Η επιστροφή του Οικονομικού Ταχυδρόμου συνιστά μία θετική εξέλιξη σε μία εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία: την αναζήτηση μίας πειστικής διεξόδου από την πρωτοφανή συνθήκη της πανδημίας. Υπό αυτήν την έννοια, η επανεκκίνηση ενός ιστορικού χώρου διαλόγου και ανάλυσης γύρω από την οικονομία υπογραμμίζει την ανοιχτή και παραγωγική συζήτηση που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα γύρω από το μέλλον. Αν και είναι προφανώς πολύ νωρίς για να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα, οι κύριες τάσεις αυτής της συζήτησης αμφισβητούν τα θεμέλια του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου που είχε κυριαρχήσει σε πλανητική κλίμακα την τελευταία τριακονταετία. Η σαρωτική δύναμη της πανδημίας κατέδειξε τα όρια του, όρια που είχαν ήδη διαφανεί στις διαδοχικές κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος και κυρίως στην αδυναμία του να παράσχει πειστικές απαντήσεις στα διογκούμενα κοινωνικά αδιέξοδα. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως την -διστακτική ακόμα- Ευρωπαϊκή Ένωση διαφαίνεται η αναζήτηση ενός άλλου δρόμου: ενός δρόμου δυναμικής και ενεργητικής κρατικής παρέμβασης, ενίσχυσης των δημόσιων υποδομών, διασφάλισης των κοινωνικών δικαιωμάτων στην εργασία, τοποθέτησης της περιβαλλοντικής διάστασης στον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας. Προφανώς, δεν πρόκειται για την μονοσήμαντη επιστροφή του μεταπολεμικού μοντέλου, αλλά για κάτι νέο και διαφορετικό.
Στη χώρα μας υπάρχει μια κακή παράδοση. Να αντιμετωπίζουμε τις στρατηγικές συζητήσεις γύρω από την οικονομία ως ένα προνόμιο των ισχυρών χωρών του πλανήτη που δεν μας αφορά ή στην καλύτερη περίπτωση μεταφέρονται μηχανιστικά στα καθ’ ημάς με χαρακτηριστική χρονική καθυστέρηση. Ακόμα χειρότερα, αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τις διεθνείς τάσεις, καθώς εμμένει σε πολιτικές που ήδη φαντάζουν οριστικά ξεπερασμένες. Αυτό είναι το τίμημα της ιδεοληψίας. Την ώρα που ο κόσμος αλλάζει, η Νέα Δημοκρατία επαναφέρει το παρωχημένο -και αναποτελεσματικό- μοντέλο της εσωτερικής υποτίμησης και της απόσυρσης του κράτους από τη σφαίρα της οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι θλιβερό. Ιστορικές ευκαιρίες για τη χώρα μας -όπως το Ταμείο Ανάκαμψης- δεν γίνονται αντικείμενο ουσιαστικής και παραγωγικής συζήτησης με στρατηγικούς και μετρήσιμους στόχους. Η φιλοδοξία της κυβέρνησης εξαντλείται στο να χρησιμοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης ως μηχανισμό ενίσχυσης ισχυρών συμφερόντων και προώθησης αντικοινωνικών πολιτικών. Η φράση “το κράτος δεν ξέρει και δεν πρέπει να επιλέγει επενδύσεις» συμπυκνώνει την ιδεοληψία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά την ίδια στιγμή φανερώνει ότι το μόνο σχέδιο της κυβέρνησης είναι η απουσία σχεδίου.
Στον αντίποδα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθεί και συνομιλεί με τον νέο παγκόσμιο προβληματισμό γύρω από την “επόμενη μέρα” της πανδημίας. Εκκινεί από το αυτονόητο: το κατεπείγον της παρέμβασης, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε και να σχεδιάσουμε τον στρατηγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Η πρόταση αυτή -όπως αποτυπώθηκε στην πρόσφατη εκδήλωση με τη συμμετοχή εκπροσώπων παραγωγικών φορέων και επιστημόνων διεθνούς κύρους- είναι ολοκληρωμένη, ρεαλιστική και κοστολογημένη. Στηρίζεται σε τρεις άξονες: ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που προέκυψε στη διάρκεια της πανδημίας, ενίσχυση της ρευστότητας των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μόνιμο και ολιστικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους με προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων. Οι τρεις αυτοί άξονες εξυπηρετούν αντίστοιχους στρατηγικούς στόχους: την θωράκιση της οικονομίας, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και την δυναμική ανάπτυξη της χώρας μας.
Ξέρουμε τον αντίλογο. Και είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με εκείνες και εκείνους που διαφωνούν μαζί μας, αλλά μοιράζονται την αγωνία ότι πρέπει κάτι να γίνει και άμεσα μάλιστα για την επιβίωση και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτούς δεν φαίνεται να ανήκει η κυβέρνηση. Γιατί ο δικός της αντίλογος -που συνοψίζεται στην αντανακλαστική αναφορά στα περίφημα “λεφτόδεντρα”- έρχεται από αλλού: από την λογική της κυνικής αναμονής ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε βίαιες κοινωνικές αναδιαρθρώσεις που βρίσκονται στον πυρήνα της αντίληψής της. Η πολιτική αυτή κοστίζει κάθε μέρα στην ελληνική κοινωνία: τόσο υγειονομικά όπου βλέπουμε τα αποτελέσματα της αδιαφορίας για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, όσο και οικονομικά μέσα από το αναποτελεσματικό lockdown των κυβερνητικών παλινωδιών. Υπάρχει όμως και ένα μεγαλύτερο, μη υπολογίσιμο ποσοτικά, κόστος. Η κυβέρνηση με τις επιλογές της στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να συμμετάσχει ισότιμα στη διεθνή συζήτηση για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και να εμφανιστεί ως ένα επιτυχημένο παράδειγμα δυναμικής επανεκκίνησης της οικονομίας με προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ριζοσπαστικές μεταβολές. Αυτή η δυνατότητα υπάρχει. Αλλά για να μετουσιωθεί σε πράξη, η χώρα μας χρειάζεται ριζική αλλαγή πορείας.