Του Κώστα Κατσαφάδου*
Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια ευκαιρία για την πατρίδα μας να κατοχυρώσει τον Πειραιά, ως ένα παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο και να αναβαθμίσει το ρόλο της εκτός από τη θάλασσα και στη στεριά
Σε ένα διεθνές και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που βιώνει μια πρωτόγνωρη κρίση από την πανδημία και τις επιπτώσεις της, το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο και η Ναυτιλία ήταν δύο από τους βασικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας που συνέχισαν να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (International Maritime Organisation – ΙΜΟ), η αξία του παγκόσμιου εμπορίου μέσω θαλάσσης, αντιπροσωπεύει σήμερα το 90% του συνόλου, ενώ η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει να είναι όχι απλώς παρούσα, αλλά ένας παγκόσμιος ηγετικός «παίκτης» του κλάδου.
Παράλληλα αποτελεί τον πλέον εξωστρεφή τομέα της εθνικής μας οικονομίας και μια σημαντική πηγή εισοδήματος, πλούτου και κύρους για την πατρίδα μας. Και ενώ η Ελλάδα είναι επί της ουσίας ένα πλωτό παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα, για μια σειρά από λόγους, να αποτελεί τη «φυσική έδρα» της Παγκόσμιας Ναυτιλίας.
Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια ευκαιρία για την πατρίδα μας να κατοχυρώσει τον Πειραιά, ως ένα παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο και να αναβαθμίσει το ρόλο της εκτός από τη θάλασσα και στη στεριά.
Η αξιοποίηση του μεγάλου λιμανιού ως ελκυστική εναλλακτική πρόταση που θα επανατοποθετηθεί με αξιώσεις ως μια από τις ναυτιλιακές πρωτεύουσες του κόσμου είναι η δική μας πρόκληση στην οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε.
Η ναυτιλιακή βιομηχανία μετασχηματίζεται εξαιτίας της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, της ενοποίησης των αγορών, της ανάπτυξης των εφοδιαστικών αλυσίδων και της μετατόπισης της ισορροπίας της οικονομικής ισχύος από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές. Καθώς οι οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με τη ναυτιλία γίνονται και αυτές ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένες, πόλεις και κράτη πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να προσελκύσουν ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Η κυριαρχία των παραδοσιακών ναυτιλιακών κέντρων της Ευρώπης αμφισβητείται από ανερχόμενα ναυτιλιακά κέντρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, κυρίως στην Ασία.
Όπως έχει επισημάνει σε μελέτη (Ε.Υ Greece) τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ελκυστικότητα μιας πόλης ή περιοχής ως παγκόσμιου ναυτιλιακού κέντρου:
α. Η παρουσία σημαντικής δραστηριότητας τοπικής πλοιοκτησίας ή και διαχείρισης πλοίων
β. Ισχυρές χρηματοοικονομικές, νομικές και άλλες εξειδικευμένες επιχειρηματικές υπηρεσίες
γ. Η ύπαρξη σημαντικών λιμενικών υποδομών και υποδομών εφοδιαστικής αλυσίδας
δ. Μια παράδοση ναυτικής τεχνολογίας, που σχετίζεται με την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη (research and development – R&D), την εκπαίδευση και τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού.
Επιπλέον, ζωτικής σημασίας για την ελκυστικότητα ενός ναυτιλιακού κέντρου είναι και το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, η σταθερότητα του ρυθμιστικού πλαισίου, το φορολογικό καθεστώς, οι πολιτικοί θεσμοί, η διαφάνεια του νομικού συστήματος και η έμπρακτη προθυμία των τοπικών αρχών να στηρίξουν τον κλάδο.
Μπορεί με βάση τα παραπάνω, ο Πειραιάς να παίξει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο ως «ναυτιλιακής πρωτεύουσας» και να μετατραπεί σε ένα διεθνές ναυτιλιακό κέντρο;
Σήμερα δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με ένα ναι ή ένα όχι. Και αυτό γιατί ενώ συγκεντρώνουμε αρκετά «συν» , υπάρχουν και τα διαχρονικά «πλην» που εάν θέλουμε πραγματικά να διεκδικήσουμε ρόλο πρέπει να τα αφαιρέσουμε ως εμπόδια, ώστε να πειστούν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται πλοία να εγκατασταθούν στην πατρίδα μας και στον Πειραιά.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να προσχωρήσουμε στη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, με βάση τις ψηφιακές ανάγκες, τις τηλεπικοινωνίες, τους δρόμους πρόσβασης , φορολογικά ζητήματα κα. , «πράσινες» παρεμβάσεις που θα κάνουν τον Πειραιά «ελκυστικό».
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, χρειάζονται νέες θεσμικές οικονομικές διατάξεις, νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλαγές στις χρήσεις γης, ενσωμάτωση χρήσεων παραγωγικών δραστηριοτήτων, απλοποίηση των εμπορικών συναλλαγών και τελωνειακών αγκυλώσεων, σχεδιασμός προσέγγισης πλοίων και εν τέλει αντιμετώπιση των αντικινήτρων του εξωτερικού εμπορίου και ενός απίστευτου πλαισίου γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Παράλληλα, χρειάζεται να δημιουργηθεί κοινό όραμα και αναπτυξιακό πρόγραμμα μεταξύ στρατηγικών εταίρων του Πειραιά, και συνεργασία Δήμου, Πολιτείας και Επενδυτή του Λιμανιού.
Με αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορέσουμε να κερδίσουμε το στοίχημα και ο Πειραιάς να γίνει ανταγωνιστικός με άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια και να μπορέσει να μετατραπεί σε «ναυτιλιακή πρωτεύουσα».
* Ο Κώστας Κατσαφάδος είναι υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, βουλευτής ΝΔ στην Α’ Πειραιώς και Νήσων