Μερικές φορές οι πραγματικά νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις είναι αυτές που διεξάγονται. Αυτή την αρχή προσπάθησε να εφαρμόσει η Ρωσία σε σχέση με την πρόσφατη κρίση στα σύνορα με την Ουκρανία.
Ως γνωστόν την κρίση πυροδότησαν αρχικά μια σειρά επιλογές του προέδρου Ζελένσκι και της ουκρανικής κυβέρνησης. Αυτό αφορούσε και την έκδοση διατάγματος που όριζαν ως επίσημη πολιτική της Ουκρανίας την επιχείρηση ανακατάληψης της Κριμαίας. Παράλληλα, δόθηκε η εικόνα ότι είναι σε εξέλιξη προσπάθεια να αυξηθεί η ουκρανική στρατιωτική παρουσία κοντά τις περιοχές που ελέγχουν οι φιλορώσοι αυτονομιστές. Το εάν αυτός ο σχεδιασμός παρέπεμπε και σε ειλημμένη πολιτική απόφαση για ένοπλη αντιπαράθεση δεν αποσαφηνίστηκε.
Όμως, η ουκρανική κυβέρνηση γνώριζε ότι πέραν του εξοπλισμού που έχει ήδη λάβει το τελευταίο διάστημα δεν θα μπορούσε να ελπίζει πραγματικά σε στρατιωτική παρέμβαση του ΝΑΤΟ, πέραν δηλώσεων υποστήριξης σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Ρωσία. Αυτό το οποίο ήλπιζε πιθανώς θα ήταν μια όξυνση των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων και μια κρίση ξανά στην περιοχή που θα «επέβαλε» στις δυτικές δυνάμεις μια πιο αποφασιστική κλιμάκωση των κυρώσεων και της πίεσης προς τη Ρωσία (π.χ. ακύρωση των σχεδίων για τον αγωγό Nord Stream 2), με την ελπίδα αυτό πιθανώς να διευκολύνει την προσπάθεια της Ουκρανίας να υπάρξει μια διπλωματική πρωτοβουλία, η «πλατφόρμα της Κριμαίας», με διαφορετική γεωμετρία από αυτή της διαδικασία του Μινσκ και η οποία θα πίεζε τη Ρωσία να εγκαταλείψει την Κριμαία.
Όλα αυτά εντάσσονταν και σε μια εκτίμηση ότι η αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ διαμορφώνει ένα πιο ευνοϊκό κλίμα για τις ουκρανικές θέσεις, εφόσον ήταν κατεξοχήν στελέχη που σήμερα είναι τμήμα του επιτελείου του Τζο Μπάιντεν που επεξεργάστηκαν τη γραμμή των ΗΠΑ στην περίοδο 2013-2014 όταν η Ουκρανία έγινε ουσιαστικά το πρώτο πεδίο του «νέου Ψυχρού Πολέμου». Αρκεί να σκεφτούμε το ρόλο που είχε παίξει ο ίδιος ο Μπλίνκεν ή ότι ο Μπάιντεν έχει προτείνει για την τρίτη τη τάξει θέση στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ την Βικτώρια Νούλαντ, που είχε χειριστεί την ουκρανική κρίση του 2014 και είχε πει κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Κίεβο Τζέφρι Πάιατ (και σήμερα πρεσβευτή στην Αθήνα) το περίφημο “Fuck the EU” αναφορικά με το εάν θα έπρεπε να συντονιστούν οι ΗΠΑ με τους ευρωπαίους εταίρους τους.
Ούτε είναι τυχαίο ότι είμαστε σε μια περίοδο όπου θέματα που μπορούν να αποτελέσουν μοχλούς πίεσης προς τη Ρωσία ή και αφορμές για σκληρότερες κυρώσεις επανέρχονται εντονότερα στο προσκήνιο. Αυτό φάνηκε από τον τρόπο η Τσεχία, χώρα με διαιρετικές δυναμικές στο πολιτικό σύστημα αναφορικά με τις σχέσεις με τη Ρωσία, έχει πάρει την πρωτοβουλία μιας μείζονος διπλωματικής κρίσης με τη Ρωσία κατηγορώντας πράκτορες των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών για μια έκρηξη σε αποθήκη πυρομαχικών το 2014 που η τότε έρευνα την είχε αποδώσει στην κακή συντήρηση. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ρωσοτσεχική σύγκρουση εντάσσεται μέσα σε μια συνολικότερη τάση να διαμορφωθεί μια «υγειονομική ζώνη» απέναντι στη Ρωσία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Ούτε επίσης είναι τυχαίο ότι την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ ανακοίνωναν κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας με αφορμή την υπόθεση Solarwinds και τις κατηγορίες σε βάρος της Ρωσίας για μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπιθέσεις.
Η ρωσική απάντηση
Η ρωσική απάντηση ήταν πολύ χαρακτηριστική ενός τρόπου σκέψης που δείχνει να έχει κυριαρχήσει στο Κρεμλίνο σύμφωνα με τον οποίο πρέπει ταυτόχρονα να δίνεται το μήνυμα της πιο αποφασιστικής απάντησης και κλιμάκωσης με ταυτόχρονη ύπαρξη διεξόδων.
Έτσι λοιπόν η Ρωσία έκανε μια πολύ μεγάλη κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων για να διεξάγουν άσκηση κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Η κινητοποίηση αυτή δεν παρέπεμπε απλώς σε μια προσπάθεια να στηρίξουν τους φιλορώσους αυτονομιστές στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ απέναντι σε τυχόν κινήσεις των ουκρανικών δυνάμεων αλλά σε δυνατότητα διεξαγωγής συνολικού πολέμου με την Ουκρανία. Δηλαδή, ήταν μια κινητοποίηση δυνάμεων που παρέπεμπε στην απόφαση ότι εάν η κρίση κλιμακωνόταν, θα διεξάγονταν τέτοιας κλίμακας επιχειρήσεις εναντίον της Ουκρανίας που θα οδηγούσαν σε συνολική ήττα της τελευταίας.
Με αυτά τα δεδομένα και καθώς φάνηκε ότι πέραν μιας κλιμάκωσης διπλωματικών διαβημάτων και ενδεχόμενων επιπλέον κυρώσεων, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα επέλεγαν την άμεση εμπλοκή σε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Ρωσία και την Ουκρανία, η ουκρανική πλευρά θεώρησε ότι δεν μπορούσε να κλιμακώσει παραπάνω και ότι θα έπρεπε κατά βάση να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις σε τυχόν σύγκρουση.
Και μόλις έγινε σαφές ότι η ουκρανική πλευρά (και κατ’ επέκταση η Δύση) έλαβε το μήνυμα, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι οι ασκήσεις ολοκληρώθηκαν και ότι θα αποχωρήσουν οι στρατιωτικές δυνάμεις που μετακινήθηκαν, αν και είναι ασαφές πόσο μέρος του οπλισμού που μεταφέρθηκε στην περιοχή θα παραμείνει εκεί (ήδη ανακοινώθηκε ότι ένα μέρος θα παραμείνει ενόψει σχεδιαζόμενων κοινών ασκήσεων με τις ένοπλες δυνάμεις της Λευκορωσίας).
Παράλληλα, ο ίδιος ο Πούτιν επέλεξε στην ομιλία του ενώπιον της Ομοσπονδιακής Εθνοσυνέλευσης να μην κάνει κάποια πολύ μεγάλη εξαγγελία πάνω σε γεωπολιτικά ζητήματα και να επικεντρώσει στην εσωτερική κατάσταση. Μίλησε, όμως, σαφώς για «κόκκινες γραμμές», υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατόν τα πραξικοπήματα να αποτελούν τρόπο άσκησης πολιτικής (είχε προηγηθεί η ανακοίνωση ότι οι λευκορωσικές και ρωσικές αρχές είχαν εντοπίσει και συλλάβει ομάδα που ετοίμαζε πραξικόπημα σε βάρος του Λευκορώσου προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο.
Ουσιαστικά, η Μόσχα υπογράμμισε ότι ο κίνδυνος μιας επιδείνωσης του κλίματος είναι να υπάρξει μια πραγματική, μεγάλης κλίμακας σύγκρουση. Κάτι που αυτή τη στιγμή τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Δύση θέλουν να αποφύγουν. Αυτό εξηγεί γιατί παρότι λίγες εβδομάδες πριν ο Τζο Μπάιντεν είχε αποκαλέσει τον Πούτιν «δολοφόνο», πρόσφατα πρότεινε να γίνει συνάντηση Κορυφής.
Η πολιτική των αφηγημάτων και τα όρια των κυρώσεων
Σε μεγάλο βαθμό η κλιμάκωση του «νέου Ψυχρού Πολέμου» έχει να κάνει με τον τρόπο που συγκεκριμένα αφηγήματα ορίζουν την εξωτερική πολιτική ιδίως των δυτικών χωρών. Εάν προσπαθήσουμε να δούμε τα δεδομένα θα δούμε ότι αυτή τη στιγμή η Ρωσία δεν επιδιώκει κάποια μείζονα γεωπολιτική ανατροπή. Κυρίως επιδιώκει να κατοχυρώσει την επιρροή που ήδη διαθέτει σε συγκεκριμένες περιοχές και να αναβαθμίσει την οικονομική της παρουσία και τις οικονομικές της σχέσεις. Προφανώς έχει επενδύσει στις ένοπλες δυνάμεις της, για να μπορεί στρατιωτικά τουλάχιστον να διατηρεί τον χαρακτηρισμό υπερδύναμης, και την ενδιαφέρει να έχει ρόλο power broker σε κρίσιμες συγκρούσεις όπως στη Συρία. Δεν διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία αλλά επιδιώκει έναν πιο πολυπολικό κόσμο. Προφανώς και διάφορες παραλλαγές μεγαλορωσικού εθνικισμού διατηρούνται όπως και διάφορες παραλλαγές συνολικών «κοσμοναντιλήψεων» αλλά ο πυρήνας δείχνει να είναι ένας ιδιότυπος ρεαλισμός.
Στο εσωτερικό της είναι μια χώρα αυταρχική, με μια ορισμένη δυσανεξία απέναντι στην αντιπολίτευση, αν και δεν έχει αναδειχθεί μέχρι τώρα κάποια πειστική εναλλακτική λύση. Η μεταχείριση του Ναβάλνι είναι ενδεικτική μιας αυταρχικής αντιμετώπισης ενός πολιτικού αντιπάλου, όμως δεν συγκρίνεται π.χ. με τον τρόπο που επιλύονται ανάλογα ζητήματα π.χ. στη Σαουδική Αραβία, όπου οι αποκαλύψεις για το δολοφονία Κασόγκι δεν πυροδότησαν κάποιο κύμα δυτικών κυρώσεων.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή φαίνεται ότι η Δύση και ιδίως οι ΗΠΑ είναι σε αναζήτηση εχθρού, πιο σωστά στην αναζήτηση του πόλου έναντι του οποίου θα κατοχυρώσουν εκ νέου την πρωτοκαθεδρία τους. Και παρότι προοπτικά η Κίνα προοπτικά διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία σε όλα τα επίπεδα, φαίνεται ότι η Ρωσία σε αυτή τη φάση είναι πιο βολική για την κατασκευή «εχθρικών αφηγημάτων». Σίγουρα και η εξωτερική πολιτική διεξάγεται και στο επίπεδο των «αφηγημάτων», όμως αυτά δεν μπορούν πάντα να αποτελούν και τον καταλληλότερο οδηγό για πολιτικές αποφάσεις. Για παράδειγμα υπάρχει ένα ερώτημα εάν η Ευρώπη θα πρέπει να χαράξει την ενεργειακή της πολιτική με μόνο κριτήριο την υπόθεση Ναβάλνι.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο κατακερματισμένος, παρά τους μεγάλους βαθμούς αλληλεξάρτησης, ένα ιδιότυπο τέλος της «παγκοσμιοποίησης». Η Ρωσία ήδη έχει προσπαθήσει με διάφορους τρόπους να «θωρακίσει» την οικονομία της έναντι της Δύσης, να περιορίσει το χρέος, να κάνει μεγάλο μέρος των συναλλαγών της χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου. Ως ένα βαθμό και η Κίνα αν και ο βαθμός αλληλεξάρτησης των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης με την Κίνα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μεγάλα ρήγματα, αν και η Ρωσία επενδύει στη συνεργασία με την Κίνα για μια δυνατότητα μεγαλύτερης «αποσύνδεσης» (ιδίως όταν υπάρχει ο κίνδυνος αποκλεισμού των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα συναλλαγών SWIFT). Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι και η πανδημία και τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις εφοδιαστικές αλυσίδες όπως και η επανεκτίμηση εννοιών όπως η – σχετική τουλάχιστον – αυτάρκεια επιτείνουν την τάση «περιφερειοποίησης» των οικονομικών συναλλαγών. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο και για τους όποιους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.
Όμως, το εάν και κατά πόσο ένας πιο κατακερματισμένος κόσμος θα εξελιχθεί σε έναν πιο συγκρουσιακό κόσμο όπως και το είδος των συγκρούσεων που τελικά θα προκύψουν είναι και ζήτημα πολιτικών αποφάσεων και όχι κάποια αναπόδραστη δυναμική. Και εκεί είναι που παίζεται πολιτικά και το στοίχημα ενός πιο ειρηνικού κόσμου.