Εντεκα ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν μέχρις ότου το χαλούμι / hellim αναγνωριστεί ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το θέμα δεν ήταν διαδικαστικό ούτε μόνο ζήτημα οικονομικών συμφερόντων. Ηταν πρωτίστως πολιτικό. Δεν πρέπει λοιπόν να ξαφνιάζει κανέναν που, ακόμα και σήμερα μετά την αναγνώριση, το πιο πολιτικό τυρί στην Ευρώπη, όπως δικαίως το έχουν αποκαλέσει, συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Για πρώτη όμως φορά η αναγνώρισή του ως ΠΟΠ φέρνει τις δύο κοινότητες της Κύπρου πιο κοντά.
Το έσωσε η… Βενετία. Η πρώτη αναφορά στο χαλούμι («χαλλούμι» στα κυπριακά, με δύο λάμδα, ναι, και στον γραπτό λόγο) εντοπίζεται σε ένα έγγραφο του 1556 το οποίο συνέταξε ο Δόγης της Βενετίας Λεονάρντο Ντονά, ο οποίος είχε ζήσει στην Κύπρο και περιγράφοντας το συγκεκριμένο τυρί το αποκαλεί «calumi». Ο Ενετός δεν είχε φανταστεί βέβαια ότι αιώνες μετά η αναφορά του αυτή θα… έσωζε τους Κυπρίους, αφού χρησιμοποιήθηκε – και πέτυχε – ως νομικό επιχείρημα από τους σημερινούς κατοίκους του νησιού προκειμένου να πείσουν ότι το χαλούμι είναι όντως κυπριακό και πως δεν πρόκειται για ένα τυρί το οποίο οι Κύπριοι πήραν από κάποιον άλλον λαό της περιοχής, ειδικά τους Λιβανέζους, οι οποίοι το διεκδικούσαν με το επιχείρημα ότι το έφτιαχναν προηγουμένως. Χωρίς αποδείξεις όμως. Οπως και να έχει, 15 χρόνια μετά τη σύνταξη του συγκεκριμένου εγγράφου η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Τούρκους και οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και άλλοι συνέχισαν να φτιάχνουν το παραδοσιακό αυτό τυρί για αιώνες, σε δύο μορφές: από αιγοπρόβειο γάλα και, πολύ αργότερα, από μεικτό αιγοπρόβειο και αγελαδινό, την πιο γνωστή και διαδεδομένη και εκτός Κύπρου μορφή του.
Ο κυκεώνας της αναγνώρισης
Το 2009, όταν ξεπεράστηκαν οι σκόπελοι και η Κύπρος μπόρεσε να πείσει ότι η παλαιότερη υπάρχουσα τουλάχιστον αναφορά τής χάριζε το χαλούμι, προέκυψε ένα πρόσθετο πρόβλημα: Ποια Κύπρος; Η αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία είναι βέβαια μόνο μία, ωστόσο το χαλούμι το έφτιαχναν και οι Τουρκοκύπριοι εκτός από τους Ελληνοκυπρίους, το ονόμαζαν hellim (χελλίμ, επίσης με δύο λάμδα) και το τυρί αυτό αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος και της δικής τους κουζίνας διά μέσου των αιώνων. Στο μεσοδιάστημα δε και στα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή του ’74 το χελλίμ είχε ταξιδέψει στην Τουρκία, όπου κάποιες εταιρείες, ενίοτε τουρκοκυπριακών συμφερόντων, είχαν αρχίσει να το παράγουν και να το εξάγουν στις αγορές της Ευρώπης, κυρίως στη Βρετανία και στη Γερμανία, με την επωνυμία «χαλούμι».
Συμφωνίες και διαφωνίες. Το χαλούμι λοιπόν και η αναγνώρισή του προσετέθη στο κυπριακό πρόβλημα και έγινε αντικείμενο έντονων ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων κατά τον «παραδοσιακό» κυπριακό τρόπο: όχι μόνο, δηλαδή, ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους αλλά και στο εσωτερικό των δύο κοινοτήτων, με τους αγελαδοτρόφους και τους ποιμνιοτρόφους (και) της κάθε κοινότητας να ερίζουν αναφορικά με το ποιο ήταν τελικά το… πραγματικό χαλούμι / hellim. Πόσο από το κάθε γάλα έπρεπε να έχει και συνεπώς ποιος θα έχανε πόσα χρήματα από την ποσόστωση. Οταν ξεπεράστηκε και αυτό, οι δύο κοινότητες κατάφεραν, υπό την έντονη πίεση της ΕΕ, να καταλήξουν σε συμφωνία και για το πολιτικό ζήτημα. Το τι θα γινόταν δηλαδή με το τουρκοκυπριακό προϊόν και τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να διατίθεται στην Ευρώπη ως ΠΟΠ, αφού ήταν ξεκάθαρο πως η ΕΕ δεν θα δεχόταν ούτε το προϊόν που παραγόταν στην Τουρκία ούτε βέβαια και κατευθείαν εξαγωγές των Τουρκοκυπρίων, κάτι που δεν επιτρέπεται λόγω της τουρκικής κατοχής.
Η πρώτη συμφωνία
Ηταν μια βολική συγκυρία. Το 2015 οι συνομιλίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες για το Κυπριακό βρίσκονταν σε μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα φάση. Ο Μουσταφά Ακιντζί ήταν ο νέος τουρκοκύπριος ηγέτης και ήθελε διακαώς όχι μόνο τη λύση του Κυπριακού αλλά και τη διευθέτηση του φακέλου του χαλουμιού. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά το ζήτημα ήταν κρίσιμο, καθώς η διάδοση του χαλουμιού τόσο στην Ευρώπη όσο σε όλον τον κόσμο πια καθιστούσε την αναγνώρισή του ως ΠΟΠ αναγκαιότητα για προστασία του από άλλες χώρες, στην Ευρώπη και αλλού, οι οποίες το παρήγαν και το πωλούσαν ως τέτοιο, χωρίς η Κύπρος να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Μια επανάληψη της ιστορίας της φέτας.
Παρά τις αντιδράσεις ενός μέρους τους, οι Τουρκοκύπριοι, υπό τον Ακιντζί, εγκατέλειψαν την απαίτηση της προηγούμενης σκληροπυρηνικής ηγεσίας τους – υπό τον Ντερβίς Ερογλου – όπως η πιστοποίηση των τουρκοκυπριακών προϊόντων γίνεται από ελεγκτές που θα όριζαν οι «Αρχές» της ούτω καλουμένης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου. Οι Ελληνοκύπριοι υποχώρησαν και αυτοί σε διάφορα, και έτσι προέκυψε αυτό που ονομάστηκε «συναντίληψη Αναστασιάδη – Ακιντζί» για το χαλούμι. Σε μία πρόταση, το ζήτημα του τουρκοκυπριακού χαλουμιού, του hellim, λύθηκε με την ανάληψη της πιστοποίησής του από την ευρωπαϊκή εταιρεία Bureau Veritas και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι θα εξάγεται μέσω του Νότου και των νόμιμων λιμανιών και αεροδρομίων.
Η ιστορία θα είχε αίσιο τέλος από τότε, το 2015, εάν διάφορα συμφέροντα και πολιτικά παιγνίδια ένθεν και ένθεν της διαχωριστικής γραμμής στην Κύπρο την άφηναν να προχωρήσει. Παρά την αρχική συμφωνία, ο φάκελος του χαλουμιού έμελλε να τραβήξει έναν πρόσθετο γολγοθά άλλων έξι χρόνων μέχρι την ημέρα που θα έφτανε πια ολοκληρωμένος στην Κομισιόν. Και το ζήτημα θα έκλεινε.
Η μουρμούρα των ημερών. Ή μήπως όχι; Ηδη υπάρχουν αντιδράσεις. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα από μερίδα των παραγωγών οι οποίοι φοβούνται ότι τα χαμηλότερα κόστη στην τουρκοκυπριακή κοινότητα θα δημιουργήσουν αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος τους, με τους ειδικούς να καθησυχάζουν ότι οι αυστηρές και δαπανηρές διαδικασίες της πιστοποίησης αποτρέπουν κάτι τέτοιο, αλλά και τουρκοκύπριους παραγωγούς να λένε πως, ακριβώς λόγω αυτών των διαδικασιών, το αντίθετο είναι που θα ισχύσει και οι ίδιοι θα πληρώσουν τη νύφη τελικά.
Η μεγάλη πλειονότητα των Κυπρίων ωστόσο, σε καιρούς πολύ χαλεπούς, αντικρίζει την εξέλιξη αυτή θετικά. Τόσο για την οικονομία όσο και για το μέλλον της συνεργασίας των δύο κοινοτήτων. Είναι άλλωστε το πρώτο μεγάλο πρόβλημα, το πρώτο… Κυπριακό το οποίο κατάφεραν να επιλύσουν οι δύο κοινότητες ύστερα από τόσες δεκαετίες. Αν θα υπάρξει και συνέχεια, αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση.