Ο “Οικονομικός Ταχυδρόμος” συζήτησε με την κ. Έφη Αχτσιόγλου το κρίσιμο ζήτημα της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και ειδικότερα για το πρόβλημα των νέων χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας, εξαιτίας των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.
Για το θέμα, το οποίο απασχολεί έντονα τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και τα νοικοκυριά που πλήττονται οικονομικά, η τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δηλώνει στον “ΟΤ” ότι «όσο δεν αντιμετωπίζεται ριζικά η νέα γενιά του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας θα περιορίζει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, θα έχει ραγδαίες συνέπειες στην απασχόληση και τα δημόσια έσοδα, ενώ στο βαθμό που θα συνοδευτεί από γενικευμένες πτωχεύσεις (με βάση τον νέο πτωχευτικό κώδικα) θα οδηγήσει σε νέο κύμα φτωχοποίησης, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους πλέον ευάλωτους, αλλά και τους πολίτες των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων».
Το «πολιτικά κρίσιμο», προσθέτει, είναι «να συμφωνήσουμε ότι το πρόβλημα της νέας γενιάς ιδιωτικού χρέους υπάρχει και είναι πιεστικό -η κυβέρνηση φαίνεται να αρνείται ότι υπάρχει το πρόβλημα- και ότι το κράτος οφείλει να το αντιμετωπίσει ριζικά».
Αναφερόμενη στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για τα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «περιλαμβάνει: (α) πλήρη διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων, (β) διαγραφή μέρους βασικής οφειλής, για συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών, (γ) αποπληρωμή της υπόλοιπης οφειλής σε έως 120 δόσεις».
Η δήλωση της κ. Αχτσιόγλου στον “ΟΤ” αναλυτικά:
Το υψηλό επίπεδο του ιδιωτικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κληροδοτήματα της δεκαετίας της οικονομικής κρίσης, με βαθιές ρίζες στις παθογένειες και στρεβλώσεις του προ-κρίσεως οικονομικού και πολιτικού συστήματος, αποτελούσε και πριν την πανδημία ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας. Η έλευση της πανδημίας και η λήψη πρωτόγνωρων περιοριστικών μέτρων, σε συνδυασμό με τα ελλιπή μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση της ΝΔ, ήρθαν να επιδεινώσουν το πρόβλημα με μία νέα γενιά ιδιωτικού χρέους. Η αντικειμενική αδυναμία για την πλήρη αποπληρωμή του επιφέρει μια σειρά αρνητικών συνεπειών, που τελικά υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές για ανάπτυξη.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι όσο δεν αντιμετωπίζεται ριζικά η νέα γενιά του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας θα περιορίζει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, θα έχει ραγδαίες συνέπειες στην απασχόληση και τα δημόσια έσοδα, ενώ στο βαθμό που θα συνοδευτεί από γενικευμένες πτωχεύσεις (με βάση τον νέο πτωχευτικό κώδικα) θα οδηγήσει σε νέο κύμα φτωχοποίησης, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους πλέον ευάλωτους, αλλά και τους πολίτες των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιδεινώσει περαιτέρω το οικονομικό κλίμα και την ψυχολογία της αγοράς, επιβραδύνοντας ακόμη περισσότερο τις προοπτικές για ανάκαμψη. Άρα, το πολιτικά κρίσιμο είναι να συμφωνήσουμε ότι το πρόβλημα της νέας γενιάς ιδιωτικού χρέους υπάρχει και είναι πιεστικό -η κυβέρνηση φαίνεται να αρνείται ότι υπάρχει το πρόβλημα- και ότι το κράτος οφείλει να το αντιμετωπίσει ριζικά. Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις αν θέλουμε να κάνουμε οποιαδήποτε συζήτηση για βιώσιμη ανάκαμψη που θα περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας και δεν θα αφήνει πίσω της μεγάλα τμήματα χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ
Στο πλαίσιο αυτό, εισηγούμαστε ένα νέο (έκτακτο) πλαίσιο ρύθμισης, αντίστοιχο με αυτό που νομοθετήθηκε το 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ για οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Το σχήμα που προτείνουμε αφορά ένα «κλειστό» ποσό οφειλών, όσες δημιουργήθηκαν την περίοδο της πανδημίας και αφορά όλους όσους επλήγησαν από την πανδημία. Η εφαρμογή της ρύθμισης του 2019 αποδεικνύει ότι μία ρύθμιση με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν δημιουργεί δημοσιονομικό πρόβλημα, αν κανείς λάβει υπόψη ποιο τμήμα αυτών των οφειλών πραγματικά θα μπορούσε να εισπραχθεί από το Δημόσιο, δεδομένων των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών στην πραγματική οικονομία, αλλά και τη μελλοντική ενίσχυση των δημοσίων εσόδων μέσω της διατήρησης της λειτουργίας των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο, ένα αποτελεσματικό σύστημα ρυθμίσεων επιφέρει ισορροπία ανάμεσα στα έσοδα που πραγματικά θα μπορούσε να εισπράξει το δημόσιο χωρίς διευκόλυνση, και στα έσοδα που θα εξασφαλίσει από βιώσιμες ρυθμίσεις. Με τον τρόπο αυτό, οι θετικές επιπτώσεις σε σειρά μεγεθών (κατανάλωση, απασχόληση, επενδύσεις κ.λπ.) υπερακοντίζουν τυχόν βραχυπρόθεσμες απώλειες – αν κι αυτές θα υπάρξουν, ενώ ο εμπροσθοβαρής χαρακτήρας τους συμβάλει στην αμεσότερη ανάκαμψη της οικονομίας.
Αναφορικά με το περιεχόμενο της ρύθμισης που εισηγούμαστε, αυτό περιλαμβάνει: (α) πλήρη διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων, (β) διαγραφή μέρους βασικής οφειλής, για συγκεκριμένες κατηγορίες χρεών, (γ) αποπληρωμή της υπόλοιπης οφειλής σε έως 120 δόσεις. Στις 120 δόσεις μπορούν να ενταχθούν και παλαιότερες ρυθμίσεις, εφόσον εξέπεσαν εντός της περιόδου της πανδημίας. Τα χρέη προς ρύθμιση είναι οι οφειλές προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία που ήταν πληρωτέες την περίοδο της πανδημίας, καθώς και την περίοδο που συνέχεται με αυτήν, δηλαδή από την 1η Μαρτίου 2020 έως και την 31η Αυγούστου του 2021. Κούρεμα βασικής οφειλής θα προβλέπεται για τις εξής κατηγορίες οφειλών: Φόρος εισοδήματος,
Τέλος επιτηδεύματος, ΕΝΦΙΑ, Ασφαλιστικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυταπασχολούμενους, εισφορά αλληλεγγύης. Κριτήριο για το ποσοστό της μείωσης της βασικής οφειλής θα είναι το ποσοστό απώλειας εισοδήματος την περίοδο της κρίσης για τα νοικοκυριά και το ποσοστό μείωσης του τζίρου για τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα: για μείωση εισοδήματος/τζίρου 10%-29% : μείωση της βασικής οφειλής κατά 40%, για μείωση εισοδήματος/τζίρου 30%-40%: μείωση της βασικής οφειλής κατά 50% και για μείωση εισοδήματος/τζίρου άνω του 40%: μείωση της βασικής οφειλής κατά 60%. Δικαιούχοι θα πρέπει να είναι τα φυσικά πρόσωπα με απώλεια εισοδήματος ή απώλεια της θέσης εργασίας κατά την περίοδο της πανδημίας και οι επιχειρήσεις που ανήκουν στους πληττόμενους κλάδους, με προϋπόθεση τη διατήρηση των θέσεων και σχέσεων εργασίας για τουλάχιστον 1 έτος.
Πηγή: ΟΤ