Τον Απρίλιο του 1950 τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων φιλοξενούσαν την είδηση με πηχυαίους τίτλους: «Συνελήφθη η βιτριολίστρια – Τι λέγει διά την πράξιν της» και ένας εύγλωττος μεσότιτλος διευκρίνιζε: «Την είχε διαφθείρει». Η υπόθεση απασχολούσε για μέρες την κοινή γνώμη: μια 19χρονη κοπέλα, η Παρασκευούλα Κοτσάφτη από τον Πειραιά, είχε εισβάλει ξημερώματα στο σπίτι όπου διέμενε η αδελφή της με τον παντρεμένο εραστή της και τον είχε περιλούσει με θειικό οξύ. Η ιστορία ξεδιπλωνόταν στις εφημερίδες με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, ενώ η δράστρια συνελήφθη στον Υμηττό καθώς ετοιμαζόταν να βάλει τέλος στη ζωή της.
Το… φιλοθέαμον κοινό της δεκαετίας του ’50 ήταν μάλλον συνηθισμένο σε ιστορίες σαν αυτήν. Απατημένες σύζυγοι, υποσχέσεις για γάμο που δεν τηρήθηκαν ποτέ, ερωτικές αντιζηλίες, παρήλαυναν στον Τύπο της εποχής μέσα από περιστατικά που κατέληγαν πάντα με τον ίδιο τρόπο: επίθεση με βιτριόλι ή άκουα φόρτε. Επτά δεκαετίες αργότερα, η είδηση – που είχε στο μεταξύ εξαφανιστεί από τα αστυνομικά δελτία – επέστρεψε, και μάλιστα δυναμικά. Οι επιθέσεις με βιτριόλι πολλαπλασιάζονται στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα λαμβάνοντας ανησυχητικές διαστάσεις. Μέσα σε 11 μήνες στη χώρα μας έχουν δει το φως της δημοσιότητας δύο περιστατικά με θύματα νεαρές κοπέλες: η τραγική ιστορία της Ιωάννας που συγκλόνισε πριν από έναν χρόνο το πανελλήνιο και η υπόθεση της 25χρονης εγκύου που δέχθηκε επίθεση τα μεσάνυχτα του περασμένου Σαββάτου στα Τουρκοβούνια, όταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ένα μπλε αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα της και ο οδηγός, αφού την ακινητοποίησε, της έκλεισε το στόμα με ένα πανί εμποτισμένο με καυστικό υγρό.
Μιμητισμός ή επιστροφή σε άγρια ένστικτα;
Οι ειδικοί επισημαίνουν πως στην εγκληματολογία το βιτριόλι καταγράφεται ως μέσο εκδίκησης. Στόχος των εγκλημάτων με χρήση καυστικών υγρών δεν είναι η αφαίρεση της ζωής του θύματος – παρότι μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στον θάνατο – αλλά ο βασανισμός, η παραμόρφωση, τα προβλήματα εφ’ όρου ζωής· και η σαδιστική ικανοποίηση του θύτη. Οι επιθέσεις με βιτριόλι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Ασία, με το Μπανγκλαντές, το Ιράν και το Πακιστάν να φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της μακάβριας λίστας, ενώ καυστικές ουσίες κατά αντιπάλων χρησιμοποιούνται ευρέως στο πλαίσιο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ του υποκόσμου στις βαλκανικές χώρες. Από το 2014 το βιτριόλι κατεγράφη ως «τάση» και στη Μεγάλη Βρετανία, όπου το 2016 είχε παρατηρηθεί αύξηση κατά 80% στις επιθέσεις με διαβρωτικά υγρά.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα περιστατικά σημειώθηκαν τη δεκαετία του ’30, με θύτες συνήθως γυναίκες, τις γνωστές ως «βιτριολίστριες». Η περίπτωση της Κούλας Ράμμου που τύφλωσε με βιτριόλι τον προϊστάμενο και εραστή της το 1935, εκείνη μιας ερωτευμένης υπηρέτριας και ενός φαντάρου στη Φλώρινα αλλά και η περιπέτεια της Σωτηρίας Μπέλλου η οποία το 1938 έζησε για έξι μήνες στη φυλακή λόγω της επίθεσής της με βιτριόλι κατά του βίαιου συζύγου της ήταν μερικές από τις ιστορίες που ενέπνευσαν τον Βασίλη Τσιτσάνη να γράψει το 1950 το «Κίνδυνος θάνατος για πάρτε το χαμπάρι/ καινούργια μέτρα οι γυναίκες έχουν πάρει/ κι όποιος στον έρωτα σωστά δεν περπατήσει/ ένα μπουκάλι βιτριόλι θ’ αντικρίσει».
Οι υποθέσεις συνεχίστηκαν με ραγδαίους ρυθμούς τη δεκαετία του ’60, ενώ τον Ιούλιο του 1978 την επικαιρότητα απασχόλησε μία ακόμα ιστορία μεταξύ συζύγων στην Αμφιάλη, με μήλο της έριδος ένα σπίτι στη Σαλαμίνα που ο ηλικιωμένος σύζυγος αρνιόταν να παραχωρήσει στη σύντροφό του. Μεμονωμένα περιστατικά κατεγράφησαν επίσης τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μέχρι που η συγκεκριμένη μέθοδος ατόνησε. Στο προσκήνιο ήρθε πάλι το 2007, όταν επίθεση δέχθηκε στην Αθήνα ο ποινικολόγος Παύλος Σαράκης. Ενα έτος αργότερα αποτροπιασμό προκάλεσε η ενέδρα που έστησαν άγνωστοι στη συνδικαλίστρια καθαρίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα περιλούζοντάς τη με βιτριόλι και αναγκάζοντάς τη να το καταπιεί με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή της στο ένα μάτι και να υποστεί βλάβες σε εσωτερικά όργανα. Και η φρίκη συνεχίζεται…