Στην εποχή μας δεν είναι πιστεύουμε πια στους οιωνούς. Όμως, ο θάνατος του Βάσου Λυσσαρίδη παραμονές της πενταμερούς συνάντησης για το Κυπριακό στη Γενεύη σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερο σημάδι. Κυρίως γιατί γεννά τη μελαγχολική σύγκριση με μια εποχή όπου οι πολιτικοί ηγέτες της Κύπρου, παρ’ όλα τα μεγάλα λάθη τους (π.χ. σε σχέση με τον χειρισμό των διακοινοτικών συγκρούσεων στη δεκαετία του 1960), ταυτόχρονα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη μικρή νησιωτική χώρα να έχει διεθνή παρουσία, να συνομιλεί με τη διεθνή κοινότητα και να παίζει ρόλο στο κίνημα των Αδεσμεύτων. Σήμερα, στην Κύπρο συζητούν τη δημοσίευση των πορισμάτων της έρευνας για τα «χρυσά διαβατήρια», μια υπόθεση που λειτουργεί ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα μιας υπαρκτής κρίσης θεσμών (ίσως και αξιών) στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η διαδικασία της πενταμερούς κληρονομιά μιας άλλης εποχής
Η ίδια η διαδικασία της πενταμερούς (για την ακρίβεια της διαδικασίας 5+ΟΗΕ) θυμίζει μερικές από τις ρίζες του προβλήματος.
Η αντίληψη ότι συζητούν οι δύο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, παραβλέποντας ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεν εκπροσωπεί μόνο τους ελληνοκυπρίους αλλά και την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία, τη μόνη αναγνωρισμένη κρατική οντότητα και κυβέρνηση στο νησί και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ενδεικτική του προβλήματος.
Το ίδιο και το γεγονός της παρουσίας των εγγυητριών δυνάμεων, αυτού του θεσμού που δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως εγγύηση της ακεραιότητας της Κύπρου, παρά μόνο ως άλλοθι για την τουρκική εισβολή το 1974, επίσης υπογραμμίζει το πρόβλημα.
Και όμως αυτό το πλαίσιο εξακολουθεί να θεωρείται το καλύτερο για να ξεπεραστεί μια διχοτόμηση που σε μεγάλο βαθμό είναι και το αποτέλεσμα της στάσης των εγγυητριών δυνάμεων. Και των τριών, εάν συνυπολογίσουμε τόσο τις διαχρονικές ευθύνες της Βρετανίας όσο βέβαια και την εγκληματική πολιτική της ελληνικής Χούντας.
Η χαμένη ευκαιρία στο Κραν Μοντανά
Ο προηγούμενο γύρος διαπραγμάτευσης στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας ήταν μάλλον μια χαμένη ευκαιρία. Για την ακρίβεια τότε φάνηκε για τελευταία φορά ότι υπήρχε δυνατότητα να υπάρξει λύση. Αυτό είχε να κάνει με την Τουρκία που έδειξε διατεθειμένη να συζητήσει το ζήτημα των εγγυήσεων. Ειδικότερα, ο Τσαβούσογλου ενημέρωσε τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ ότι η Τουρκία θα δεχόταν κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης εάν υπήρχε ένα συμφωνημένος μηχανισμός για την εφαρμογή της λύσης, που φαινόταν ότι αφορούσε την εξασφάλιση ότι η ολική αποχώρηση των στρατευμάτων θα ερχόταν σε επόμενη φάση ύστερα από συνάντηση των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας. Σε αντάλλαγμα η τουρκική πλευρά ζητούσε την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων.
Το πλαίσιο αυτό παρέπεμπε σε μια διαπραγμάτευση δύσκολη, αλλά όχι ατελέσφορη και υπήρχαν δυνατότητες να γίνει το αποφασιστικό βήμα για τη λύση. Άλλωστε, σε εκείνη τη φάση η Τουρκία ήθελε τη λύση γιατί θεωρούσε ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να προωθηθεί καλύτερα και το ζήτημα των εξορύξεων. Από τη μεριά της η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε δηλώσει προς την πλευρά του ΟΗΕ ότι ήταν διατεθειμένη να
Όμως, η Κύπρος ήταν σε άτυπη προεκλογική περίοδο και ταυτόχρονα εκείνη την εποχή σε μερίδα της ελληνοκυπριακής πλευράς είχαν αρχίσει να υπάρχουν σκέψεις για λύσεις έξω και πέρα από το πλαίσιο της διζωνική, δικοινοτικής ομοσπονδίας και πιο κοντά στην συνομοσπονδία (προφανώς και με κάποιο διαμοιρασμό τυχόν εσόδων από τις εξορύξεις). Ως αποτέλεσμα οι διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά οδηγήθηκαν σε ναυάγιο.
Η προοπτική της διχοτόμησης
Αυτή τη φορά τα πράγματα δείχνουν ακόμη πιο δύσκολα. Καταρχάς, έχουμε μια κλιμάκωση των τουρκικών «προβολών ισχύος» στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν τις εξορύξεις, κάτι που φάνηκε και στη δύσκολη επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, με αποκορύφωμα τα όσα έγιναν στην πρόσφατη συνάντηση Δένδια και Τσαβούσογλου. Έπειτα, ο συσχετισμός στην τουρκοκυπριακή πλευρά είναι χειρότερος. Οι πρόσφατες εκλογές ανέδειξαν στην ηγεσία του Ψευδοκράτους τον εθνικιστή Ερσίν Τατάρ που είναι πολύ πιο κοντά στις θέσεις της Άγκυρας, αντί του Μουσταφά Ακιντζί που προσπαθούσε να διατηρήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επανένωσης του νησιού και που πρόσφατα βρέθηκε στο στόχαστρο του εθνικιστή συμμάχου του Ερντογάν Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Και βέβαια βλέπουμε και τις έμμεσες επιπτώσεις του Brexit με τη Βρετανία, που έχει εξασφαλισμένες τις κομβικές και για το ΝΑΤΟ βάσεις της στο νησί και που δεν δεσμεύεται πλέον από τις κοινές θέσεις της ΕΕ αλλά διεκδικεί αυτόνομο ρόλο, να κάνει ακόμη και διαρροές για ενδεχόμενη αναγνώριση του Ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».
Σε αυτό το τοπίο η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά προσέρχονται στον διάλογο επιμένοντας στη θέση για μια λύση δύο κρατών που θα έχουν κυρίαρχη (sovereign) και όχι απλώς πολιτική ισότητα. Βεβαίως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτή η τοποθέτηση θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια πρόταση για μια συνομοσπονδία με μεγάλο βαθμό αυτοτελούς κυριαρχίας των δύο κοινοτήτων και φυσικά ικανότητα της τουρκοκυπριακής πλευράς να λειτουργεί παραλυτικά στη διαδικασία απόφασης αλλά και διεθνούς εκπροσώπησης (π.χ. ενώπιον των ευρωπαϊκών οργάνων) της συνομόσπονδης Κύπρου. Παρότι αυτές οι προτάσεις δείχνουν να συναντιούνται με παραλλαγές μια εκδοχής ομοσπονδίας, «αποκεντρωμένης» ή «χαλαρής», που έχει κάνει ο Αναστασιάδης, εντούτοις μπορούν να σπρώξουν τα πράγματα προς την διχοτόμηση ως προσπάθεια αποφυγής των αδιεξόδων και των εμπλοκών που μια τέτοια λύση θα μπορούσε να δημιουργήσει.
Σε όλα αυτά προστίθενται και άλλα ανοιχτά ερωτήματα όπως αυτά που αφορούν τη διεθνή υπόσταση του ενδεχόμενου ομοσπονδιακού ή συνομοσπονδιακού ή συγκυρίαρχου μορφώματος, ιδίως σε σχέση με το εάν θα αποτελέσει και με ποιον τρόπο συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας (η οποία, δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια από την Τουρκία και γι’ αυτό τον λόγο δεν συμμετέχει ως τέτοια στην πενταμερή).
Πενταμερής χαμηλών προσδοκιών
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια συνάντηση χαμηλών προσδοκιών. Η συγκεκριμένη σύνοδος έχει το χαρακτήρα μιας άτυπης πενταμερούς διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με σκοπό να εξεταστεί εάν μπορεί να υπάρξει κοινό όραμα και προοπτική για μια λύση, που θα συζητιόταν σε μια επίσημη διάσκεψη.
Σε όλα αυτά μπαίνει και μια άλλη παράμετρος που αφορά τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία χωρίς να τροποποιεί τον πυρήνα της στρατηγικής της, επιδιώκει να δείξει ότι προς τους Ευρωπαίους πλευρές μιας «καλής διαγωγής» που θα ξεμπλόκαραν πτυχές της ενταξιακής διαδικασίας και κυρίως την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει μια σημασία να δείξει ότι μπορεί να μπει σε μια διαδικασία διαλόγου για την επίλυση του Κυπριακού και να μην χρεωθεί το όποιο αδιέξοδο, έστω και εάν στην πραγματικότητα η επίλυση θα είναι αρκετά δύσκολη. Ούτως ή άλλως, το blame game αποτελεί πάντα τμήμα της διαχείρισης του Κυπριακού
Και βέβαια σε ένα τέτοιο κλίμα διαβήματα όπως η διαδήλωση των μελών του κινήματος «Ως Δαμέ» πριν από λίγες μέρες. με κεντρικό αίτημα ακριβώς την ομοσπονδία και την επανένωση φαντάζουν ταυτόχρονα επίκαιρα αλλά και μετέωρα.