Πάνω από 8 στους 10 καπνιστές αναφέρουν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (πάνω από 88%) πιστεύει πως θα πρέπει να έχουν αξιόπιστη ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος.
Την επιτακτική αυτή ανάγκη ενημέρωσης του κοινού για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος καθώς και για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις εναλλακτικές, επιστημονικά τεκμηριωμένες, λύσεις ανέδειξε η πανελλαδική έρευνα «Πανδημία, Lockdown και Κάπνισμα-Συνήθειες και Κοινωνικές Τάσεις» της εταιρείας Marc για λογαριασμό της Παπαστράτος.
Συγκεκριμένα πάνω από 1 στους 2 καπνιστές που συμμετείχαν στην έρευνα (51,1%), που διεξήχθη τον Μάρτιο σε περισσότερα από 1200 νοικοκυριά στα αστικά κέντρα αλλά και την περιφέρεια, δήλωσαν πως δεν έχουν επαρκή ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος. Με την κατάσταση να είναι ακόμη δυσμενέστερη όσον αφορά τους νέους ηλικίας 21-34 καθώς το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 61,7%.
Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι πάνω από 1 στους 2 καπνιστές (51,6%) δηλώνουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού.
Ένα έλλειμμα ενημέρωσης το οποίο ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Marc, Θωμάς Γεράκης, επισημαίνει ως το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας, σχολιάζοντας: «Εδώ αρχίζει και ξετυλίγεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδεικνύει αυτή η έρευνα. Το οποίο, αν του έβαζα ένα τίτλο, θα ήταν έλλειψη ενημέρωσης. Μια έλλειψη πληροφόρησης που θεωρώ ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι καταγράφεται στην έρευνα γιατί είναι πολύ δύσκολο να παραδεχθεί εύκολα κάποιος ότι δεν γνωρίζει κάτι».
Η σχέση πανδημίας και αύξησης καπνίσματος
Με βάσει τα παραπάνω φαίνεται ότι δεν είναι τυχαίο ότι η πανδημία μας πήγε ένα βήμα πίσω, ως κοινωνία, στο ζήτημα του καπνίσματος καθώς ένα ποσοστό 27,2% των ερωτηθέντων καπνιστών δήλωσαν πως καπνίζουν περισσότερο εν μέσω πανδημίας. Ενώ ένα 7,1%, ξεκίνησαν ξανά το κάπνισμα ενώ το είχαν διακόψει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της συχνότητας του καπνίσματος παρατηρήθηκαν σε ομάδες όπως τους αυτοαπασχολούμενους (37,4%), τους άνεργους (47,6%) καθώς και στις ηλικίες 21-34 ετών (37,8%). Αναδεικνύοντας ξεκάθαρα την άμεση σύνδεση μεταξύ ανασφάλειας, άγχους και καπνίσματος. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι 84,3% των καπνιστών ανησυχεί πως το κάπνισμα έχει σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία τους. Αν και, ένα εντυπωσιακό 18,4%, δεν μπορεί να αναγνωρίσει ποιες είναι οι ουσίες στο τσιγάρο που βλάπτουν την υγεία του.
Οφείλουμε, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η γενική εικόνα δεν είναι ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα που αυξάνεται το κάπνισμα, αλλά σε μια χώρα που οι καπνιστές είναι μειοψηφία, όπου έχουμε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πρώην καπνιστών και όπου η τάση είναι να μειώνονται οι καπνιστές. Ένας στόχος, το τέλος του τσιγάρου, στον οποίο συμβάλει και η πρωτοβουλία για 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021 που είχε εξαγγείλει πριν από ένα χρόνο η Παπαστράτος και η οποία παραμένει, παρά τις δυσκολίες λόγω πανδημίας, στον πυρήνα της στρατηγικής της.
Θετική άποψη έχουν οι Έλληνες για τα εναλλακτικά προϊόντα
Δικαιολογημένη αισιοδοξία προκαλεί το γεγονός ότι οι Έλληνες, παρά το έλλειμμα ενημέρωσης, φαίνεται να έχουν ήδη αγκαλιάσει τις εναλλακτικές λύσεις αντί του καπνίσματος. Συγκεκριμένα 45,6% του πληθυσμού πιστεύει πως τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος είναι λιγότερο βλαβερά για την υγεία σε σχέση με το κάπνισμα, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις ηλικίες 21-34 ετών (60,9%) και στα άτομα ανώτερης/ανώτατης μόρφωσης (51,2%). Επιπλέον σχεδόν 4 στους 10 (37,4%) έχει ήδη προτείνει σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια εναλλακτική λύση, ένα ποσοστό που επίσης ανεβαίνει σημαντικά στις ηλικίες 21-34 ετών (52,8%). Ενώ υπάρχει και ένα αξιοσέβαστο 60,5% που δηλώνει πως εάν κάποιος κοντά του χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς καπνό, δεν τον ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έμφαση που φαίνεται να δίνει το κοινό στην επιστήμη και την καινοτομία που εμπεριέχεται στα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος. Συγκεκριμένα έξι στους δέκα ενήλικες πολίτες δηλώνουν πως θα επέλεγαν πιο εύκολα ή θα πρότειναν σε καπνιστές εναλλακτικά προϊόντα εάν είχαν πιο σαφή ενημέρωση για τα επιστημονικά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από το κάπνισμα (ένα ποσοστό που εκτοξεύεται στο 70,2% στις ηλικίες 21-34 ετών).
Ενώ 9 στους 10 (91,1%) του συνολικού ερωτηθέντος πληθυσμού δηλώνουν πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και η τεχνολογία που βρίσκεται σε αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι την ίδια άποψη μοιράζεται και το 92,7% των μη καπνιστών που, παρότι δεν έχει σχέση με τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος, φαίνεται επίσης να κατανοεί τη δυνητική αξία τους για τη μείωση της βλάβης του καπνίσματος.
Άξιο αναφοράς είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 440.000 χρήστες ενναλακτικών προϊόντων στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και άνω των 300.000 που έχουν επιλέξει το προϊόν θέρμανσης καπνού της Παπαστράτος. Το οποίο πρόσφατα αδειοδοτήθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ως το πρώτο και μοναδικό ηλεκτρονικό προϊόν «διαφοροποιημένου κινδύνου» σε σχέση με το τσιγάρο και κατά συνέπεια καλύτερο για τη δημόσια υγεία.
Ξεπερασμένη συνήθεια πλέον το κάπνισμα
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο που αναδεικνύει έντονα η έρευνα είναι ότι, το να είσαι καπνιστής στην εποχή μας, είναι ξεπερασμένο, μη ελκυστικό και επιβλαβές για τις διαπροσωπικές σχέσεις. Συγκεκριμένα 70,7% των ερωτηθέντων μη καπνιστών θεωρεί πως το κάπνισμα αποτελεί μια ξεπερασμένη συνήθεια ενώ 1 στους 2 (50,5%) συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν.
Επιπλέον το 51,7% των καπνιστών με σύντροφο μη καπνιστή δηλώνουν πως η καπνιστική τους συνήθεια ενοχλεί τον/την σύντροφό τους (με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών) και το 49% αναφέρει πως το κάπνισμα αποτελεί ξεκάθαρα αιτία διαφωνιών και καβγάδων μεταξύ του ζευγαριού. Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%, ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.
Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές, επεκτείνεται και στο ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Ξεκινώντας από το πόσο «καλοδεχούμενοι» αισθάνονται στα σπίτια άλλων (μία στις δύο οικογένειες δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά στο σπίτι τους) ή πώς αισθάνονται οι μη καπνιστές όταν επισκέπτονται οι άλλοι τα σπίτια τους (το 61% των μη καπνιστών αναφέρει πως ενοχλείται γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με καπνό).
Αυτό που μπορεί να διακρίνει κάποιος είναι τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού στίγματος απέναντι στους καπνιστές, που οδηγεί 1 στους 3 (34%) να δηλώνουν πως αισθάνονται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν, ένα 30,6% να διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους και ένα 13,6% να κρύβει ότι καπνίζει από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία της έρευνας, ο Σταύρος Δρακουλαράκος, Γενικός Διευθυντής Επικοινωνίας της Παπαστράτος, δήλωσε σχετικά: «Ένα χρόνο μετά το ανοιχτό κάλεσμα που απευθύναμε προς όλους με στόχο 1.000.000 λιγότερους καπνιστές έως το τέλος του 2021, βλέπουμε ότι ένας στους τέσσερις κατοίκους στην Ελλάδα, συνεχίζει αυτή τη βλαβερή συνήθεια. Την ίδια ώρα που οι καπνιστές αναζητούν αξιόπιστη ενημέρωση είτε για διακοπή είτε για αλλαγή σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές του τσιγάρου και που, όπως φαίνεται από τα ευρήματα, η πλειονότητα της κοινωνίας θεωρεί το κάπνισμα μια ξεπερασμένη συνήθεια. Με οδηγό την επιστήμη και την τεχνολογία δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε την πορεία μας προς τη μεγάλη αλλαγή που απαιτεί η κοινωνία ώστε να οδηγηθούμε σε ένα μέλλον, όπου το τσιγάρο θα αποτελεί οριστικά παρελθόν. Ένα μέλλον που είναι πιο κοντά από ποτέ καθώς, με το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο και την υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών θα σταματήσουμε να πουλάμε τσιγάρα, εντός 10-15 ετών, σε πολλές χώρες του κόσμου».