Ο Κώστας Σημίτης και ο Κώστας Καραμανλής έχουν πολλά κοινά σημεία: είναι γέννημα θρέμμα των δύο πόλων του ελληνικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού, κέρδισαν την ηγεσία του κόμματός τους αλλάζοντας την εικόνα του, έγιναν πρωθυπουργοί που καθόρισαν (θετικά ή αρνητικά) την πορεία της χώρας και πλέον θεωρείται πως εκπροσωπούν έναν μικρό, αλλά ηχηρό αριθμό στελεχών της παράταξής τους. Δεν χρειαζόταν, βέβαια, η δημόσια ανταλλαγή απόψεων για την κληρονομιά του Ελσίνκι ώστε να καταλάβουμε πόσο διαφέρουν οι δυο τους. Ο ένας αποτελεί το ακριβές αντίθετο του άλλου: πρόοδος και συντήρηση, ρεαλισμός και φαντασίωση συνυπήρχαν αρμονικά στη μεταξύ τους διαμάχη. Το γιν και το γιανγκ της Ελλάδας από το 1996 έως το 2007, όταν ο Σημίτης αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή.
Η επιστροφή τους στον δημόσιο διάλογο έγινε με τρόπο που αναδεικνύει το πώς η μεταξύ τους αντιπαράθεση στιγμάτισε μια ολόκληρη εποχή. Ο Καραμανλής έχει ακούσει πολλά από τη μέρα που παρέδωσε την εξουσία, έχει κατηγορηθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους πως δεν ανέλαβε τις ευθύνες του για την κρίση, τον έχουν εγκαλέσει για την αδράνεια και τη σιωπή του, όμως επέλεξε στην πρώτη πραγματική παρέμβαση που αφορά την υστεροφημία του να απαντήσει στον Σημίτη. Οι ανακοινώσεις τους δεν μας λένε κάτι καινούργιο. Επιτρέπουν, όμως, να κατανοήσουμε τι έχει αλλάξει στην Ελλάδα και τι έχει μείνει ίδιο τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Μερικά πράγματα δεν έχουν αλλάξει: το Κίνημα Αλλαγής, ως συνέχεια του ΠΑΣΟΚ, υπερασπίστηκε τον πρώην πρωθυπουργό, βγάζοντας μια ανακοίνωση που «κούμπωνε» ακριβώς στα επιχειρήματά του. Ηταν, δε, μια επιλογή που βρήκε σύμφωνο το σύνολο του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του Γιώργου Παπανδρέου, που είχε ενεργό ρόλο στο Ελσίνκι ως υπουργός Εξωτερικών και συμφώνησε απόλυτα με την αντίδραση. Είναι σπάνιο όλες οι «πράσινες» φυλές να ταυτίζονται σε ένα κοινό σημείο, υπερασπιζόμενες μια κοινή θέση, όμως ο Καραμανλής είναι ένα πρόσωπο που προκαλεί αυτή την αντίδραση στην Κεντροαριστερά. Το ΚΙΝΑΛ, βέβαια, μπορεί να έχει κληρονομήσει την παράδοση, αλλά όχι το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ. Η δική του αντίδραση ήταν η μοναδική που ευθυγραμμιζόταν εντελώς με το παρελθόν του κόμματος. Στην αντίδραση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, αποτυπώνονται και οι αλλαγές που έχουν επέλθει στο πολιτικό σκηνικό μετά την οικονομική κρίση.
Καμιά αντίδραση
Η «γαλάζια» παράταξη, στην ηγεσία της οποίας ο Κώστας Καραμανλής επέλεξε να μην ακολουθήσει τον δρόμο που στρώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, με αφορμή την εθνική γραμμή για «μία και μόνη διαφορά» ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, δεν αντέδρασε καθόλου στη δημόσια αντιπαράθεση. Μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία του κόμματος, η ΝΔ έκανε «ανοίγματα» στο Κέντρο, τα οποία βρίσκονταν ήδη στα σκαριά από την περίοδο της συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ. Μια νεότερη γενιά στελεχών, όπως ο Κυριάκος Πιερρακάκης και ο Θοδωρής Λιβάνιος, με αναφορές σε διαφορετικές πασοκικές ομάδες, βρέθηκαν, μαζί με γνώριμες φιγούρες όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, στο κυβερνητικό σχήμα. Ακόμα και εντός του Μεγάρου Μαξίμου, πρόσωπα όπως ο Ακης Σκέρτσος και ο Θανάσης Κοντογιώργης έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με την αντίπαλη πλευρά – με αυτή που τάσσεται υπέρ της τακτικής Σημίτη στα ελληνοτουρκικά. Δεν είναι, βέβαια, μόνο θέμα προσώπων. Σ’ αυτή τη φάση, η Αθήνα βρίσκεται εν μέσω ενός νέου γύρου διερευνητικών επαφών με την Αγκυρα και οποιαδήποτε τοποθέτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναλόγως από την Τουρκία. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αλλαγή έγινε αισθητή – κυρίως, από τους δεξιούς εκείνους που δεν βρίσκονται πια εντός κομματικού μηχανισμού.
Τα παλιά στρατόπεδα καραμανλικών και σημιτικών, ωστόσο, δεν διαμόρφωσαν μόνο τη θέση της ΝΔ. Στον ΣΥΡΙΖΑ, που φιλοδοξεί να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ ως ο κύριος προοδευτικός πόλος, η σιωπή ήταν πιο εκκωφαντική από αυτή της ΝΔ. Λογαριασμοί κοινωνικής δικτύωσης και ΜΜΕ φίλα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση προτίμησαν τον ρόλο του παρατηρητή. Η τακτική ήταν μάλλον εξισορροπητική. Εντός του μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της Προοδευτικής Συμμαχίας, κατοικούν πλέον αρκετοί «σημιτικοί», όπως ο Νίκος Μουζέλης και ο Νίκος Μπίστης. Στην ίδια γραμμή τάσσονται και οι παραδοσιακοί «ανανεωτικοί» (όσοι εξ αυτών βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ) που σε θέματα εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται πιο κοντά με τους «γεφυροποιούς», είτε στηρίζουν την ηγεσία είτε ανήκουν στην αντιπολιτευόμενη «Ομπρέλα». Και, παράλληλα, με την ομάδα των εκτός ΝΔ καραμανλικών ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποκτήσει, από την περίοδο της διακυβέρνησής του, μια ειδική σχέση – ο τρόπος που αντιμετωπίζονται ακόμα και σήμερα στελέχη όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, για παράδειγμα, είναι ενδεικτικός. Στην Κουμουνδούρου έχουν να αντιμετωπίσουν άλλη μια δύσκολη σχέση, αυτή τη φορά πιο εμφυλιακού τύπου. Οι πρώην «σημιτικοί» συγκρούονται και με το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ που έχει κατοικοεδρεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Συγκρούονται σε όλα, όχι μόνο σε θέματα της εξωτερικής πολιτικής – κυρίως, όμως, για το ζήτημα του Ελσίνκι οι πασόκοι που σήμερα στηρίζουν με πάθος τον Αλέξη Τσίπρα το μακρινό 1999 δεν στήριξαν ιδιαίτερα την τακτική της πασοκικής κυβέρνησης.
Δεν έχουν αλλάξει
Σε αυτήν ακριβώς τη διαφορά, που ήταν εσωκομματική και όχι παραταξιακή, φαίνεται πως όσο διαφορετικά κι αν φαίνονται τα πράγματα, τελικά δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Στη διαμάχη για το Ελσίνκι συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές φιλοσοφίες για την εξωτερική πολιτική. Και, παρότι ταυτοποιούνται στον Σημίτη και τον Καραμανλή, οι δύο φιλοσοφίες δεν έχουν ούτε πρόσωπο, ούτε κόμμα – ανάλογα την εποχή και τα πρώτα αλλάζουν, αλλά και τα δεύτερα. Οσοι υποστήριξαν τη Συμφωνία του Ελσίνκι είδαν στην τακτική του 1999 μια Ελλάδα επιθετικά ρεαλιστική, που δεν διστάζει να αγγίξει «επικίνδυνα» θέματα για να επιλύσει μια χρόνια διαφορά. Κάποιοι από αυτούς ανήκουν, και τότε και τώρα, στη ΝΔ. Οσοι συμφώνησαν με την αλλαγή πλεύσης του Καραμανλή είδαν στην προηγούμενη κυβέρνηση μια ενδοτική στάση, οχυρώθηκαν πίσω από τη «μία και μόνη διαφορά», αλλά και τη σημερινή στάση του Ερντογάν – η οποία, ωστόσο, δεν είναι η ίδια με αυτή που κράτησε στην αλλαγή της χιλιετίας. Εξ αυτών, υπάρχουν πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί.
Τι δεν αλλάζει; Ο τρόπος που συνεχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την Ελλάδα, τη θέση της στην Ευρώπη και τη γεωστρατηγική της ισχύ. Η σύγκρουση είναι βέβαια πολιτική, αλλά κατά κύριο λόγο υπαρξιακή: στην ίδια κοινωνία συνυπάρχουν, άλλοτε αρμονικά και άλλοτε όχι και τόσο, εκείνοι που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον, και εκείνοι που θεωρούν πως κάτι τους χρωστούν, πως το ένδοξο παρελθόν κρύβει πάντα ένα ηθικό δίδαγμα ή μια κρυφή ελπίδα. Για περίπου είκοσι χρόνια, ήταν εύκολο να προσδιορίσει κανείς το γιν και το γιανγκ. Πλέον, όχι και τόσο.