Είναι η Διάσκεψη με την οποία είναι εξοικειωμένοι ακόμη και όσοι δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην εκλαϊκευμένη ιστορία. Τυλιγμένη στον δικό της μύθο, η «Γιάλτα» συνιστά το σημείο μηδέν του μεταπολεμικού κόσμου: πριν από αυτήν υπάρχει το χάος της ναζιστικής Γερμανίας. Υστερα από αυτήν, ο κόσμος έτσι όπως τον οραματίστηκαν οι Τρεις Μεγάλοι, βασισμένοι στο συμφέρον της εποχής τους. Η Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο σοβιετικό θέρετρο, στις 4-11 Φεβρουαρίου 1945, ταυτίζεται λανθασμένα με το χαρτί των ποσοστών που ο Τσόρτσιλ ήθελε να κάψουν, αλλά ο Στάλιν τού ζήτησε να κρατήσει (στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944).
Ομως αυτό δεν είναι το μόνο στιγμιότυπο όπου πραγματικότητα και θρύλος συγχέονται σ’ αυτό το κομβικό γεγονός. Η προετοιμασία του, οι συσχετισμοί των δυνάμεων, τα αρχικά οράματα και οι ψυχροπολεμικές ψευδαισθήσεις ενός κόσμου που περνούσε από το Καθαρτήριο αναβιώνουν στο βιβλίο «Οκτώ μέρες στη Γιάλτα» (εκδ. Μεταίχμιο) της αγγλίδας ιστορικού Νταϊάνα Πρέστον. Μαζί με αυτά και ο αντίκτυπος της Διάσκεψης που, κατά μία εκτίμηση, φτάνει ως τον 21ο αιώνα.
«Υπάρχουν ακόμη διαφωνίες σχετικά με το αν το κόστος του “χρυσόμαλλου δέρατος” της ειρήνης που πλήρωσαν οι δυτικοί ηγέτες ήταν υπερβολικό, και αν η σταθερότητα της Δυτικής Ευρώπης είχε ως αντίτιμο την απώλεια της ελευθερίας της Ανατολικής, και αν οι όροι που εξασφάλισε ο Στάλιν ως αντάλλαγμα για την είσοδο της Σοβιετικής Ενωσης στον πόλεμο με την Ιαπωνία ήταν υπερβολικά γενναιόδωροι, καθώς παρείχαν στον σοβιετικό κομμουνισμό ένα πάτημα στην Ανατολική Ασία, και συγκεκριμένα στην Κορεατική Χερσόνησο» σημειώνει η Πρέστον στην εισαγωγή της. «Αλλοι έχουν ισχυριστεί πως οι δυτικοί ηγέτες δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν καλύτερους όρους, καθώς τα σοβιετικά στρατεύματα κρατούσαν ήδη υπό την κατοχή τους τεράστια τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης, και συμπεραίνουν πως, ακόμα και αν αυτή η συνάντηση “σαγόνι με σαγόνι”, όπως θα την περιέγραφε ο Τσόρτσιλ, οδήγησε τελικά στον Ψυχρό Πόλεμο, απέφερε τουλάχιστον το τέλος ενός θερμού πολέμου που είχε κοστίσει τη ζωή σε περίπου 60 εκατομμύρια ανθρώπους και βοήθησε ώστε να αποφευχθεί άλλος ένας αμέσως μετά».
Σε ποιο βαθμό γνώριζαν ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ τα εγκλήματα του Στάλιν όταν τον συναντούσαν στη Γιάλτα και ως ποιο σημείο έπρεπε να κάνουν τα «στραβά μάτια»;
Ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ γνώριζαν σίγουρα τις ακρότητες του Στάλιν, από τη βίαιη κολεκτιβοποίηση των αγροτών ως τα πολιτικά πογκρόμ και τις δίκες – παρωδία, στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Στην πρώτη του συνάντηση με τον Στάλιν, τον Αύγουστο του 1942, ο Τσόρτσιλ μάλιστα τον είχε προβοκάρει σε σχέση με όλα αυτά, όπως και τη δολοφονία του Τρότσκι. Στη Γιάλτα, ωστόσο, και οι δύο ακολούθησαν την οδό του πραγματισμού: έπρεπε να συνεργαστούν με τον ηγέτη της ανερχόμενης υπερδύναμης για να συντρίψουν τον Χίτλερ. Οπότε ήταν «business as usual». Αυτό που μου έκανε προσωπική εντύπωση κατά την έρευνα ήταν η ικανότητα του Στάλιν να πείθει τους συνομιλητές στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις ότι ήταν άνθρωπος για να τον εμπιστευτούν. Κατάφερε να πείσει – λανθασμένα – τον Ρούζβελτ ότι δεν ήταν καν κυρίαρχος του εαυτού του και έπρεπε να συνεργάζεται με ισχυρότερα πρόσωπα του Κρεμλίνου! Ο Ρούζβελτ έφτασε να ανησυχεί ότι εάν πάθαινε κάτι ο Στάλιν, αυτό θα επηρέαζε τις δυτικοσοβιετικές σχέσεις.
Γιατί άφησαν εκτός Γιάλτας τον Σαρλ ντε Γκολ και πώς αντέδρασε ο τελευταίος;
Κατ’ αρχάς συμφώνησαν ομόφωνα να τον αφήσουν εκτός. Ολοι τους αντιπαθούσαν και δεν εμπιστεύονταν τον γάλλο ηγέτη. Ο Τσόρτσιλ τον αποκαλούσε «σχεδόν ανυπόφορο», θεωρώντας τον στενόμυαλο, υπερφιλόδοξο και καταπιεστικό. Ο Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος ότι ο Ντε Γκολ αντιπαθούσε τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς και «στην πρώτη ευκαιρία θα πρόδιδε και τους δύο». Ο Στάλιν απεχθανόταν τη Γαλλία επειδή παραδόθηκε στη ναζιστική Γερμανία το 1940 και απορούσε πώς ο Ντε Γκολ θα απαιτούσε ίσα δικαιώματα με τους άλλους Συμμάχους με μια θέση στο τραπέζι της Διάσκεψης. Ο ίδιος ο Ντε Γκολ ποτέ δεν συγχώρησε το γεγονός ότι δεν προσκλήθηκε. Η καχυποψία του γι’ αυτό που θεωρούσε αγγλοαμερικανική ηγεμονία αυξήθηκε. Αυτή άλλωστε οδήγησε στην απόσυρση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966 και στο απόλυτο βέτο το 1963, όπως και το 1967, για την είσοδο της Βρετανίας στην ΕΟΚ.
Τι πίστευε ο καθένας από τους τρεις όσον αφορά την «ενοχή» των Γερμανών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ναζιστικό έγκλημα;
Τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν ξεκάθαρα την περίοδο της Γιάλτας. Αν και ο Ρούζβελτ δυσκολεύτηκε να πιστέψει τις πρώτες ιστορίες που άκουσε για το Ολοκαύτωμα το 1942, οι επόμενες αναφορές τον έπεισαν απολύτως. Ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε τις εκτελέσεις «πιθανότατα το μεγαλύτερο και φριχτότερο έγκλημα που διαπράχθηκε ποτέ», σοκαρισμένος απ’ το γεγονός ότι τις έκαναν «κατ’ όνομα πολιτισμένοι άνθρωποι». Το Αουσβιτς απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό δέκα ημέρες πριν από τη Διάσκεψη της Γιάλτας. Ο Στάλιν ήταν εξαιρετικά καχύποπτος για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος πολιτών στις γερμανοκρατούμενες περιοχές της Σοβιετικής Ενωσης. Στη Γιάλτα αποκάλεσε τους Γερμανούς «αγρίους». Και ξεκίνησε έτσι μια συζήτηση των ηγετών – μάλλον ατελέσφορη – για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τους εγκληματίες πολέμου.
Ποιος από τους τρεις ηγέτες αποδεικνύεται, προφανώς εκ των υστέρων, ο περισσότερο προνοητικός για τα συμφέροντα του κράτους του και την πορεία του μεταπολεμικού κόσμου;
Το πολύ ενδιαφέρον με τη Γιάλτα είναι ότι μόνο ένας ήταν ο κοινός στόχος που ένωσε τους τρεις ηγέτες: η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και ο τερματισμός του πολέμου. Με δεδομένη μάλιστα την πρόοδο των μετώπων στα δυτικά και τα ανατολικά, τον Φεβρουάριο του 1945, και οι τρεις ήταν σίγουροι για την αίσια έκβαση του σχεδίου τους. Οσον αφορά άλλες επιδιώξεις, θα έλεγα ότι ο Στάλιν είχε την πιο καθαρή ματιά για το τι ήθελε στη Γιάλτα – πάνω απ’ όλα, τη δημιουργία κρατών-δορυφόρων πέριξ της Σοβιετικής Ενωσης. Οπως αποκάλυψε στον υπουργό Εξωτερικών του, Μολότοφ, δεν σκόπευε να παραχωρήσει τίποτε στη Διάσκεψη, πράγμα που πέτυχε. Ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ θεωρούσαν εξίσου ρεαλιστικές τις επιδιώξεις τους, και σε ορισμένα ζητήματα ήταν όντως. Ο Ρούζβελτ, για παράδειγμα, κέρδισε τη συμφωνία του Στάλιν για την πολυπόθητη ίδρυση ενός οργανισμού ηνωμένων εθνών και την είσοδο των Σοβιετικών στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Ο Τσόρτσιλ πέτυχε να διατηρήσει την ηγεμονεύουσα θέση της Βρετανίας και των αποικιών της, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον. Εκεί που απέτυχαν να προβλέψουν πόσο αδιάλλακτος μπορούσε να γίνει ο Στάλιν – και πέτυχαν τα λιγότερα – ήταν η περίπτωση της Ανατολικής Ευρώπης, όπου ο σοβιετικός ηγέτης τούς εμπόδισε και στην πραγματικότητα τους ξεγέλασε. Η Ανατολική Ευρώπη θα έπρεπε να περιμένει την ελευθερία περίπου πενήντα χρόνια.
Θα λέγατε ότι αυτό είναι το λάθος που διαπράχθηκε στη Γιάλτα; Μπορούσε ο Ρούζβελτ, για παράδειγμα, να πετύχει κάτι καλύτερο στην περίπτωση της Πολωνίας αντί να την αφήσει στα χέρια του Στάλιν; Ηταν η κατηγορία που του προσήψε η αμερικανική «Δεξιά» της εποχής…
Ο Στάλιν ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει τις προσπάθειες των Δυτικών να εξασφαλίσουν δημοκρατία και αυτοπροσδιορισμό για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης. Με τον Κόκκινο Στρατό να έχει καταλάβει τόσο πολλές περιοχές τής τελευταίας, ήξερε ότι βρισκόταν σε κυρίαρχη θέση και επρόκειτο απλώς να υποστεί ηθικές πιέσεις από την πλευρά των Δυτικών. Πίστευε απολύτως ότι «όποιος κατέχει μια περιοχή επιβάλλει και το δικό του σύστημα μέχρι το σημείο που επιτρέπει ο στρατός του». Ο στόχος του στη Γιάλτα ήταν να εξασφαλίσει τα δορυφορικά κράτη. Δεν σκόπευε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να καθορίσουν το πολιτικό τους μέλλον. Αν και οι Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ απέσπασαν την υπογραφή του, ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, για τη Διακήρυξη της Απελευθερωμένης Ευρώπης – η οποία θεωρητικά εγγυόταν ελεύθερες και δίκαιες εκλογές στα ανατολικά εδάφη -, δεν μπορούσαν να την επιβάλουν πρακτικά, παρά μόνο αν πήγαιναν σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση, κάτι που ήταν αδιανόητο. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, λοιπόν, όταν ο Στάλιν την παραβίασε εγκαθιστώντας, μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη, σοβιετικό καθεστώς στη Ρουμανία.
Οσον αφορά το μέλλον της Πολωνίας – τα σύνορα και η κυβέρνησή της -, ήταν πιθανότατα το κρισιμότερο ζήτημα της Γιάλτας. Ξεχωριστά ενδιαφέρον για τον Τσόρτσιλ, ο οποίος πίστευε με πάθος ότι η Πολωνία ήταν ο λόγος εισόδου της Βρετανίας στον πόλεμο. Κι όμως, ο Ρούζβελτ κι εκείνος αποδέχθηκαν τελικά τα νέα σύνορα που επέβαλε ο Στάλιν και τον πυρήνα της νέας κυβέρνησης από πολωνούς υποστηρικτές της Σοβιετικής Ενωσης. Μετά τη Γιάλτα ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ υποστήριζαν ότι πέτυχαν το καλύτερο δυνατό για την Πολωνία. Ωστόσο, οι Πολωνοί της Βρετανίας – έδρα της εξόριστης κυβέρνησης – και των ΗΠΑ αισθάνθηκαν προδομένοι. Πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συμφώνησαν μαζί τους.
Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Μάλτα, Αθήνα, Γιάλτα
Ο ηγέτης που επιδεικνύει τη μεγαλύτερη κινητικότητα είναι ο Τσόρτσιλ ταξιδεύοντας οπουδήποτε χρειαστεί. Ποιος είναι ο στόχος του εκείνη την περίοδο; Να ανασχέσει την πτώση της αυτοκρατορίας;
Ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε όντως πολύ κατά τη διάρκεια του πολέμου για άνθρωπο της ηλικίας του (σ.σ.: 71 ετών το 1945) και για άνθρωπο με όχι τόσο καλή υγεία. Συναντούσε αρκετά συχνά στις ΗΠΑ τον Ρούζβελτ – τον οποίο «πολιορκούσε» επιμελώς πριν και μετά την είσοδο στον πόλεμο – και ήταν ο πρώτος που συνάντησε τον Στάλιν ταξιδεύοντας ως τη Μόσχα. Ο πρωταρχικός του στόχος στο χτίσιμο των συμμαχιών ήταν να διασφαλίσει την ηγεμονική θέση της Βρετανίας. Θεωρούσε ότι η πατρίδα του εξασθενούσε ήδη ανάμεσα στις δύο ανερχόμενες δυνάμεις, οι οποίες θα κυριαρχούσαν στον μεταπολεμικό κόσμο. Συνακόλουθο της αποφασιστικότητάς του να διατηρηθεί αυτή η θέση ήταν η επιθυμία του να κρατήσει όρθια τη Βρετανική Αυτοκρατορία, πράγμα που σήμαινε να προστατεύσει τη θαλάσσια δίοδο προς τα ανατολικά μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Ηταν, λοιπόν, αποφασισμένος να αφήσει την ανατολική Μεσόγειο εκτός σοβιετικού ελέγχου και να μην αναλάβουν οι κομμουνιστές την εξουσία στην Ελλάδα.
Πόσο μεγάλες ήταν οι πιθανότητες η Διάσκεψη να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το 1945, όπως αναφέρετε και εσείς στο βιβλίο συμφωνώντας με άλλους ιστορικούς;
Είχε γίνει πολλή συζήτηση για το πού έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Θα μπορούσε να είχε γίνει στην Αθήνα, αν δεν αντιστεκόταν ο Στάλιν. Ηταν ο Χάρι Χόπκινς, στενός σύμβουλος του Ρούζβελτ, που πρότεινε στους Σοβιετικούς για πρώτη φορά ένα μέρος στη Μαύρη Θάλασσα επειδή γνώριζε πόσο μισούσε τα ταξίδια ο Στάλιν. Παρ’ όλα αυτά ο Ρούζβελτ ήταν διστακτικός σε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι εν καιρώ πολέμου – εάν έφτανε με πλοίο θα έπρεπε να καταπλεύσει ανάμεσα στις νάρκες των Δαρδανελλίων. Γι’ αυτό έγραψε στον Στάλιν προσπαθώντας να τον πείσει να έρθει στην Αθήνα, τη Μάλτα ή την Κύπρο. Ο Στάλιν, ωστόσο, επέμεινε σε μια τοποθεσία της Μαύρης Θάλασσας με το επιχείρημα ότι οι γιατροί δεν του επέτρεπαν μεγάλα ταξίδια. Κι έτσι επιλέχθηκε τελικά το θέρετρο της Γιάλτας, που είχε προσφάτως τότε απελευθερωθεί απ’ τους Ναζί.