Οι πρόσφατες καταγγελίες για κακομεταχείριση ηλικιωμένων σε γηροκομείο και για θανάτους που αποδίδονταν όλοι στην ίδια αιτία, επανέφερε στο προσκήνιο ένα χρόνιο πρόβλημα που αφορά την κατάσταση σε αυτά τα ιδιωτικά ιδρύματα και τις πολλαπλές καταγγελίες για κακομεταχείριση των ηλικιωμένων και για λειτουργία χωρίς άδεια.
Ούτως ή άλλως η πανδημία ανέδειξε παγκοσμίως το πρόβλημα που υπάρχει με τα γηροκομεία. Ειδικά στις αναπτυγμένες χώρες ένα μεγάλο ποσοστό των θανάτων από COVID-19 θα λάβει χώρα σε γηροκομεία και άλλες προνοιακές δομές ηλικιωμένων.
Αποδείχτηκε ότι τέτοιοι χώροι μεγάλης συγκέντρωσης ευπαθών και όπου συχνά για λόγους μείωσης του κόστους λειτουργίας δεν ακολουθούσαν πλήρως τα προστατευτικά πρωτόκολλα, την κρίσιμη ώρα της πανδημίας σήμαιναν μεγάλους αριθμούς θυμάτων.
Μια έρευνα πάνω στα στοιχεία για τη θνητότητα από την πανδημία σε 22 χώρες υπολόγισε ότι μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του 2021 το 41% των θανάτων που σχετίστηκαν με Covid-19 σε αυτές τις χώρες αφορούσε ανθρώπους που έμεναν σε προνοιακές δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων.
25 χρόνια προσπαθειών να μπει τάξη στο καθεστώς των γηροκομείων
Ήδη στο μακρινό 1995 και κατά τη συζήτηση ενός σχετικού νομοσχεδίου στη διαρκή επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων ο εισηγητής της πλειοψηφίας Ευ. Μαλέσιος παρουσίαζε ως εξής την κατάσταση: «Η κατάσταση που αποκαλύφθηκε στους οίκους ευγηρίας του Λεκανοπεδίου Αττικής και για μέρες ολόκληρες παρουσιάστηκε από τα Μ.Μ.Ε. με τα μελανότερα χρώματα, αποτελεί στίγμα και όνειδος για τον προνοιακό χώρο στη χώρα μας.»
Όμως, αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα: το 2001 η τότε Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων κατήγγειλε ότι 300 μονάδες σε όλη τη χώρα λειτουργούσαν χωρίς άδεια και ότι οι παράνομες μονάδες στερούνταν των βασικών κανόνων διαμονής ηλικιωμένων. Επεσήμανε μάλιστα ότι τότε οι νόμιμοι οίκοι ευγηρίας που διέθεταν τη σχετική άδεια λειτουργίας δεν ξεπερνούσαν τους 60.
Τα επόμενα χρόνια έγινε προσπάθεια να αυξηθεί ο αριθμός των μονάδων φροντίδας ηλικιωμένων που λειτουργούσαν νόμιμα. Ωστόσο τα προβλήματα παρέμεναν. Το 2006 μπορούσε κανείς να διαβάσει τα ακόλουθα στον Τύπο: «Σύμφωνα με στοιχεία της Νομαρχίας Αθηνών, 23 μονάδες (σε σύνολο 90) λειτουργούν χωρίς άδεια, ενώ την τελευταία τριετία έχουν παραπεμφθεί στον εισαγγελέα άλλες 22 περιπτώσεις. Στο στάδιο της διακοπής της λειτουργίας τους βρίσκονται ακόμη 7 οίκοι ευγηρίας».
Το 2007 θα εκδοθεί η υπουργική απόφαση που είναι ακόμη σε ισχύ, που ορίζει τις προϋποθέσεις για την ασφαλή λειτουργία των γηροκομείων. Αυτές αφορούν τη δυναμικότητά τους βάσει τετραγωνικών, τα χαρακτηριστικά των θαλάμων ώστε να μην στοιβάζονται οι ηλικιωμένοι, τον επαρκή φωτισμό και αερισμό, τις εγκαταστάσεις που πρέπει να έχουν τα λουτρά, τις κουπαστές στη σκάλα, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν οι ανελκυστήρες.
Ωστόσο 13 χρόνια μετά και με την πανδημία να μαίνεται αποδείχτηκε ότι ακόμη και το 2020 μία στις πέντε μονάδες φροντίδα ηλικιωμένων στην Αττική λειτουργούσε χωρίς τη νόμιμη άδεια.
Σε όλα αυτά προστίθεται και το πρόβλημα ότι ένας μεγάλος αριθμός ιδρυμάτων που λειτουργούν εκ των πραγμάτων ως γηροκομεία και χώροι διαμονής ηλικιωμένων, δεν είναι καταγεγραμμένοι, ή εμφανίζονται να έχουν άλλη μορφή (π.χ. φιλανθρωπικού ιδρύματος).
Δεν είναι τυχαίο ότι το 2016 το η τότε αναπλ. Υπουργός Εργασίας Θεανώ Φωτίου ανακοίνωνε ως σημαντική τομή την προσπάθεια να διαμορφωθεί μια κοινή βάση δεδομένων που να επιτρέπει να υπάρχει εικόνα όλων των προνοιακών ιδρυμάτων της χώρας (ποια είναι, πόσους εργαζομένους απασχολούν, πόσες θέσεις εργασίας έχουν, εάν είναι ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ).
Μάλιστα είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο πίσω από την εμφάνιση υψηλού αριθμού «φιλοξενουμένων» σε φορολογικές δηλώσεις να κρύβονταν παράνομοι οίκοι ευγηρίας οι οποίοι εμφάνιζαν τους ηλικιωμένους που έμεναν εκεί ως φιλοξενούμενους με σκοπό να αποφύγουν την καταβολή του φόρου εισοδήματος.
Περιστατικά με παράνομους οίκους ευγηρίας
Τα περιστατικά με παράνομους οίκους ευγηρίας τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά. Το 2018 υπήρξε μεγάλος θόρυβος ύστερα από την αποκάλυψη ότι σε παράνομη μονάδα στην Αγία Παρασκευή Αττικής βρίσκονταν 14 ηλικιωμένοι οι οποίοι ζούσαν για πολλές εβδομάδες στον χώρο χωρίς θέρμανση, σίτιση και φροντίδα.
Το 2020 αποκαλύφθηκε ότι στο χωριό Καλόγεροι του Δήμου Ιεράπετρας τα άδεια σπίτια νοικιάζονταν και λειτουργούσαν ουσιαστικά ως ένα παράνομο γηροκομείο, με τη μεσολάβηση ιδιωτικής εταιρείας που είχε ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία ιατρικών ειδών και βοηθημάτων. Η προσπάθεια της Περιφέρειας Κρήτης να κάνει έλεγχο έπεσε σε κενό νόμου, αφού η συγκεκριμένη πρακτική παρέπεμπε και σε παροχή κατ’ οίκον νοσηλείας, που προβλέπεται από νόμο του 2014, όμως ακόμη εκκρεμεί η υπουργική απόφαση για την εξειδίκευση των όρων και των προϋποθέσεων.
Τον Οκτώβριο του 2020 ήρθε στο φως υπόθεση παράνομου γηροκομείου στον Δήμο Ηρακλειάς Σερρών. Συνελήφθηκε μάλιστα και ο 49χρονος υπεύθυνος του συγκεκριμένου χώρου που λειτουργούσε ως ξενώνας φιλοξενίας ηλικιωμένων και ατόμων με κινητικά προβλήματα.
Και βέβαια πέραν των επαναλαμβανομένων προβλημάτων με παράνομους οίκους ευγηρίας υπάρχουν και περιπτώσεις σκανδάλων και κακοδιαχείρισης. Ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα είναι η υπόθεση του Γηροκομείου Αθηνών που το διαχειρίζεται η Ελεήμων Εταιρεία Αθηνών, όπου την περασμένη δεκαετία ανακαλύφθηκαν σοβαρά προβλήματα κακοδιαχείρισης σε ένα ίδρυμα που συνδέεται με μεγάλα κληροδοτήματα.
Και βέβαια σε επίπεδο διάχυτης φημολογίας πάντα υπήρχε το ερώτημα εάν σε γηροκομεία γινόταν προσπάθεια να αποσπαστεί η συναίνεση των τροφίμων σε μεταβιβάσεις ακινήτων ή στη συμπερίληψη δικαιούχων σε διαθήκες.
Η κρίση ενός μοντέλου αντιμετώπισης των ηλικιωμένων
Η χώρα μας έχει σχετικά μικρότερο ποσοστό των ηλικιωμένων να διαβιούν σε γηροκομεία και άλλες ανάλογες δομές φιλοξενίας, εάν τη συγκρίνουμε με άλλες χώρες. Αυτό, όμως, δεν μειώνει τη σημασία του προβλήματος.
Οι αλλαγές του τρόπου ζωής συχνά δεν επιτρέπουν την παραμονή των ηλικιωμένων μέσα στην οικογενειακή εστία και τη φροντίδα από συγγενείς, ιδίως όταν υπάρχουν χρόνια προβλήματα υγείας και απαιτήσεις ειδικής φροντίδας. Σε αυτή την περίπτωση το βάρος γίνεται μεγάλο και το ερώτημα της αναζήτησης μιας ειδικής δομής που θα προσφέρει τη σχετική εξειδικευμένη και καθημερινή φροντίδα γίνεται επιτακτικό.
Την ίδια στιγμή η άλλη λύση, που χρησιμοποιείται εκτεταμένα, δηλαδή η πρόσληψη ενός ατόμου που θα μένει μόνιμα με τον ηλικιωμένο και θα τον φροντίζει, λύση που σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε και στην ύπαρξη της διαθέσιμης μεταναστευτικής εργασίας, έχει και αυτή υψηλό κόστος από ένα σημείο και μετά, πέραν του ότι δεν σημαίνει πάντα εξασφάλιση εξειδικευμένης φροντίδας όπου αυτή είναι αναγκαία, παρά τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλουν οι κυρίως γυναίκες που αναλαμβάνουν αυτή την εργασία (και που αποδεικνύουν εκτός όλων των άλλων και πόσο τραγικά άστοχες είναι οι διάφορες αντιμεταναστευτικές ρατσιστικές ρητορικές).
Το Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι, που υλοποιείται σε 270 δήμους της χώρας υπήρξε μια σημαντική τομή, αφού μπορεί να καλύψει σημαντικό μέρος των αναγκών των ηλικιωμένων, όμως σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε σε χρηματοδοτήσεις που απαιτούσαν κάθε φορά μάχη για την εξασφάλισή τους και σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στην επισφαλή εργασία συμβασιούχων μέχρι το 2020 όταν έγινε η προκήρυξη του ΑΣΕΠ για μόνιμο προσωπικό.
Σε κάθε περίπτωση, περιστατικά όπως αυτό που διερευνάται στα Χανιά μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ερώτημα πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένα μοντέλο αντιμετώπισης των ηλικιωμένων που να τους προσφέρει αυτά που χρειάζονται, χωρίς κατά το δυνατό να τους αποκόπτει από την κοινωνική ζωή και συνάμα να σέβεται το δικαίωμά τους στη ζωή και την αξιοπρέπεια. Δηλαδή, το δικαίωμά τους να μην αντιμετωπίζονται ούτε ως βάρος για την οικογένεια, ούτε ως «δημοσιονομικό κόστος», ούτε βέβαια, πολύ περισσότερο, ως υποψήφια θύματα προς εκμετάλλευση. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι άνθρωποι που εργάστηκαν, δημιούργησαν, έφτιαξαν οικογένειες, άφησαν το αποτύπωμά τους στη ζωή και δεν τους αξίζει ούτε το περιθώριο, ούτε η κακοποίηση.