Η διαρροή μιας ηχογραφημένης συνομιλίας ανάμεσα στον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ και έναν οικονομολόγο, ρίχνει φως στις αντιπαραθέσεις στο Ιράν γύρω από την εξωτερική πολιτική και εξηγεί ένα μέρος από τα διακυβεύματα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.

Στη συνομιλία, ο εξαιρετικά έμπειρος και ικανός διπλωμάτης Ζαρίφ εξηγεί την ειδική βαρύτητα που έχουν στο Ιράν οι Φρουροί της Επανάστασης, ένα επίλεκτο σώμα των ενόπλων δυνάμεων που ταυτόχρονα διεξάγει και σημαντικό μέρος της εξωτερικής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ιδίως σε σχέση με τον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης».

Μάλιστα,  ο Ζαρίφ κάνει κριτική και στον Κασέμ Σολεϊμανί, τον υποστράτηγο των Φρουρών της Επανάστασης που δολοφονήθηκε από αμερικανική επίθεση στη Βαγδάτη στις αρχές του 2020, κατηγορώντας τον ότι προσπάθεια σε διάφορες στιγμές να σαμποτάρει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και μάλιστα σε συνεργασία με τη Ρωσία.

Η διαρροή αυτή, που έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων κατά του κ. Ζαρίφ, συμπεριλαμβανομένων και φωνών που ζητούν την παραίτησή του, έρχεται να υπογραμμίσει τις διαιρέσεις και τις εντάσεις που διαπερνούν σήμερα το Ιράν.

Τηλεοπτικό πρόγραμμα

Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι μια δημοφιλής τηλεοπτική σειρά σήμερα στο Ιράν, που είναι παραγωγή ενός ιδρύματος που συνδέεται με τους Φρουρούς της Επανάστασης περιλαμβάνει στους ήρωες έναν αποτυχημένο υπουργό Εξωτερικών που προσπαθώντας να κάνει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα προσλαμβάνει ανθρώπους που αποδεικνύονται πράκτορες της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας ΜΙ6.

Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα ήταν από πολλές απόψεις το κορυφαίο επίτευγμα των μεταρρυθμιστών που επιθυμούσαν να δείξουν ότι η χώρα μπορούσε να επιστρέψει σε καλές σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα που θα επέτρεπαν και οικονομική ανάπτυξη και κάποια παραπέρα φιλελευθεροποίηση του ίδιου του ιρανικού καθεστώτος.

Την ίδια στιγμή η έξοδος των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία των μεταρρυθμιστών που βρέθηκαν να κατηγορούνται από τους «σκληροπυρηνικούς» ότι η πολιτική στην οποία είχαν επενδύσει αποδείχτηκε ατελέσφορη, ενώ αντίθετα η επένδυση στην αποτρεπτική ισχύ του ίδιου του Ιράν και η ενίσχυση με επιθετικό τρόπο μια της παρουσίας του θα αποτελούσε καλύτερη εγγύηση. Επιπλέον, η επιστροφή στις κυρώσεις αρχικά και η πανδημία στη συνέχεια επέτειναν και τη δυσαρέσκεια γα τη διαχείριση της κατάστασης από τη μεριά του Προέδρου Ρουχανί, που είχε εκλεγεί με την υποστήριξη των μεταρρυθμιστών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσκοπήσεις ήδη καταγράφουν αρνητική γνώμη για τον πρόεδρο Ρουχανί (που ούτως ή άλλως δεν θα είναι υποψήφιος).Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρνητικές γνώμες φτάνουν το 62% το 2021, ενώ το 2020 ήταν στο 63%, την ώρα που το 2014 οι αρνητικές γνώμες για τον Ιρανό πρόεδρο δεν ξεπερνούσαν το 14%. Καθόλου τυχαία, τα δύο τρίτα των Ιρανών θα ήθελαν για πρόεδρο κάποιον που θα ήταν επικριτικός των πολιτικών που ακολούθησε ο Ρουχανί.

Σε αυτό το φόντο δεν είναι παράλογο να πιστεύουν διάφοροι ότι η πιο «σκληροπυρηνική» πλευρά δεν προώθησε την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μόνο γιατί δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, αλλά και ως συνειδητή προσπάθεια για μετατόπιση των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών.

 

Η μάχη των υποψηφίων

Στο περίπλοκο σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας υπάρχει μεν χώρος για να μπορούν να εκφραστούν οι ψηφοφόροι, κάτι που μπορεί να εξηγήσει και την αντοχή του καθεστώτος, εφόσον δεν πρόκειται για κάποια εκδοχή «δικτατορίας» αλλά περιλαμβάνει και πραγματικές μορφές πολιτικής διαπάλης, όμως την ίδια στιγμή υπάρχουν και συγκεκριμένα «φίλτρα» για να εξασφαλίζουν ότι οι υποψήφιοι θα κινούνται εντός ορίων. Αυτό κυρίως φαίνεται στη λειτουργία του Συμβουλίου των Θεματοφυλάκων, που έχει την ευθύνη να εγκρίνει ή να απορρίπτει υποψηφιότητες. Την ίδια στιγμή η προεκλογική εκστρατεία περιλαμβάνει όλα τα μέσα ακόμη και τα απαγορευμένα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για παράδειγμα το twitter τυπικά απαγορεύεται, όμως υπάρχουν επίσημοι λογαριασμοί κυβερνητικών αξιωματούχων και είναι πολύ διαδεδομένη η πρόσβαση σε αυτό, παρακάμπτοντας την απαγόρευση μέσω VPN.

Σε αυτό το φόντο οι μεταρρυθμιστές αναζητούν υποψήφιο, ακόμη και εάν αυτός έχει τη μορφή ενός υποψηφίου που δεν προέρχεται από αυτούς αλλά θα υποστηρίξει μια πολιτική ατζέντα που θα είναι κοντινή στις δικές τους θέσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Ρουχανί χρεώνεται και την κοινωνική δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της, όπως για παράδειγμα την αυταρχική αντιμετώπιση των διαδηλώσεων του  Νοεμβρίου του 2019 για την αύξηση των τιμών των καυσίμων. Ας σημειώσουμε πάντως ότι ο Ζαρίφ παραμένει πάντα μια πιθανή υποψηφιότητα για τον ευρύτερο χώρο των «μεταρρυθμιστών», κάτι που που αποτυπώθηκε και στον τρόπο που χειρίστηκε τη διαρροή της συνομιλίας του.

Ποιοι θα παλέψουν

Σε αυτό το φόντο είναι που σιγά σιγά έρχονται στο προσκήνιο και οι διάφορες υποψηφιότητες που θα διεκδικούσαν μια πιο «σκληροπυρηνική» υποψηφιότητα, είτε έχουν ανακοινωθεί είτε όχι.

Καταρχάς υπάρχει πάντα ο πρώην πρόεδρος Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ που παραμένει αρκετά δημοφιλής αν και είναι πιθανό και αυτή τη φορά να αποκλειστεί από τις εκλογές, όπως και της προηγούμενες, κυρίως επειδή πέραν της σκληροπυρηνικής εξωτερικής πολιτικής του, έχει υποστηρίξει τον περιορισμό του ρόλου του κλήρου κάτι που δεν τον κάνει καθόλου δημοφιλή στους κληρικούς που αποτελούν έναν πόλο εξουσίας μέσα στην Ισλαμική Δημοκρατία.

Ιδιαίτερα δημοφιλής εμφανίζεται – προηγείται μάλιστα σε μια δημοσκόπηση – ο επικεφαλής του δικαστικού σώματος Εμπραχίμ Ραϊσί. Ο εξηντάχρονος Ραϊσί, που κατηγορείται ότι στη δεκαετία του 1980 ήταν υπεύθυνος για μαζικές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων και είχε χάσει τις εκλογές του 2017 απέναντι στον Ρουχανί, προβάλλει το έργο που έχει κάνει για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος και υπογραμμίζει ότι μπορεί να δώσει τη μάχη για την καταπολέμηση της διαφθοράς, την ώρα που επιμένει σε μια σκληρή γραμμή στην εξωτερική πολιτική. Όλα αυτά τον κάνουν κατά τη γνώμη αρκετών τον ιδανικό υποψήφιο των συντηρητικών και ικανό να τους συνενώσει. Ωστόσο, υπάρχει μια πιθανότητα να μην επιλέξει την προεδρία αλλά να περιμένει τον θάνατο του Υπέρτατου Ηγέτη Χαμενεΐ και να διεκδικήσει αυτή τη θέση, που είναι με μια έννοια το υψηλότερο αξίωμα στην Ισλαμική Δημοκρατία.

Οι υποψηφιότητες των στρατιωτικών

Έπειτα υπάρχουν οι υποψήφιοι που προέρχονται από το χώρο των Φρουρών της Επανάστασης, στοιχείο από μόνο του ενδεικτικό του ρόλου του συγκεκριμένου σώματος και παρά τις αντιδράσεις όσων υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει οι στρατηγοί να παίζουν ρόλο στην πολιτική.

Ενδεικτική είναι εδώ η υποψηφιότητα του Σαέεντ Μοχαμάντ. Ο 53χρονος ταξίαρχος των Φρουρών της Επανάστασης και πολιτικός μηχανικός, παραιτήθηκε από τη θέση του επικεφαλής του κατασκευαστικού κλάδου των Φρουρών της Επανάστασης,(ενός κατασκευαστικού φορέα που απασχολεί περίπου 250.000 τεχνικούς και εργάτες και καλύπτει το κενό που άφησαν οι ξένες εταιρείες που δεν μπορούν να συμμετέχουν σε έργα, για να συμμετέχει στις προεδρικές εκλογές. Φωτογενής και με έντονη παρουσία των οπαδών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν διαθέτει την εμπειρία ή την ισχυρή εκλογική βάση άλλων υποψηφίων. Ενδεικτική πάντως των αντιπαραθέσεων εντός των Φρουρών της Επανάστασης η δήλωση του ταξίαρχου Γιαντολάχ Τζαβανί ότι ο Μοχαμάντ δεν παραιτήθηκε αλλά απολύθηκε επειδή παραβίασε τις διαδικασίες ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά του. Ωστόσο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ταιριάζει στην προτίμηση του Χαμενεΐ για μια κυβέρνηση ταυτόχρονα πιο νέα και πιο ευσεβή.

Την υποψηφιότητα του έχει ανακοινώσει και ο ταξίαρχος Χοσεΐν Ντεγκάν, πρώην υπουργός στην πρώτη κυβέρνηση Ρουχανί, με πλούσιο βιογραφικό σε κρίσιμα πολεμικά μέτωπα, έμπιστος του Σολεϊμανί και με ενεργό ρόλο στην προσπάθεια του Ιράν να αποκτήσει προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων και εξελιγμένων συστημάτων πληροφοριών.

Από εκεί και πέρα και άλλα ονόματα έχουν ακουστεί κατά καιρούς όπως για παράδειγμα του Μοχσέν  Ρεζαΐ, πρώην επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης και ανθρώπου της εμπιστοσύνης του Χαμενεΐ που θα μπορούσε να είναι υποψήφιος των συντηρητικών, ή του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής Αλί Μοταχαρί, γιου του Μορτέζα Μοτεχαρί, εκ των πιο σημαντικών διανοητών της Ισλαμικής Επανάστασης, που θα μπορούσε να είναι μια υποψηφιότητα των μεταρρυθμιστών αν και στην πραγματικότητα συνδυάζει την αμφισβήτηση των «σκληροπυρηνικών» με την υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων σε ορισμένα ζητήματα.

Σε κάθε περίπτωση πολλά θα κριθούν από το ποιες υποψηφιότητες που τελικά θα επιτραπούν από το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων. Πέραν αυτού ένα κρίσιμο ερώτημα θα είναι ποια θα είναι η συμμετοχή στις εκλογές, μια που αυτή από μόνη της θα αποτελεί ένδειξη της νομιμοποίησης που θα έχει ο όποιος νικητής των εκλογών. Κάθόλου τυχαίο επομένως που ο Χαμενεΐ επικεντρώνει σε εκκλήσεις για μαζική συμμετοχή, κατανοώντας ότι δεν αρκεί να βγει «σκληροπυρηνικός» υποψήφιος, αλλά και να έχει τη νομιμοποίηση μιας μαζικής συμμετοχής στις εκλογές.