Στις 24 Απριλίου του 1915, συλλαμβάνονται στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούνται εκατοντάδες Αρμένιοι διανοούμενοι. Η μέρα αυτή έμεινε γνωστή ως η «Κόκκινη Κυριακή» και σηματοδοτεί τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Στόχος των Τούρκων ήταν να παραμείνει ο Αρμενικός λαός χωρίς πνευματική ηγεσία. Στην Κωνσταντινούπολη συλλαμβάνονται και εκτελούνται εκατοντάδες Αρμένιοι διανοούμενοι. Στις αρμενικές επαρχίες της Ανατολίας, στρατολογούνται, αφοπλίζονται και τελικά εκτελούνται όλοι οι άρρενες Αρμένιοι, ηλικίας 15 – 62 ετών. Η αρχή της Γενοκτονίας των Αρμενίων είναι γεγονός.
Ανυπεράσπιστοι άμαχοι, γυναίκες, γέροι και παιδιά, εκδιώκονται με βία από τις πατρογονικές τους εστίες και οδηγούνται μαζικά προς τις ερήμους της Συρίας.
Καθ’ οδόν, δέχονται τις επιθέσεις του τακτικού στρατού, αλλά και ατάκτων και των Κούρδων νομάδων. Σφαγές, βιασμοί, δολοφονίες, αρπαγές παιδιών, ληστείες. Ελάχιστοι επιβιώνουν.
Είναι η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, με τη συστηματική εξόντωση 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων από τις οθωμανικές αρχές, την τριετία 1915-1918.
Η διεθνή κοινότητα δεν αντέδρασε, ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ τη χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για να δικαιολογήσει το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
«Ποιος μιλάει σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;», διερωτήθηκε ο Χίτλερ το 1939.
Η «απειλή» των Αρμενίων
Το 1915, η οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε. Η μία ήττα διαδεχόταν την άλλη και η αυτοκρατορία είχε χάσει τεράστιο μέρος των εδαφών της.
Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες συνέρρεαν στην Τουρκία από τα απολεσθέντα εδάφη και το κράτος αδυνατούσε να τους φροντίσει. Φτώχεια, πείνα και κακουχίες βασίλευαν στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Αφορμή, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, ήταν η ήττα των Τούρκων στη μάχη του Σαρακαμίς, όπου πολέμησαν εναντίον των Ρώσων. Με τους αντιπάλους, είχαν ταχθεί μερικές χιλιάδες Ρωσο-Αρμένιοι και αρκετοί Αρμένιοι, που επισήμως ήταν πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η επίσημη γραμμή της τουρκικής κυβέρνησης ήταν ότι η ήττα του στρατού οφειλόταν αποκλειστικά στους Αρμένιους, οι οποίοι σκόπευαν να επαναστατήσουν εναντίον της Τουρκίας.
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1915, ο Υπουργός Αμύνης, Εμβέρ Πασάς, διέταξε να σταλούν στα κάτεργα, όλοι οι Αρμένιοι που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό.
Στις 19 Απριλίου, ο διοικητής της πόλης Βαν ζήτησε να στρατολογηθούν 4.000 Αρμένιοι. Η εντολή ήταν απλώς ένα πρόσχημα για να συγκεντρώσουν και να σφαγιάσουν όλους τους άντρες, που θα μπορούσαν να τους αντισταθούν. Οι Αρμένιοι αντιλήφθηκαν την απειλή και έστειλαν μόνο 500 άντρες και κάποια χρήματα.
Οι τουρκικές αρχές απάντησαν με προκλητικές επιθέσεις που εξόργισαν τους Αρμένιους, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον τους.
Η πόλη Βαν περικυκλώθηκε από Τούρκους που προσπαθούσαν να σπάσουν τον κλοιό των Αρμενίων, οι οποίοι αντιστέκονταν με σθένος.
Η πολιορκία της πόλης έληξε στις 6 Μαΐου, όταν ρωσικές ενισχύσεις βοήθησαν τους πολιορκούμενους. Όμως, ήταν ήδη πολύ αργά.
Στις 27 Μαΐου, ψηφίστηκε ο νόμος περί αναγκαστικών εκτοπίσεων και ξεκίνησαν οι μαζικές απελάσεις του αρμένικου πληθυσμού.
Λίγους μήνες μετά, στις 13 Σεπτεμβρίου, ψηφίστηκε και ο νόμος που επέτρεπε στους Τούρκους να κατάσχουν τις περιουσίες που άφηναν πίσω τους οι εξόριστοι.
Πορεία θανάτου
Οι Αρμένιοι ταξίδευαν είτε με τα πόδια, είτε με το τρένο. Όσοι βρέθηκαν στο τρένο, αναγκάστηκαν από την κυβέρνηση να αγοράσουν το εισιτήριο που τους έστελνε στην εξορία.
Ο κόσμος υπάκουσε, γιατί ταυτόχρονα η κυβέρνηση υποσχόταν ότι οι μετακινήσεις ήταν προσωρινές και σύντομα θα επέστρεφαν όλοι στα σπίτια τους. Δεν γύρισε κανείς. Σε κάθε βαγόνι, στοιβάζονταν 80-100 άνθρωποι και πολλοί κατέληγαν να ποδοπατούνται.
Όσοι ταξίδευαν πεζή, είχαν να αντιμετωπίσουν τη βαναυσότητα των Τούρκων φρουρών.
Στόχος της τουρκικής κυβέρνησης δεν ήταν να απελάσει τους Αρμένιους από τη χώρα, αλλά να τους εξοντώσει ολοσχερώς.
Έπρεπε να διανύσουν 60 χιλιόμετρα δύσβατου δρόμου, με καύσωνα, χωρίς φαγητό, νερό ή ξεκούραση.
Εκτελεστικά Αποσπάσματα
Οργανώθηκαν εκτελεστικά αποσπάσματα, που σκότωναν όσους Αρμένιους αρνούνταν να αποχωρήσουν ή δεν είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν τις οικίες τους.
Δεν συμμετείχαν μόνο Νεότουρκοι, αλλά και Κούρδοι, Καυκάσιοι και οποιοσδήποτε άλλος ωφελούνταν από το θάνατο των Αρμενίων.
Οι ιμάμηδες εξέφραζαν την προπαγάνδα της κυβέρνησης και υπόσχονταν μια θέση στον παράδεισο, σε όποιον στρεφόταν εναντίον των διωκόμενων.
Συγκέντρωναν τους Αρμένιους μέσα σε κτίρια και τους έκαιγαν ζωντανούς. Τουλάχιστον 5.000 εξοντώθηκαν με μαζικούς εμπρησμούς και, όπως αναφέρεται στη Μηχανή του Χρόνου, οι Τούρκοι στρατιώτες διηγούνταν ότι μύριζε καμένη σάρκα για μέρες.
Στην Τραπεζούντα, έπνιγαν γυναίκες και παιδιά στη Μαύρη Θάλασσα.
Στα νοσοκομεία, ορισμένοι γιατροί θανάτωσαν Αρμένιους ασθενείς, χορηγώντας τους υπερβολική δόση μορφίνης.
Τουλάχιστον σε δύο σχολεία, οι μαθητές εξοντώθηκαν με χημικά αέρια.
Οι εκτελεστές βίαζαν όποια γυναίκα έβρισκαν στο διάβα τους, από μικρά κορίτσια μέχρι ηλικιωμένες γυναίκες.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Θίοντορ Ρούσβελτ, αποκάλεσε τη γενοκτονία των Αρμενίων ως «το χειρότερο έγκλημα πολέμου».
Έναν αιώνα μετά, ένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν, είχε το θάρρος να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων.