Να αναπροσαρμόσουν τα βιολογικά τους ρολόγια καλεί τις γυναίκες άνω των 30 μια νέα μελέτη που δημοσιεύει το επιστημονικό περιοδικό «Journal of the American Medical Association», σύμφωνα με την οποία το ηλικιακό όριο γονιμότητας είναι τα 37,1 έτη και όχι τα 35 που αυθαιρέτως είχαν οριστεί ως ηλικιακός «γκρεμός» γονιμότητας, γεγονός που φόρτωνε με αχρείαστο στρες και κοινωνικό στίγμα τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, αποδεικνύεται ότι το όριο των 35, με το οποίο πορεύθηκαν εκατομμύρια γυναίκες ως σήμερα, ήταν εξαρχής αντιεπιστημονικό, καθώς βασιζόταν σε αρχεία γεννήσεων της Εκκλησίας της Γαλλίας του… 1700, όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 30 έτη.
Επειτα από εξέταση των παγκόσμιων τάσεων των τελευταίων 60 ετών σχετικά με τρόπους φυσικής παράτασης της εμμηνόπαυσης και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τη διαδικασία σύλληψης, η νέα μελέτη τελικά αποδεικνύει ότι ο μέσος όρος ηλικίας που αφορά την εμμηνόπαυση έχει ανέβει, ενώ αντίστοιχα εκείνος της πρώτης περιόδου έχει κατέβει, γεγονός που κάνει μεγαλύτερο τον αναπαραγωγικό κύκλο ζωής μιας γυναίκας. Τα συγκεκριμένα ευρήματα σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν ότι η μητρότητα μετά τα 35 μπορεί να εκληφθεί ως περίπατος. Ισως, όμως, μπορούν να σταθούν ως αφορμή να πάψει να φαντάζει το 35ο έτος ως ένα τρομακτικό ταβάνι για όσες γυναίκες λόγω σπουδών, εργασίας ή άλλων συγκυριών δεν βρήκαν νεαρότερες τον κατάλληλο σύντροφο για να γίνουν μητέρες.
Και ως μια ευκαιρία να σκεφτεί κανείς διπλά προτού κολλήσει την ταμπέλα «προχωρημένη ηλικία» ή «υψηλού κινδύνου εγκυμοσύνη» σε όποια αποφασίζει να τεκνοποιήσει μετά τα 35. «Τα συναισθήματα που επικρατούν κατά την προσπάθεια σύλληψης ποικίλλουν αναλόγως τη δεκαετία που μελετάμε. Τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι έτη η θέση της γυναίκας έχει (σωστά) ισχυροποιηθεί όσον αφορά τις θέσεις ευθύνης, απαιτώντας όμως αρκετές ώρες απαιτητικής και αγχώδους εργασίας. Η γυναίκα του σήμερα βιώνει άμεσα τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική ανασφάλεια σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας ακόμα έναν μοχλό πίεσης σε σχέση με το παρελθόν. Οι παραπάνω λόγοι, ενισχυμένοι από την απαλλαγή σε μεγάλο βαθμό πια του κοινωνικού στίγματος, συντελούν στο γεγονός οι γυναίκες να απολαμβάνουν τη μητρότητα σε μεγαλύτερη ηλικία», σχολιάζει στα «ΝΕΑ» ο ψυχολόγος Δημήτρης Ι. Πετρούνιας.
Στοιχεία
Την ώρα που ερευνητές και οργανισμοί ανά τον κόσμο αναπαράγουν ακόμα τα αντιεπιστημονικά στοιχεία του 18ου αιώνα, άλλες έρευνες περνούν απαρατήρητες, όπως αυτή του 2004 σε δείγμα 770 γυναικών στην Ευρώπη που λέει ότι με τουλάχιστον δύο προσπάθειες την εβδομάδα 78% των γυναικών από 35-40 συνέλαβαν μέσα σε έναν χρόνο. Ή μια άλλη που δείχνει ότι υπεύθυνοι για περιπτώσεις υπογονιμότητας σε ποσοστό 20%-30% είναι οι άνδρες.
Η επικράτηση αναχρονιστικών αντιλήψεων αναφορικά με το ηλικιακό όριο γονιμότητας είχε ως αποτέλεσμα μια γυναίκα να έχει να διαχειριστεί για εννέα μήνες, μαζί με τις υπόλοιπες αλλαγές, και το επιπλέον άγχος που πηγάζει από σχόλια γύρω από το τι μπορεί να πάει στραβά με την υγεία τη δική της και του εμβρύου, με αποτέλεσμα να υποβάλλεται σε εξαντλητικές εξετάσεις. Ο δρ Γεώργιος Ιωαννίδης, επιστημονικός υπεύθυνος μαιευτήρας – γυναικολόγος αναπαραγωγής στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του «Μητέρα», βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση: «Αυτά τα όρια αλλάζουν από χρονιά σε χρονιά. Το 35 με το 37 είναι πολύ κοντά. Το μήνυμα που πρέπει να έχουν όλες οι γυναίκες που προσπαθούν για παιδί είναι ότι μετά τα 35 το απόθεμα και η ποιότητα των ωαρίων μειώνονται χρόνο με τον χρόνο. Υπάρχουν γυναίκες που έχουν ένα καλύτερο γενετικό προφίλ και το όριο αυτό μπορεί να πάει ακόμα και στα 40, τα 41 ή τα 42. Κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός. Η γυναίκα πρέπει να συμβουλεύεται τον γυναικολόγο της προκειμένου να γνωρίζει ποιος είναι ο σωστότερος χρόνος να προχωρήσει στην τεκνοποίηση χωρίς να αγχώνεται μόνο από ένα στίγμα της ηλικίας».