Οι συνεντεύξεις τύπου μετά από συναντήσεις υπουργών Εξωτερικών συνήθως είναι προσεκτικές. Ακόμη και εάν δεν έχουν το βαθμό προεργασίας που υπάρχει στις συναντήσεις κορυφής, όπου συνήθως έχει προηγηθεί συνεννόηση ως προς τον τόνο και το περιεχόμενο, πάντοτε προσπαθούν να συνδυάσουν τα μηνύματα με την προσπάθεια να δοθεί ένα θετικό στίγμα.
Άλλωστε, οι υπουργοί Εξωτερικών συνήθως εκ της θέσης τους είναι και εξοικειωμένοι με αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «διπλωματική γλώσσα» που καθόλου τυχαία στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο για μια γλώσσα υπαινικτικά όπου αυτά που δεν λέγονται αλλά εννοούνται είναι περισσότερα των ρητών αναφορών.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και η κοινή συνέντευξη του Νίκου Δένδια και του Μεβλούτ Τσαβούσογλου αποτέλεσε μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια συνέντευξη που παρέπεμπε πολύ περισσότερο σε μια συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών όπου οι δύο πλευρές «ανοίγουν τα χαρτιά τους» και λένε αυτά που όντως σκέφτονται. Και με αυτό τον τρόπο αυτή η συνάντηση έδειξε ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος κάθε άλλο παρά εύκολος θα είναι.
Η Τουρκία προσέρχεται στον διάλογο με τις αξιώσεις και τις «προβολές ισχύος της»
Η Τουρκία προσέρχεται σε αυτόν τον διάλογο χωρίς να υποχωρεί από τις αξιώσεις και τις «προβολές ισχύος» της και επιμένοντας στη δική της ανάγνωση του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως σε ό,τι αφορά το Δίκαιο της Θάλασσας.
Επιπλέον, προσέρχεται επιμένοντας στον τρόπο που η ίδια ορίζει την ατζέντα των διμερών θεμάτων προς συζήτηση που δεν ταυτίζεται με αυτή της ελληνικής πλευράς, αλλά περιλαμβάνει και θέματα τα οποία η Ελλάδα θεωρεί ότι είναι εκτός συζήτησης.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκιά θεωρεί ότι ένας ελληνοτουρκικός διάλογος περνάει μέσα από το άνοιγμα όλων των θεμάτων. Όχι μόνο αυτών που αφορούν τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδα και της οριοθέτησης των ΑΟΖ (όπου βεβαίως έχουμε και όλα τα προβλήματα από την τουρκική αντίληψη που δεν αναγνωρίζει ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ), αλλά και αυτά που αφορούν τις «γκρίζες ζώνες», τα ζητήματα στρατιωτικοποίησης των νησιών, αλλά και τα ζητήματα που αφορούν την μειονότητα της Θράκης, ενώ δεν παραλείπει να επικαλείται και τα ζητήματα που αφορούν το προσφυγικό επικαλούμενη κακομεταχείριση και παράνομη push backs.
Δηλαδή, θέλει έναν διάλογο εφ’ όλης της ύλης, χωρίς κοινή αφετηρία ως προς το τι θεωρείται δεδομένο με βάση το διεθνές δίκαιο, και χωρίς να προσπαθεί να υποδείξει ενδεχόμενα σημεία συμβιβασμού.
Η λογική αυτή έχει καταγραφεί από καιρό και θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια απόπειρα να τεθούν τόσο πολλά ζητήματα στο τραπέζι ακριβώς ώστε ο όποιος τελικός «συμβιβασμός» στην πραγματικότητα να σημαίνει σημαντικές υποχωρήσεις από την ελληνική πλευρά.
Ακόμη περισσότερο είναι μια τακτική όπου η απάντηση σε ένα κρίσιμο ζήτημα που αναδεικνύεται, π.χ. αυτό της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, δεν είναι η αναζήτηση κοινού τόπου πάνω σε αυτό το ζήτημα, αλλά το επιθετικό άνοιγμα περισσότερων μετώπων, με την ελπίδα ότι ο «αντίπαλος» αντιμέτωπος με τόσα ανοιχτά μέτωπα θα δεχτεί πιο εύκολα έναν ευνοϊκό για την Τουρκία συσχετισμό.
Η τακτική αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ακολουθείται. Με έναν τρόπο σφραγίζει την τακτική της Τουρκίας εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτό που είναι διαφορετικό είναι ο τρόπος που η Τουρκία έχει ανεβάσει τους τόνους θεωρώντας ότι πλέον αποκτά χαρακτηριστικά περιφερειακής δύναμης, εφόσον έχει παρουσία σε τόσες ανοιχτές γεωπολιτικές συγκρούσεις (Συρία, Λιβύη, Αρμενο-αζερική σύγκρουση κ.λπ.), και άρα διεκδικώντας και ο ελληνοτουρκικός διάλογος να λάβει υπόψη του αυτόν τον συσχετισμό δύναμης.
Η Τουρκία θέλει διάλογο με τους δικούς της όρους
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θέλει γενικά να κάνει διάλογο. Σε αυτή τη φάση, η Τουρκία προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις σχέσεις με τη Δύση, άρα τις ΗΠΑ και την ΕΕ, να διαλύσει τις υποψίες ότι έχει αποφασίσει να κάνει «ευρασιατική» στροφή προς τη Ρωσία και την Κίνα (αντιθέτως, διώκει τους «ευρασιατιστές» απόστρατους που διαμαρτυρήθηκαν για ενδεχόμενη τροποποίηση του καθεστώτος των Στενών). Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει να δείξει ότι αρνείται τον διάλογο.
Κάθε άλλο, θα προσπαθήσει να δείξει ότι είναι ανοιχτή σε διάλογο. Όμως, διάλογο με τους δικούς της όρους, στη δική της θεματολογία και με ορίζοντα να πετύχει βασικές δικές της επιδιώξεις.
Διάλογο που θα έχει την εικόνα που είδαμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες και που ακόμη και εάν δεχτούμε ότι εντάσσεται σε έναν καταμερισμό ρόλων ανάμεσα σε Τσαβούσογλου και Ερντογάν, ώστε ο δεύτερος να βγει σε δεύτερο χρόνο πιο «θετικά», δεν προμηνύει γρήγορη επίλυση προβλημάτων.
Η δυσκολία και τα διλήμματα για την ελληνική πλευρά
Αυτή ακριβώς είναι και η μεγάλη δυσκολία για την ελληνική πλευρά. Είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η Τουρκία θέλει έστω και τακτικά να δείξει ότι επιστρέφει στο τραπέζι του διαλόγου. Ούτε επιθυμεί να πάρουν τα πράγματα τη μορφή ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης και θερμού επεισοδίου. Αυτό, άλλωστε, έδειξε και έστω και σιωπηρή τροποποίηση των «κανόνων εμπλοκής» σε σχέση με ενδεχόμενη παρουσία ερευνητικών σκαφών. Αυτό έδειξε η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών. Αυτό έδειξε η επίσκεψη Δένδια.
Από την άλλη, η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να συμμετάσχει στο διηνεκές σε έναν διάλογο όπου πίσω από μια ρητορική θετικής ατζέντας η Τουρκία θα επιδιώκει να προσθέτει διαρκώς επίδικα, να ανοίγει μέτωπα και να μην δείχνει καμία διάθεση συμβιβασμού και να καθιστά κάθε στιγμή αυτού του διαλόγου εκ προοιμίου ατελέσφορη.
Και αυτό είναι που γεννά πραγματικά διλήμματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Εάν αποφασίσει να προχωρήσει αυτόν τον διάλογο θα πρέπει να είναι έτοιμη γι’ αυτού του είδους το σκληρό, χωρίς κανόνες και χωρίς ορατή διέξοδο παζάρι, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε έστω και δύσκολα να υπάρξει ένα σημείο ισορροπίας, πιθανώς και με μεγαλύτερη πίεση της ΕΕ και των ΗΠΑ. Ωστόσο, με τις ΗΠΑ να σταθμίζουν διάφορες κινήσεις της Τουρκίας που δείχνουν να την απομακρύνουν από την αναβαθμισμένη σχέση με τη Ρωσία και τους ηγεμονικούς σχηματισμούς της ΕΕ να έχουν τον πήχη στο χαμηλό επίπεδο της αντιμετώπισης ως θετικής εξέλιξης απλώς της απουσίας «θερμών» εντάσεων, αυτή η πίεση απέχει πολύ από το να είναι δεδομένη.
Αν η ελληνική πλευρά θεωρήσει ότι σκηνικά όπως αυτός της κοινής συνέντευξης Δένδια και και Τσαβούσογλου αποτελούν προμηνύματα της συνολικής κατεύθυνσης του διαλόγου και άρα αυτός θα είναι ατελέσφορος, διατρέχει τον κίνδυνο να έχει να αντιμετωπίσει μετά μια ακόμη πιο ανεξέλεγκτη Τουρκία που πια δεν θα έχει να τηρήσει καν τα προσχήματα μιας διαδικασίας διαλόγου που θα βελτίωνε την εικόνα της έναντι της Δύσης.