλικό για χειροτεχνίες. Από τα άλλα, τα hardcore» έγραφε.
«Ήταν 2001. Χριστούγεννα. Ούτε είχα πάρει χαμπάρι πώς είχε γίνει όλο αυτό αλλά η δεκαετία του ’90 είχε πάει καλά. Επιτυχημένες στήλες, περιοδικά, διευθυντικές θέσεις. Και όλα αυτά με μια χαριτωμένη ελαφρότητα. Με μια χαώδη ευκολία. Ολονυχτίες για ‘να κλείσει το περιοδικό’, κείμενα που γράφονταν τις πρώτες πρωινές ώρες, δικαιολογίες σε αγχωμένους αρχισυντάκτες για τις καθυστερήσεις των κειμένων. Αλλά όλα έμοιαζαν σαν μια γιορτή. Το Wrangler μου κι εγώ σε μια πόλη που, όπως όλη η χώρα, ζούσε σε ένα ατέλειωτο πάρτι. Ήταν καλή δεκαετία για να είσαι 35 χρονών. Μόλις είχε εκδοθεί το πρώτο βιβλίο με τις ‘Απορίες ενός ζαλισμένου Αθηναίου’ και για πρώτη φορά καταλάβαινα τι σημαίνει δημοσιότητα. Πάρτι για το λανσάρισμα, συνεντεύξεις σε εκπομπές, άνθρωποι που δεν τους γνώριζα ποτέ να μου κάνουν επιθέσεις οικειότητας, του τύπου ‘εσύ είσαι ο ζαλισμένος Αθηναίος, που γράφει αυτά στο Downtown;’. Κι εγώ μόλις είχα μετακομίσει σε ένα καινούργιο σπίτι, όπως πάντα δυσανάλογα μεγαλύτερο από τις ανάγκες μου. Άλλωστε η γενιά μου ήταν η πρώτη γενιά που μετέτρεπε εκ συστήματος το δεύτερο υπνοδωμάτιο σε «δωμάτιο για τα ρούχα και τα παπούτσια.
»Και κάπως έτσι, φθάσαμε στην εποχή που όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους γύρω στα 50, αρχίζουν οι αναθεωρήσεις. Το επάγγελμά μου έπαψε να είναι πλέον γόνιμο. Τα γραφεία των περιοδικών και των εφημερίδων δεν είναι πλέον κατάμεστα από κόσμο που γελάει και βρίσκεται σε μια διαρκή δημιουργική αλληλεπίδραση. Η ζήτηση εύκολων και γρήγορων κειμένων για το διαδίκτυο, με διάρκεια ζωής μιας ημέρας, κυριαρχεί. Δεν το λέω με παράπονο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή.
»Οπότε αναγκάζεσαι να προσαρμοστείς. Και κάπου εκεί, κατά τη διαδικασία «προσαρμογής», όπως λέγεται κομψά η «επιβίωση», αναγκάζεσαι να απαντήσεις και στο ερώτημα «τι μου αρέσει πραγματικά να κάνω;». Κάπως έτσι, οι πίνακες και οι μπογιές και τα πινέλα, που ύστερα από μια μετακόμιση κατέληξαν αμπαλαρισμένα στην αποθήκη του πατρικού μου σπιτιού για σχεδόν 8 χρόνια, φορτώθηκαν μια Κυριακή του 2018 όπως-όπως σε ένα «ταπεινό» Yaris (το Wrangler είχε αποσυρθεί με τις πινακίδες του κατατεθειμένες) και ξαναβρήκαν την κυρίαρχη θέση τους στο σπίτι. Και από τότε είναι πάντα εκεί.
»Νέα έργα, πιο συνειδητοποιημένα, άρχισαν να δημιουργούνται, η τεχνική εξελίχθηκε μαζί με την εξοικείωση και όλο αυτό άρχισε να παίρνει μια πιο συγκεκριμένη μορφή και να αποκτά μεγαλύτερο χώρο. Όταν μάλιστα ήρθε η πρόταση για τη Saatchi Art, μέσω φίλου μιας φίλης και αναγκάστηκα για πρώτη φορά να περιγράψω με λέξεις τι ακριβώς κάνω (η Saatchi απαιτούσε ένα βιογραφικό και «λίγα λόγια για τη δουλειά σας»), απέκτησε ένα σχήμα. Οπότε για εμένα η περίοδος της καραντίνας ήταν από τις πιο δημιουργικές. Φωτογράφιση των έργων, πλημμύρα νέων ιδεών και ατέλειωτα ξενύχτια. Μέσα σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, επαγγελματικά και κοινωνικά, δεν έχεις πολλές επιλογές. Βόλτα με τον σκύλο και projects.
»Εξάλλου, σε όλη μου την επαγγελματική ζωή, δούλευα με εικόνες και με «αναποδογύρισμα» της πραγματικότητας. Αυτοί οι πίνακες είναι απλώς μια ακόμα εκδοχή του ίδιου πράγματος. Τα σύγχρονα ιερογλυφικά, τα pictograms, είναι μια παγκόσμια γλώσσα που βασίζεται στα στερεότυπα, επειδή τα στερεότυπα είναι άμεσα αναγνωρίσιμα. Είναι κατά κάποιο τρόπο η εικόνα του μοντέρνου κόσμου και των προδιαγραφών του. Με άλλα λόγια, σε ανθρώπους σαν εμένα, σχεδόν «φωνάζουν». Ζητώντας σου να αφηγηθείς την «άλλη», κρυφή ιστορία τους. Να την προεκτείνεις και να την αναποδογυρίσεις. Να παίξεις με το «και αν…». Με το «γιατί όχι;». Και να το κάνεις σε πίνακα, όχι ηλεκτρονικά στο photoshop. Προσθέτοντάς τους, με τις ατέλειες του χεριού, μια άλλη πιο ανθρώπινη διάσταση.
»Και στο κάτω-κάτω, αυτά τα μικρά, συμβολικά ανθρωπάκια με έσωσαν πολλές φορές στο παρελθόν από εκείνο το χριστουγενιάτικο μεσημέρι. Τους το χρωστάω».