Οι ομοιότητες με το αλησμόνητο παρελθόν είναι αναπόφευκτες. Με τη βασική διαφορά, όμως, ότι ο Δένδιας δεν είναι Παυλόπουλος. Ο υπουργός Εξωτερικών έμεινε εντός κειμένου, έμεινε δηλαδή στα όρια της προετοιμασίας του για τη συνάντηση με τον Τσαβούσογλου και δεν βασίστηκε στη δήθεν αυθεντία του για να αρχίσει να αυτοσχεδιάζει, όταν προκλήθηκε από τον τούρκο ομόλογό του. Οι απαντήσεις του στα επιχειρήματα του «φίλου Μεβλούτ» ήσαν σαφείς και απολύτως ικανοποιητικές για τη δική μας πλευρά και – το σπουδαιότερο, κατά τη γνώμη μου – τις διατύπωσε με την αρμόζουσα ψυχραιμία και ευγένεια. Ολη η στάση του έδειξε γνήσια ανωτερότητα.
Προσωπικώς, πολύ θα ήθελα να είχε εξελιχθεί διαφορετικά η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών, αλλά τι να κάνουμε που η πραγματικότητα είναι όμοια με τον εαυτό της και τα υποθετικά σενάρια περιττεύουν. Αν όμως αυτή που είδαμε στη συνέντευξη Τύπου είναι η σημερινή Τουρκία του Ερντογάν, αισθάνομαι περήφανος που η χώρα μου εκπροσωπείται από τον Δένδια. Οσο δυσάρεστη και αν ήταν η έκβαση της συνάντησης, νομίζω ότι χρειαζόμασταν ένα τονωτικό σαν αυτό που μας προσέφερε ο Δένδιας με τη στάση του, για να εξισορροπήσει τη μνήμη της ξεφτίλας του 2016 επί ελληνικού εδάφους και δη επί του προεδρικού καναπέ. Δεν τολμώ να φαντασθώ τα νούμερα των προσεχών δημοσκοπήσεων για τη δημοτικότητα των υπουργών. (Ο Κικίλιας πάλι θα κλάψει δημοσίως, φοβάμαι…)
Δεν αμφιβάλλω ότι, εκ των υστέρων, πολλοί (από αναλυτές με φουλάρια μέχρι ιερομόναχους από το Αγιον Ορος) θα σπεύσουν να μας πουν ότι είχαν προβλέψει τη δυσάρεστη έκβαση, αλλά δεν εισακούσθηκαν και τα συναφή. Από την πλευρά μου, το μόνο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι η τροπή, την οποία έδωσε ο Τσαβούσογλου στη συνάντηση, ταιριάζει με τη γενικότερη στάση της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας, με ιδιαίτερη ένταση τους τελευταίους δύο μήνες. Η σχεδόν καθημερινή προσπάθειά τους να κάνουν την ελληνική πλευρά να χάσει την ψυχραιμία της είναι ολοφάνερη. Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόκληση εκ μέρους του οικοδεσπότη στη συνέντευξη Τύπου ήταν η λογική κλιμάκωση όσων είχαν προηγηθεί.
Αν κάτι επιβεβαιώνει η νευρωτική εμμονή των Τούρκων στην τακτική των προκλήσεων είναι ότι φοβούνται τον διάλογο, αλλά δεν θέλουν κιόλας να χρεωθούν εκείνοι τη ματαίωσή του, εξού και η προσπάθειά τους να μας τρελάνουν. Για τον λόγο αυτόν, το σθένος, η αξιοπρέπεια και η ηρεμία του Νίκου Δένδια ήταν η ενδεδειγμένη απάντηση στον «φίλο Μεβλούτ». Ηταν η στάση μιας χώρας που δεν έχει λόγο να φοβάται τον διάλογο μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου.
Τη στάση του υπουργού Εξωτερικών επικρότησε και η αντιπολίτευση πλην Λακεδαιμονίων (ΚΚΕ), κρίνοντας τουλάχιστον από τις χθεσινοβραδινές ανακοινώσεις των κομμάτων. Ο καθένας το έκανε, βέβαια, κατά τον χαρακτήρα του. Στην ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι ο υπουργός «ορθώς προέβη […] στην ανάδειξη των ελληνικών και ευρωπαϊκών θέσεων», μολονότι η επιδοκιμασία σερβίρεται μαζί με μπόλικη αντιπολιτευτική γκρίνια για την ανάγκη «να αποκτήσει ξανά την πρωτοβουλία των κινήσεων η διπλωματία μας». (Για όσους μπερδεύονται λόγω του επιρρήματος «ξανά», που υποδηλώνει ότι κάποτε υπήρχε, ο συντάκτης της ανακοίνωσης εννοεί όπως τότε που ο Τσίπρας υποσχόταν στον Ερντογάν να του επιστρέψει τους οκτώ φυγάδες…)
Το ΚΙΝΑΛ ήταν ΠΑΣΟΚ. Στην ανακοίνωσή του, προσπερνά ως αυτονόητη τη στάση του Δένδια στη συνάντηση και θέτει τρία ηλίθια όσο και άχρηστα ερωτήματα: «Πόσο καλά ήταν προετοιμασμένη η συνάντηση;». Αριστα, όπως είδαμε και από τις απαντήσεις του Δένδια. «Ποιος ήταν ο στόχος;». Μα, προφανώς, ο διάλογος – πάλι θα ξαναλέμε τα ίδια; «Τι συζητήθηκε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις;». Αυτά που έλεγαν επί τριάντα πέντε λεπτά οι δύο υπουργοί – που είχαν τον νου τους οι πασόκοι, τάβλι έπαιζαν;