Η ελληνική οικονομία αποκλίνει σε ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ε.Ε. για πάνω από τρεις δεκαετίες, αφού την περίοδο 1981-2019, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο μόλις 0,6%. Σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2019 η Ελλάδα υπολειπόταν του μέσου όρου της ευρωζώνης κατά 43,2%.
Παράλληλα, το μέγεθος της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τα κριτήρια απασχόλησης της Ε.Ε. είναι πολύ μικρότερο, αφού αποτελείται κατά 97,4% από 800.075 πολύ μικρές επιχειρήσεις, κατά 2,3% από 18.958 μικρές, κατά 0,3% από 2.176 μεσαίες και σε μη μετρήσιμο ποσοστό με 331 μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίστοιχα ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 93% για πολύ μικρές έως 9 άτομα, 5,9% για μικρές έως 49 άτομα, 0,9% για μεσαίες έως 250 εργαζόμενους και 0,2% για μεγάλες άνω των 250 εργαζομένων. Ο κύριος λόγος της απόκλισης είναι και στις δύο περιπτώσεις το μεγάλο επενδυτικό κενό, που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την τελευταία δεκαετία της δημοσιονομικής κρίσης στη χώρα μας.
Το μεγαλύτερο μάλιστα έλλειμμα επενδύσεων καταγράφεται μεταξύ 2010 και 2019, όταν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υπολειπόταν από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ κατά 9% του ΑΕΠ ετησίως ή αθροιστικά κατά 162 δις ευρώ. Η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος από επιχειρήσεις οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους, στην υπερφορολόγηση, το κόστος δανεισμού και την αδειοδοτική γραφειοκρατία. Η υπερφορολόγηση της εργασίας και του κεφαλαίου, αντιμετωπίστηκε από τη κυβέρνηση μειώνοντας προ διετίας σταδιακά ασφαλιστικές εισφορές και φορολογία. Όμως, το πολύ υψηλότερο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον μέσο όρο της E.E. παραμένει, ενώ η αντιμετώπιση των γραφειοκρατικών εμποδίων στις επενδύσεις σε θέματα χωροταξικά, πολεοδομικά, αδειοδοτήσεις, καθυστέρηση δικαιοσύνης, πολυνομία, μη ψηφιακό κράτος, αποτελεί βασικό στόχο της κυβέρνησης, που αναμένεται να ολοκληρωθεί την επόμενη διετία.
Το έλλειμμα επενδύσεων συνήθως σημαίνει έλλειψη ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, λιγότερες θέσεις εργασίας, χαμηλότερους μισθούς, ασθενικές επιχειρήσεις και χρήση παρωχημένων τεχνολογιών. Αν δεν λυθεί λοιπόν το πρόβλημα του επενδυτικού κενού, κανένα άλλο πρόβλημα που μας ταλανίζει, όπως η ανάπτυξη, η ανεργία, τα εισοδήματα, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος δεν θα μπορέσει να λυθεί.
Το πρόβλημα των ιδιωτικών επενδύσεων μπορεί να αντιμετωπισθεί είτε με την αξιοποίηση επιδοτούμενων δανείων, είτε με το κίνητρο του αφορολόγητου αποθεματικού σε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως στο πρόγραμμα επιδοτήσεων του «Ελλάδα 2.0» προβλέπονται κονδύλια ύψους 1,5 δις ευρώ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και φορολογικά κίνητρα για επιχειρηματικές συνεργασίες και συγχωνεύσεις. Το στοίχημα της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων δεν θα κερδηθεί κλείνοντας τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, αλλά δίνοντας κίνητρα να εξελιχθούν σε μια νέα νομική μορφή «Αστικής Επιχειρηματικής Σύμπραξης» με flat tax, «φθηνή» χρηματοδότηση και επενδυτικό πριμ έναντι άλλων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η κινητοποίηση των μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων, σύμφωνα με το ΕΣΠΑ 2021-27 αλλά και το Next Generation EU, προσανατολίζεται στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό, τη κυκλική οικονομία, τις επενδύσεις στην υγεία, παιδεία, ενέργεια και την αγροδιατροφή, καθώς και στη γαλάζια ανάπτυξη με έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον στα λιμάνια και τα ναυπηγεία μας. Η επιτυχία όμως των επενδύσεων εξαρτάται από τη ταυτόχρονη υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, που θα πρέπει να γίνουν με τεράστια ταχύτητα, γιατί πρέπει να μοχλεύσουμε και να διπλασιάσουμε την απορρόφηση των επενδυτικών πόρων, αφενός με οικονομική αποτελεσματικότητα και αφετέρου με αυστηρό έλεγχο σε κάθε διαδικασία.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί πράγματι να δημιουργήσει μια θεμελιώδη αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, τοποθετώντας την ελληνική οικονομία σε μια περίοδο προσέλκυσης επενδύσεων, απασχόλησης και ανάπτυξης, προκαλώντας έτσι σημαντική αύξηση του ΑΕΠ. Οι ιδιωτικές, αλλά και οι δημόσιες επενδύσεις με τη σειρά τους μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κύκλο εργασιών στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, να δημιουργήσουν 200.000 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας και να δημιουργήσουν μια σταθερή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% μέχρι το 2026. Η υλοποίηση του «Ελλάδα 2.0» μας δίνει την ευκαιρία να καλύψουμε την επόμενη εξαετία ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού που υπάρχει με την πραγματοποίηση συνολικών επενδυτικών πόρων ύψους 57 δις ευρώ, ευελπιστώντας ότι στη πορεία θα προσελκύσουμε ακόμα περισσότερες επενδύσεις και θα δημιουργήσουμε μεγαλύτερες επιχειρήσεις από Έλληνες επιχειρηματίες που διακρίνονται παγκοσμίως. Η μόνη λύση για την μεγέθυνση της οικονομίας και των επιχειρήσεων είναι οι επενδύσεις παγίων, που δημιουργούν την απαραίτητη προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα.
Δήλωση του προέδρου Β. Κορκίδη στον Ο.Τ.
«Σταθερή αξία ο Οικονομικός Ταχυδρόμος»
«Ο Οικονομικός Ταχυδρόμος είναι πράγματι μια σταθερή αξία, αφού έρχεται από πολύ παλιά και εύχομαι να φτάσει πολύ μακριά. Η συμβολή του σε εποχές περιορισμένης πληροφόρησης για την επιχειρηματικότητα ήταν σημείο αναφοράς σχεδόν για ένα αιώνα και χαίρομαι ιδιαιτέρως που αναβίωσε εντυπωσιακά, που εκσυγχρονίστηκε ψηφιακά και βεβαίως που συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ενημερωτικά δίκτυα παγκοσμίου κύρους. Η δυναμική επανεκκίνηση του “Ο.Τ.” με μια “dream team” εξαίρετων δημοσιογράφων είμαι βέβαιος πως θα γίνει η απαραίτητη συνήθεια στη καθημερινότητα μας γιατί θα συνεχίσει να προσφέρει τα δύο διαχρονικά ανεκτίμητα αγαθά στην οικονομική ενημέρωση μας, την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα. Από καρδιάς, Καλοτάξιδος!».
Πηγή: ot.gr