Στην αρχή δεν τους έλεγαν «Αγανακτισμένους». Στην αρχή ξημέρωνε για την Ελλάδα η εποχή ενός πειράματος. Οι Ανώνυμοι Ακομμάτιστοι θα κατέβαιναν στους δρόμους χωρίς συνθήματα για να αποδείξουν στην Ευρώπη το ανυπότακτο της φυλής. Τον Μάιο του 2011 η πλατεία Συντάγματος αλληθώριζε προς τους «Indignados» της Μαδρίτης, αλλά υποσχόταν μια κόπια που θα ξεπερνούσε το πρωτότυπο.
Η εικόνα ήταν σαγηνευτική όπως μια καρτ ποστάλ που αποτυπώνει την επιφάνεια χωρίς το βάθος. Η βιτρίνα της σύντομης αναρχίας γοήτευσε νοσταλγούς του άλλου Μάη, ξεθυμασμένους καθοδηγητές της νεολαίας -μια στάση που θα αποκτήσει βαμπιρικά χαρακτηριστικά στη συνέχεια -, τον αμήχανο Τύπο της εποχής.
Το Σύνταγμα, έλεγαν, συμπύκνωνε αυτή τη φορά ένα διαφορετικό αίτημα: να καταργηθούν τα κανάλια της αντιπροσώπευσης και να ξαναπάρει ο λαός τον λόγο που του είχαν κλέψει. Στο playroom της οικονομικής κρίσης οι Ελληνες εφεύρισκαν νέους ρόλους-ατραξιόν: «θύματα» της καλβινικής γερμανικής ελίτ, απώτατο προπύργιο ελευθερίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, προδομένοι που θα έστρεφαν την αμεσοδημοκρατία πίσω στις πηγές της.
Και ύστερα, η καρτ ποστάλ ξεθώριασε. Η «πλατεία» χωρίστηκε στα εξ ων συνετέθη, η τοξικότητα εμφανίστηκε με το προπέτασμα της ταξικότητας, στήθηκαν τα πάνελ της νοβοπάν καταγγελίας. Τα συνθήματα ακούγονταν πλέον καθαρά – ακούγονταν και πριν, αλλά μόνο για όσους είχαν αφτιά: «Πουλάτε, πουλάτε! Ξύλο που θα φάτε», «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή», «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73».