Στις 6 Απριλίου συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων στα ελληνικά σύνορα και την έναρξη της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επέτειος αυτή επανέφερε στο προσκήνιο ανοιχτές εκκρεμότητες από την εποχή εκείνη στις διμερείς σχέσεις, όπως είναι η διεκδίκηση από την Ελλάδα πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων ύψους 289 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές αξιώσεις αποκτούν κάποια πολιτικά ερείσματα στη Γερμανία, όπως έδειξε το ψήφισμα των Πρασίνων στην Ομοσπονδιακή Βουλή για την ικανοποίησή τους, όχι όμως ικανά για αλλαγή της γερμανικής στάσης, καθώς απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του Μπούντεσταγκ.

Η Γερμανία παγίως θεωρεί το ζήτημα των επανορθώσεων λήξαν με τη Συνθήκη «2+4» για την επανένωση της χώρας το 1990 μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Τη θέση αυτή επαναλαμβάνει το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στα «ΝΕΑ»: «H γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να έχει τη θέση, ότι το ζήτημα των επανορθώσεων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, νομικά έχει κλείσει. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει την ιστορική ευθύνη για τα αναρίθμητα, αποτρόπαια εγκλήματα των γερμανών κατακτητών στην Ελλάδα στο διάστημα του Απριλίου 1941 και Οκτωβρίου 1944», απαντά εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών στο Βερολίνο.

Απαριθμεί μία σειρά από πρωτοβουλίες της γερμανικής πλευράς: Το 2015 θεσπίστηκε το Γερμανο-Ελληνικό Ταμείο του Μέλλοντος με στόχο «να ισχυροποιηθεί μία κοινή γερμανο-ελληνική κουλτούρα μνήμης και να σταλθούν μηνύματα συμφιλίωσης στα μαρτυρικά χωριά και τις εβραϊκές κοινότητες». Επιπρόσθετα, την 1η Απριλίου η Γερμανία παρέδωσε την προεδρία της διεθνούς Συμμαχίας για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα. «Στο πλαίσιο αυτό θα συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με την Ελλάδα, προκειμένου να ενισχυθεί η μνήμη του Ολοκαυτώματος, να αντιμετωπιστεί η άρνηση και παραχάραξη του Ολοκαυτώματος καθώς και ο αντισημιτισμός και ο αντιτσιγγανισμός» σημειώνεται στην απάντηση στα «ΝΕΑ».

Για την εντατικοποίηση της διμερούς συνεργασίας συμφωνήθηκε το 2016 ένα διμερές σχέδιο δράσεων με ευθύνη των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο ο τέταρτος κύκλος επαφών διαφόρων υπουργείων σε επίπεδο υφυπουργών και γενικών γραμματέων. Ωστόσο, η σοδειά αυτών των επαφών είναι φτωχή.

Θετική εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι ξεκίνησε τη λειτουργία του από την 1η Απριλίου το Ελληνο-Γερμανικό Ιδρυμα Νεολαίας για τα προγράμματα ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών. Είναι το τρίτο Ιδρυμα του είδους μετά το γερμανο-γαλλικό από τη δεκαετία του 1960 και το γερμανο-πολωνικό από τη δεκαετία του 1990, γεγονός που δείχνει και την ιδιαίτερη σημασία του Ιδρύματος.

Νέες τριβές

Το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό, παρά τις γερμανικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών. Στην προβληματική κληρονομιά του παρελθόντος προστίθενται νέες τριβές στις διμερείς ελληνογερμανικές σχέσεις. Ο συνδυασμός παλιών προβλημάτων και νέων προκλήσεων επαναφέρει το κλίμα αντιγερμανισμού στην Ελλάδα, που γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση στην ευρω-κρίση την προηγούμενη δεκαετία. Κι αν τότε το κλίμα αυτό τροφοδοτούνταν από τη στάση της Γερμανίας στην κρίση χρέους, τώρα νέα τροφή δίνει η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και ο ρόλος του μεσολαβητή που επέλεξε η Γερμανία και η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ.

Η γερμανική μεσολάβηση οδήγησε στη σημερινή αποκλιμάκωση της έντασης και την επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών. Αλλά με τον Ερντογάν, πόσο σταθερή θεωρεί η γερμανική διπλωματία τη σημερινή ύφεση σε βάθος χρόνου;

«Η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να είναι πεπεισμένη ότι μία ειρηνική και βιώσιμη λύση των επίμαχων ζητημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να επιτευχθεί μόνον με άμεσο διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών», λέει ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών στα «ΝΕΑ». «Η επανέναρξη των άμεσων συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον Ιανουάριο ήταν ένα πολύ ουσιαστικό, πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτήν. Εναπόκειται πλέον στην Τουρκία να συνεχίσει με συνέπεια αυτήν την πορεία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διατύπωσε με σαφήνεια  ότι η ΕΕ σε περίπτωση επανάληψης τουρκικών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο θα αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των κρατών-μελών της».

 

Γερμανικά όπλα

Η ηπιότερη στάση της Γερμανίας, σε σύγκριση π.χ. με τη στάση της Γαλλίας, ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη σχέση που έχει με την Τουρκία, καθώς και στον ρόλο του μεσολαβητή. Συνδυάστηκε δε με τον εξοπλισμό της Τουρκίας με γερμανικά όπλα, με αιχμή του δόρατος έξι υπερσύγχρονα υποβρύχια γερμανικής τεχνολογίας. «Η Ελλάδα απειλείται από την Τουρκία με γερμανικά όπλα», διαμαρτυρήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο το περασμένο φθινόπωρο.

Τι απαντά το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών; «Η γερμανική κυβέρνηση ακολουθεί μία αυστηρά περιοριστική και υπεύθυνη πολιτική εξαγωγών όπλων. Γι’ αυτό και οι αποφάσεις για την έγκριση των εξαγωγών λαμβάνονται κατόπιν ενδελεχούς ελέγχου και συνυπολογίζοντας παράγοντες εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Η γερμανική κυβέρνηση παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο με προσοχή και εξετάζει διαρκώς τις αποφάσεις πολιτικού ελέγχου των εξαγωγών όπλων, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις και σε συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, οι αριθμοί των εγκρίσεων εξαγωγών όπλων στην Τουρκία είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Η γερμανική κυβέρνηση δεν έδωσε καμία νέα έγκριση τα τελευταία χρόνια για εξαγωγές επίμαχων οπλικών συστημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Τουρκία σε περιφερειακές στρατιωτικές επιχειρήσεις».

Τα εξοπλιστικά είναι ζήτημα συγκυρίας. Αλλά οι εκκρεμότητες της γερμανικής κατοχής παραμένουν διαχρονική σκιά στις ελληνογερμανικές σχέσεις.