Τη Δευτέρα 19 Απριλίου οι τουρκικές αρχές ανακοίνωσαν ότι διευρύνουν την έρευνα για το πώς η προσκείμενη στο κυβερνών AKP δημοτική αρχή της πόλης Γεσιλγιούρτ στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας είχε οργανώσει ουσιαστικά ένα δίκτυο διακίνησης ανθρώπων για να διευκολύνει τη μετακίνηση Τούρκων πολιτών προς την Ευρώπη για να αναζητήσουν εργασία, παραχωρώντας τους με το αζημίωτο διαβατήρια που δεν χρειάζονταν βίζα.
Το σκάνδαλο ξέσπασε τον περασμένο Μάρτη όταν αποκαλύφθηκε ότι από τα 45 άτομα που συνολικά ταξίδεψαν στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2020 σε μια μετακίνηση οργανωμένη από τον Δήμο της Γεσιλγιούρτ ως τμήμα της προσπάθειας «να ενισχύσει την περιβαλλοντική συνείδηση των ατόμων» και στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες είχαν πάρει τα «γκρίζα» διαβατήρια που χορηγούνται στους Τούρκους πολίτες όταν συμμετέχουν σε δραστηριότητες στο εξωτερικό που διοργανώνει ή υποστηρίζει η τουρκική κυβέρνηση, μόνο 3 επέστρεψαν, ενώ οι υπόλοιποι προφανώς έμειναν στη Γερμανία για να εργαστούν.
Το εμπόριο «γκρίζων» διαβατηρίων
Τα «γκρίζα» διαβατήρια έχουν συγκεκριμένο καθεστώς μέσα στο οποίο εκδίδονται και προφανώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την μετακίνηση στο εξωτερικό με όρους μετανάστευσης προς αναζήτηση εργασίας. Στην Τουρκία ήταν γνωστό από καιρό ότι γινόταν κατάχρηση αυτού του καθεστώτος από όσους τα χρησιμοποιήσουν για να βρεθούν στο εξωτερικό και στη συνέχεια να ζητήσουν άσυλο ή να διεκδικήσουν καθεστώς μετανάστη.
Η δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι εκτός από την Γεσιλγιούρτ και στην Μπινγκέλ, επίσης στη νοτιοανατολική Τουρκία αρκούσε να έχεις τα χρήματα που ήταν αναγκαία (στην περίπτωση του καταγγέλλοντος 6.000 ευρώ αν και ορισμένοι πλήρωσαν πολύ περισσότερα), για να αποκτήσεις ένα «γκρίζο» διαβατήριο, να βρεθείς σε ένα λεωφορείο, από το οποίο δεν μπορείς να βγεις και να καταλήξεις στη Γερμανία για να εργαστείς χωρίς χαρτιά (αφού με το που φτάνεις σου αφαιρούν το διαβατήριο), πρακτική που ακολούθησαν αρκετές εκατοντάδες μόνο από αυτή την πόλη.
Έρευνα διεξάγεται και από τις γερμανικές αρχές σε βάρος του επιχειρηματία Ersin Kilit και την εταιρείας του Mega Kilit GmbH, που κατηγορείται ότι ήταν στο επίκεντρο της μεταφοράς ανθρώπων, καθώς η διαδικασία έκδοσης των «γκρίζων» διαβατηρίων προϋπέθετε και την πρόσκληση που υποτίθεται ότι απευθύνουν εταιρείες στη χώρα προορισμού προς τη δημοτική αρχή που θα αναλάβει να ζητήσει την έκδοση των ειδικών διαβατηρίων.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που μετακινούνταν έτσι κατέληγαν να εργάζονται σε χώρους όπως οι κατασκευές. Με τη σειρά του ο Kilit αρνείται τις κατηγορίες και στρέφεται κατά των στελεχών του AKP.
Που πήγαν τα 128 δισεκατομμύρια δολάρια;
«Που πήγαν τα 128 δισ.;». Αυτό το σύνθημα είχαν πανό και αφίσες που ύψωσε πρόσφατα το αντιπολιτευόμενο CHP στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας την αντίδραση της αστυνομίας που έσπευσε να τα κατεβάσει. Και το αντίστοιχο τρεντ #128MilyarDolarNerede ήταν από τα πιο δημοφιλή στο twitter στην Τουρκία. Φτιάχτηκε μάλιστα και μια ιστοσελίδα από το CHP στην οποία οι πολίτες μπορούν να δοκιμάσουν να δουν πώς μπορούν να ξοδευτούν 128 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το σύνθημα αναφέρεται στο συνολικό ποσό ξένου συναλλάγματος που πούλησαν οι κρατικές τράπεζες στην Τουρκία για να υποστηρίξουν την τουρκική λίρα στις αγορές συναλλάγματος και να αποφύγουν πολύ μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων. Η επίσημη τοποθέτηση της κυβέρνησης είναι ότι αυτή η πρακτική βοήθησε το εθνικό νόμισμα και την τουρκική οικονομία. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι με αυτόν τρόπο εξαντλήθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, κάτι που την κατέστησε ευάλωτη σε επόμενες φάσεις της κρίσης. Ταυτόχρονα, υπάρχει το ερώτημα πόσο χρήσιμη και θεμιτή ήταν τελικά αυτή η επιλογή και ποιος είχε συμφέρον από κάτι τέτοιο.
Η αντιπολίτευση θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει εάν όντως το συνάλλαγμα αυτό χρησιμοποιήθηκε για να στηριχτεί η ισοτιμία της λίρας, σε ποιους πωλήθηκε, εάν εγκατέλειψε τη χώρα και συνολικά ποιος ωφελήθηκε από αυτές τις συναλλαγές. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η κεντρική τράπεζα δεν προχώρησε σε δημοπρασίες, δεν δημοσίευσε τα στοιχεία για τις συναλλαγές αλλά για τις λογιστικές εγγραφές που κάνει των swap στα οποία προχώρησε. Άλλοι αναλυτές θεωρούν ότι ακόμη και εάν δεν υπήρξε πλουτισμός ατομικός μελών της κυβέρνησης, σίγουρα είναι προβληματική μια κατάσταση όπου ξοδεύονται συναλλαγματικά αποθέματα για να υποστηριχθεί το νόμισμα, ενώ μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική επιτοκίων, την οποία ο Ερντογάν απέφυγε γιατί ήθελε να αυξήσει τα επιτόκια καθώς θεωρεί ότι με χαμηλότερα επιτόκια στηρίζει καλύτερα την οικονομία. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι όλα έχουν γίνει με τον ορθό τρόπο, όμως στην τουρκική κοινωνία υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι όλα αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν ξοδευτεί για μέτρα στήριξης απέναντι στην πανδημία
Ο βασικός σχεδιαστής αυτής της πολιτικής, ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, υπουργός οικονομικός μέχρι τον Νοέμβριο και γαμπρός του Ερντογάν, θα υποχρεωθεί σε παραίτηση όταν η πολιτική για τη στήριξη της λίρας έφτασε σε ένα όριο και αφού στην κεντρική τράπεζα πήγε ο Νατσί Αγκμπάλ που αύξησε τα επιτόκια κα ενίσχυσε την λίρα πριν αποπεμφθεί και αυτός τον Μάρτιο.
Ούτως ή άλλως υπάρχει μια διάχυτη δυσπιστία απέναντι σε μια κυβέρνηση όπου υπάρχουν απτά παραδείγματα όπου υπουργοί πήραν επιλογές με κριτήριο το ατομικό συμφέρον. Για παράδειγμα η υπουργός Εμπορίου Ρουχσάρ Πεκτζάν κατηγορείται από την αντιπολίτευση ότι το υπουργείο της έκανε παραγγελία για αντισηπτικά χεριού ύψους 1,1 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια εταιρία στην οποία είναι συνιδιοκτήτρια με τον σύζυγό της.
Ούτως ή άλλως η Τουρκία βρίσκεται ψηλά στους δείκτες διαφθοράς της Transparency International. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην 86η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες στον Δείκτη αντίληψης για τη διαφθορά, έχοντας υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν.
Οι εξ Αμερικής ανησυχίες
Σε όλα αυτά προστίθεται και η διεθνής διάσταση των σκανδάλων. Ο Ερντογάν επιβίωσε πολιτικά του αρχικού θορύβου το 2013 γύρω από το σκάνδαλο για την εμπλοκή της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank σε μια παράνομη προσπάθεια παράκαμψης των κυρώσεων σε βάρος του Ιράν.
Η Halkbank αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή κατηγορίες ενώπιον αμερικανικού ομοσπονδιακού δικαστηρίου στη Νέα Υόρκη. Το πρόστιμο που αντιμετωπίζει σε περίπτωση καταδίκης είναι πολύ μεγάλο γιατί θα μπορούσε να φτάσει τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια ή ακόμη και τον αποκλεισμό από το σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών SWIFT, κάτι που πρακτικά θα οδηγούσε μια μεγάλη τουρκική κρατική τράπεζα σε πλήρη κατάρρευση.
Όμως, η μεγαλύτερη ανησυχία του Ερντογάν και της ηγετικής ομάδας του AKP αφορά το εάν ο εμπλεκόμενος στο σκάνδαλο Ιρανο-τούρκος έμπορος χρυσού Ρέζα Ζαράμπ, που έχει κάνει συμφωνία με τις αμερικανικές εισαγγελικές αρχές, θα προχωρήσει σε ακόμη περισσότερες αποκαλύψεις για την εμπλοκή κυβερνητικών και κομματικών στελεχών στην υπόθεση.
Η δυσαρέσκεια και η δημοσκοπική υποχώρηση
Όλα αυτά έρχονται να συναντηθούν με έναν εκτεταμένο κλίμα δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση Ερντογάν στο οποίο συναντιέται η κατάσταση που υπάρχει με την πανδημία, που εξακολουθεί να μαίνεται στη γειτονική χώρα, με την κατάσταση της οικονομίας, καθώς μπορεί η τουρκική κυβέρνηση να αισιοδοξεί για τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, ωστόσο την κοινωνία ανησυχεί πολύ περισσότερο η αύξηση της ανεργίας που το πραγματικό της ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο αυτού που αναφέρουν οι επίσημες ανακοινώσεις.
Τα κρούσματα διαφθοράς επιτείνουν τη δυσπιστία απέναντι στην κυβέρνηση, ιδίως από τη στιγμή που ένα από σχετικά «ισχυρά» σημεία του AKP κατά την εγκαθίδρυσή του στην εξουσία ήταν ακριβώς ότι διεκδικούσε να είναι λιγότερο διεφθαρμένο από τους αντιπάλους του.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις για τον Μάρτιο να έδειξαν μια μικρή ανάκαμψη της δημοφιλίας του AKP, που εξακολουθεί να προηγείται κατά 12,2 μονάδες του CHP (που όμως είχε μεγαλύτερη άνοδο), όμως το άθροισμα του 31,3% του AKP με το 7,8% του MHP δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι παραπέμπει σε κυβερνητική πλειοψηφία σε περίπτωση εκλογών τώρα.