Το Δεκέμβριο του 2006 έτυχε να είμαι αυτόπτης μάρτυρας ενός πολύ σοβαρού περιστατικού που συνέβη στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών.
Ένας Έλληνας αιρετός της αυτοδιοίκησης που συνόδευε την κυρία Γεννηματά που επισκεπτόταν τις Βρυξέλλες τότε ως υπερνομαρχης, διαμαρτυρήθηκε σε κάποιον υπάλληλο του αεροδρομίου με κάπως έντονο τρόπο, επειδή χάθηκε μια βαλίτσα της κατά την άφιξη.
Ο υπάλληλος ειδοποίησε την Αστυνομία, η φασαρία συνεχίστηκε και ο άτυχος συνοδός της κυρίας Γεννηματά βρέθηκε ξαφνικά ξαπλωμένος στο έδαφος με χειροπέδες.
Κρατήθηκε πάντα με χειροπέδες σ ’ένα μικρό δωμάτιο και αφέθηκε ελεύθερος μετα από ώρες και μόνο μετα από παρέμβαση της ελληνικής πρεσβείας αλλά και Ελλήνων ευρωβουλευτών που κατά καλή του τύχη συνταξίδευαν μαζί του και ήταν παρόντες.
Αν και στο Βέλγιο το περιστατικό θεωρήθηκε ασήμαντο και δεν έγινε ούτε καν μονόστηλο, στην Ελλάδα έγινε μεγάλος θόρυβος που συντηρήθηκε μάλιστα για βδομάδες.
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν η βελγική αστυνομία ενήργησε τότε σωστά η όχι.
Ανέφερα όμως την ιστορία αυτή για να καταδείξω ότι στα σοβαρά και συντεταγμένα κράτη, η Αστυνομία κάνει τη δουλειά που της έχει ανατεθεί όπως αυτή νομίζει καλύτερα.
Και απ’ όσο γνωρίζω το Βέλγιο θεωρείται ακόμα μια δημοκρατική χώρα που κανείς ποτέ δεν θα τολμούσε ν ‘αποκαλέσει χούντα.
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι μετα τη Μεταπολίτευση, χάθηκε δυστυχώς το μέτρο.
Είναι αλήθεια ότι στη συλλογική μνήμη, τα σώματα ασφάλειας ταυτίστηκαν σε μεγάλο μέρος με το καθεστώς της δικτατορίας.
Κι αν αυτό ήταν περίπου αναμενόμενο να συμβεί στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και με νωπές ακόμα τις μνήμες ενός καταπιεστικού καθεστώτος, 47 χρόνια μετα θα ‘ρέπε να είναι αντικείμενο ίσως κάποιας κοινωνικής έρευνας.
Να δεχτούμε επίσης ότι υπήρξαν κατά καιρούς και στη χώρα μας περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας. Όχι πάντως περισσότερα η σοβαρότερα απ’ ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι είχαν επίσης δικτατορίες και μάλιστα για 40 και 50 χρόνια αντίστοιχα. Η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε και εκεί περίπου την ίδια περίπου εποχή με την Ελλάδα.
Και στις τρεις χώρες, αμέσως μετα την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το εκκρεμές της ιστορίας γύρισε αριστερά και υπήρξαν και ακρότητες. Λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι η χρόνια καταπίεση έπρεπε κάπως να εκτονωθεί μέχρις ότου οι κοινωνίες βρουν το σημείο ισορροπίας τους.
Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι κατάφεραν όμως ν ‘αφήσουν πίσω τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας τους και ν’ αποκαταστήσουν τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Εδώ δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να συμφωνήσουμε ούτε στα αυτονόητα καθώς πρέπει να είμαστε η μοναδική χώρα του κόσμου όπου οι έννοιες νόμος και τάξη σηματοδοτούν κάτι σκοτεινό, ύποπτο και απεχθές και οτιδήποτε παραπέμπει σε κανόνες συντεταγμένης πολιτείας θεωρείται από πολλούς “αυταρχισμός” και “καταστολή”.
Και είναι πάντως καιρός που πρέπει να κοιτάξουμε ως κοινωνία τον εαυτό μας στον καθρέπτη και ν ‘αναρωτηθούμε τι επιτέλους αστυνομία θέλουμε.
Μια φοβισμένη, πλαδαρή, ευνουχισμένη οντότητα που με την παραμικρή υποψία υπέρβασης δράσης στέκεται ενοχικά στη γωνία η μια σύγχρονη δημοκρατική αστυνομία, καλά εκπαιδευμένη που στέκεται άτεγκτη μεν απέναντι στο έγκλημα αλλά πάντα δίπλα στον πολίτη και λογοδοτεί όταν και όπου απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτείας ;