Ένα νέο τεστ που αναπτύχθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας –Ιρβάιν μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη σχετικά με την έκβαση του κάθε ασθενούς με COVID-19. To τεστ δύο φάσεων συνδυάζει ένα σκορ που περιλαμβάνει τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση με ένα τεστ «κακών» αντισωμάτων τα οποία παράγονται στην αρχή της λοίμωξης. Σύμφωνα με τους δημιουργούς της, η εξέταση μπορεί να διεξάγεται στους ασθενείς τη στιγμή της διάγνωσης αποτελώντας «πυξίδα» για τους γιατρούς προτού εμφανιστούν σοβαρά συμπτώματα της COVID-19.
Υψηλή ευαισθησία
«Μπορούμε να προβλέψουμε με πολύ υψηλή ευαισθησία ότι κάποιος θα νοσήσει βαριά εξαιτίας της COVID-19» ανέφερε η Εμιλι Σάντερς, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο εργαστήριο του χημικού βιολόγου Γκρέγκορι Βάις στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας-Ιρβάιν η οποία ήταν πρώτη συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση ανοιχτής πρόσβασης της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας «mSphere», μαζί με τις Σαντζάνα Σεν και Κριστίν Γκάμπριελ, επίσης μεταπτυχιακές φοιτήτριες στο ίδιο εργαστήριο.
Ερευνα στα «κακά» αντισώματα
Τα περισσότερα διαγνωστικά τεστ αναζητούν αντισώματα τα οποία εξουδετερώνουν τον ιό. Ο δρ Βάις που ήταν ο κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης σημείωσε ότι η δική του ομάδα επικεντρώθηκε σε μια άλλη κατηγορία αντισωμάτων που δεν χρησιμοποιείται από άλλους ερευνητές. «Ολοι οι άλλοι ασχολούνται με τα ‘καλά’ αντισώματα που εξουδετερώνουν τον ιό και όχι με τα αντισώματα που δεν λειτουργούν βοηθητικά». Και η Κριστίν Γκάμπριελ προσέθεσε ότι το να «εντοπίζουμε την ‘κακή’ αντισωματική απόκριση στον ιό βοηθά στο να γεμίσουμε ένα σημαντικό ερευνητικό κενό».
Η πρωτεΐνη Ν στο επίκεντρο
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο ιός SARS-CoV-2 διαθέτει περισσότερους από 55 επιτόπους, περιοχές δηλαδή στις οποίες μπορούν να προσδεθούν τα αντισώματα. Μέχρι σήμερα οι πιο καλά μελετημένοι επίτοποι είναι αυτοί που εντοπίζονται στην πρωτεΐνη-ακίδα του ιού (πρωτεΐνη S). Ωστόσο ο ιός διαθέτει άλλες τρεις δομικές πρωτεΐνες που αξίζει να διερευνηθούν, είπε η κυρία Σεν. Με χρήση της τεχνικής ELISA οι ερευνητές δημιούργησαν μια λίστα αντισωμάτων τα οποία φαίνεται να συνδέονται με χειρότερη πρόγνωση για τους ασθενείς και τελικώς επικεντρώθηκαν σε ένα αντίσωμα το οποίο προσδένεται στον επίτοπο 9 της πρωτεΐνης Ν (πρωτεΐνη νουκλεοκαψιδίου) του ιού. Η ομάδα ανέπτυξε επίσης ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιεί δεδομένα σχετικά με παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και τα υποκείμενα νοσήματα του κάθε ατόμου προκειμένου να παραχθεί ένα σκορ κινδύνου για σοβαρή νόσηση (DRFS).
Τα αντισώματα στον επίτοπο 9 δείκτης σοβαρής νόσησης
Το τεστ αυτό των δύο βημάτων δοκιμάστηκε σε 86 άτομα τα οποία είχαν διαγνωσθεί θετικά στον νέο κορωνοϊό. Οπως προέκυψε, οι ασθενείς των οποίων η εξέταση έδειξε την ύπαρξη αντισωμάτων στον επίτοπο 9 είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν παρατεταμένη νόσηση και να έχουν τελικώς χειρότερη έκβαση σε σύγκριση με όσους δεν διέθεταν τα συγκεκριμένα αντισώματα. Επίσης από τα 23 άτομα της μελέτης που είχαν παραγάγει αντισώματα τα οποία προσδένονταν στον επίτοπο 9, ένα υψηλό σκορ DRFS μπορούσε να προβλέψει τη βαρύτητα της νόσου με ευαισθησία ανώτερη του 92%.
Φθηνή, εύκολη εξέταση
Ο δρ Βάις τόνισε ότι το τεστ που ανέπτυξε με την ομάδα του βασίζεται σε τεχνολογίες και εργαλεία που είναι ήδη διαθέσιμα στα εργαστήρια που πραγματοποιούν αναλύσεις για τον SARS-CoV-2. «Η ανίχνευση αντισωμάτων είναι πολύ εύκολη και ένα φθηνό προγνωστικό τεστ θα μπορεί να καθοδηγεί τις θεραπευτικές επιλογές όταν ακόμη ο ασθενής βρίσκεται σε αρχική φάση της λοίμωξης». Οι ερευνητές ανακάλυψαν μάλιστα ότι τα αντισώματα στον επίτοπο 9 καθίστανται ανιχνεύσιμα μεταξύ μιας και έξι ημερών από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της COVID-19.
«Ολοι έχουμε κάποιο άτομο της οικογενείας μας ή κάποιον φίλο που έχει πληγεί από αυτή τη νόσο και θέλαμε να κάνουμε κάτι χρήσιμο, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς οι οποίοι είναι τρομερά επιβαρυμένοι εξαιτίας της πανδημίας» κατέληξε ο δρ Βάις.